Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΝΤΙΦΑΣΗ ΤΟΥ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟΥ: ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΣΤΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΤΟΥ JAMES O’ CONNOR του Κώστα Σκορδούλη

Οι θεωρητικές αναζητήσεις του οικολογικού κινήματος αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανάπτυξη της μαρξιστικής σκέψης στον 21ο αιώνα.

Απαιτείται πλέον από τους μαρξιστές μια συνολική κριτική επανεκτίμηση της παραδοσιακής έννοιας των «παραγωγικών δυνάμεων», μια ριζική ρήξη με την ιδεολογία της γραμμικής προόδου καθώς και με το τεχνολογικό και οικονομικό παράδειγμα του (μετα-)μοντέρνου βιομηχανικού πολιτισμού και της πολιτισμικής λογικής που το συνοδεύει.

Το θεμελιακό επίτευγμα του οικολογικού κινήματος είναι η κατανόηση της έκτασης στην οποία ο Ύστερος Καπιταλισμός έχει καταστρέψει το περιβάλλον. Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα του οικολογικού κινήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο αμφισβητείται η γραμμική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία παρεμποδίζεται μόνο από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Ο υπερτονισμός της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και η αναγωγή όλων των επιμέρους αντιθέσεων σ' αυτήν, είχε ως αποτέλεσμα την υποτίμηση της εξίσου θεμελιακής αντίφασης ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη ληστρική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος.

Μια περισσότερο εκλεπτυσμένη ανάλυση της υλικής πλευράς της διαδικασίας παραγωγής είναι αναγκαία με βάση τη διερώτηση σχετικά με την αξία χρήσης. Η ειδοποιός διαφορά του οικοσοσιαλισμού σε σχέση με παραδοσιακές θεωρήσεις είναι ότι ο οικοσοσιαλισμός δίνει περισσότερη έμφαση στην αξία χρήσης των εμπορευμάτων, παρά στην ανταλλακτική αξία. Η συζήτηση σχετικά με την αξία χρήσης των προϊόντων περιλαμβάνει και μια συζήτηση για την κοινωνικά χρήσιμη παραγωγή η οποία συγκεκριμενοποιείται με ερωτήματα για το ποια προϊόντα είναι επιθυμητά από οικολογική και κοινωνική άποψη κτλ.

Ένα γόνιμο μονοπάτι σκέψης για την εξέταση αυτών των ερωτημάτων ανοίχθηκε από τον James Ο' Connor ο οποίος υπογραμμίζει τη λεγόμενη δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού: «θα πρέπει να προσθέσουμε στην πρώτη αντίφαση του καπιταλισμού που εξέτασε ο Μαρξ (την αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής) μια δεύτερη αντίφαση, την αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των συνθηκών παραγωγής, οι οποίες και αφορούν τους εργαζόμενους, τον αστικό χώρο και τη φύση. Με την ίδια του την επεκτατική δυναμική, το κεφάλαιο θέτει σε κίνδυνο ή καταστρέφει τις ίδιες του τις συνθήκες παραγωγής, αρχίζοντας από το φυσικό περιβάλλον».

Σύμφωνα με την κλασική μαρξιστική θεωρία η κοινωνία αρθρώνεται σε δύο επίπεδα: το επίπεδο της οικονομικής (παραγωγικής) βάσης και το επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος. Αφενός μεν η οικονομική βάση καθορίζει το πολιτικό εποικοδόμημα, αφ' ετέρου δε το εποικοδόμημα έχει επιπτώσεις στην οικονομική βάση. Με μια άλλη διατύπωση, οι δυνάμεις παραγωγής καθορίζουν τις σχέσεις παραγωγής αλλά και οι σχέσεις παραγωγής έχουν επιπτώσεις στις δυνάμεις παραγωγής. Αυτή η διαλεκτική ανάλυση αποκαλύπτει ότι η οικονομική βάση είναι η βάση ολόκληρης της κοινωνίας και επομένως ένας κοινωνικός μετασχηματισμός δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς την αλλαγή της οικονομικής βάσης.

Ο O'Connor θεωρεί ότι στην κυρίαρχη αντίφαση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής, που εξέτασε ο Μαρξ, περιλαμβάνεται και μια δεύτερη αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των συνθηκών παραγωγής οι οποίες αφορούν τους εργαζόμενους, τον αστικό χώρο και τη φύση. Σύμφωνα με τον Ο' Connor το κεφάλαιο θέτει σε κίνδυνο και καταστρέφει τις ίδιες τις συνθήκες παραγωγής ξεκινώντας από το φυσικό περιβάλλον.

Εξετάζοντας τη σχέση μεταξύ της οικονομίας, της φύσης, και της κοινωνίας, ο O'Connor υποστηρίζει ότι η περιβαλλοντική κρίση θέτει μια αυξανόμενη απειλή στον ίδιο τον καπιταλισμό. Οι μελέτες του καταδεικνύουν την ισχύ της μαρξιστικής ανάλυσης για την κατανόηση της περιβαλλοντικής και κοινωνικής ιστορίας.

Ο Ο'Connor αναλύει την έννοια των συνθηκών παραγωγής. Το φυσικό περιβάλλον είναι η βάση των συνθηκών παραγωγής, δηλαδή των ανθρώπινων στοιχείων συμπεριφοράς, και των στοιχείων συμπεριφοράς της φύσης. Η όροι του φυσικού περιβάλλοντος καθορίζουν την παραγωγή και αντίστροφα η παραγωγή έχει επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον. Αυτό το είδος διαλεκτικής ανάλυσης για την κοινωνία παρέχει μια στέρεη βάση για μια νέα επιστημονική μεθοδολογία. Η διαλεκτική επιστήμη θεωρεί τις αλλαγές ως κρίση μεταξύ αντιμαχόμενων παραδειγμάτων και ότι όλα στον κόσμο είναι δυναμικά και διασυνδεδεμένα σε παγκόσμιο επίπεδο, αντίθετα από τη μηχανιστική επιστήμη που θεωρεί τα αντικείμενα του κόσμου στατικά.

Κατά την άποψη του Ο'Connor η διαλεκτική ανάλυση αποδέχεται ότι τα πράγματα δεν είναι απόλυτα αλλά σχεσιακά (συνδέονται μεταξύ τους με συγκεκριμένες σχέσεις). Επίσης σε όλες τις θεωρίες και τις ιδέες πρέπει να αποδοθεί ένας ιστορικός και κοινωνικός χαρακτήρας, με άλλα λόγια οι θεωρίες και οι ιδέες εκφράζονται και λειτουργούν σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Ένα από τα χαρακτηριστικά του έργου του O'Connor είναι η αποδοχή ότι υπάρχουν φυσικά όρια στην επέκταση της παραγωγής. Αυτό βασίζεται στην αποδοχή ότι η χρήση πρώτων υλών δεν είναι ανεξάντλητη. Με άλλα λόγια τα συμβατικά ενεργειακά αποθέματα του πλανήτη αλλά και οι φυσικοί πόροι είναι πεπερασμένοι και ως εκ τούτου η ανάπτυξη της παραγωγής είναι επίσης πεπερασμένη.

Η διατύπωση της δεύτερης αντίφασης του καπιταλισμού παρέχει ένα όχημα για την κατανόηση για το πώς διαμορφώνονται οι συνθήκες παραγωγής και για το πώς η διαδικασία συσσώρευσης υποβάλλει τις συνθήκες παραγωγής σε αυξανόμενες πιέσεις που υπονομεύουν την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, των κοινοτήτων, του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος και των οικολογικών συστημάτων γενικότερα. Η οικονομική ανάπτυξη από τη βιομηχανική επανάσταση έχει επιτευχθεί με μεγάλο κόστος και στο φυσικό περιβάλλον και στην αυτονομία των κοινοτήτων.

Το έργο του O'Connor φιλοδοξεί να απαντήσει επίσης στις μεταμαρξιστικές κριτικές, σύμφωνα με τις οποίες ο ιστορικός υλισμός δεν εκτιμά επαρκώς τη σημασία των νέων κοινωνικών κινημάτων.

Ένα κρίσιμο στοιχείο στη θεωρία του O'Connor για τη δεύτερη αντίφαση, είναι η θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων που μπορούν να αντισταθούν στην επίθεση του κεφαλαίου. Η διατύπωση της δεύτερης αντίφασης παρέχει ένα μεθοδολογικό πλαίσιο για την εκτίμηση της θέσης των κοινωνικών κινημάτων, συμπεριλαμβανομένων των περιβαλλοντικών κινημάτων που σύμφωνα με κάποιες θεωρήσεις δεν περιγράφονται πλήρως με ταξικούς όρους, στη διαμόρφωση των κοινωνικών συσχετισμών. Συγχρόνως, αναγνωρίζει την σύνθετη υφή των παραγωγικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένων και των συνθηκών παραγωγής, ανακαλώντας την παρατήρηση του Marx "ότι αυτές οι (παραγωγικές) δυνάμεις είναι φυσικές καθώς επίσης και κοινωνικές στο χαρακτήρα".

Σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση, η δυναμική της καπιταλιστικής ανάπτυξης πρέπει να γίνει κατανοητή ως μια πιο σύνθετη σειρά κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών διαδικασιών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται και η θεώρηση των συνθηκών παραγωγής, με κοινωνικά καθώς και με οικολογικά κριτήρια.

Στόχος είναι η διατύπωση μιας μεθόδου που συμπεριλαμβάνει τη θεώρηση των κοινωνικών δυνάμεων αλλά και των οικολογικών ορίων ώστε να παράσχει μια πληρέστερη θεώρηση του αντιφατικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.

Σύμφωνα με το έργο του O'Connor η διαδικασία συσσώρευσης υπονομεύει τις συνθήκες τις απαραίτητες για την παραγωγή και την πραγματοποίηση της αξίας, καθώς επίσης και τους απαραίτητους όρους για την αναπαραγωγή των συνθηκών παραγωγής, έτσι ο αντιφατικός χαρακτήρας του καπιταλισμού εμφανίζεται ευκρινέστερα από ότι στην κλασική προσέγγιση. Αυτή η θεώρηση εξυπηρετεί ως βάση για την κατανόηση του ρόλου των νέων κοινωνικών κινημάτων που αναπτύσσονται πάνω στις εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και έχουν στόχο να αμφισβητήσουν τις αρχές του κεφαλαίου και να οικοδομήσουν τα θεμέλια για την δημιουργία ενός οικολογικού σοσιαλιστικού μέλλοντος.

Αλλά η πραγματικά νέα πτυχή των φυσικών αιτίων είναι η θεώρηση της «ανισόμερης και συνδυασμένης ανάπτυξης» ως αιτία των κρίσεων. Ο O'Connor συνδέει την αυστηρή οικολογική ανάλυση με τη λογική των προσπαθειών αντίστασης τόσο στο κέντρο όσο και στην περιφέρεια του καπιταλισμού.

Ο οικοσοσιαλισμός προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας νέας παγκόσμιας πολιτικής τάξης, πρώτον, λόγω της αυξανόμενης οικονομικής εκμετάλλευσης, και δεύτερον, επειδή η οικολογική υποβάθμιση είναι όλο και περισσότερο ένα ταξικό και «χωρο-ταξικό» ζήτημα. Αυτό υποδεικνύεται από την ανάπτυξη των κινημάτων για την περιβαλλοντική (και οικονομική και κοινωνική) δικαιοσύνη στο βορρά και τον "περιβαλλοντισμό των φτωχών" στο νότο. Οι κυρίαρχες ομάδες του βορρά οφείλουν ένα "οικολογικό χρέος" στις καταπιεσμένες μειονότητες και τον τρίτο κόσμο συνολικά. Η ευημερία των κυρίαρχων ομάδων στο βορρά βασίζεται στην οικολογική ζημία που γίνεται στις μειονότητες στο βορρά και το νότο.

Τελικά θα εξαρτηθεί από τα οικοσοσιαλιστικά ρεύματα  η δημιουργία ενός κινήματος που θα είναι σε θέση να συνθέσει τις διαφορετικές και συχνά ανοργάνωτες φωνές διαμαρτυρίας ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση, σε μια συνεπή δύναμη διεθνιστικής και πολυπολιτισμικής αλληλεγγύης.