ΟΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: Η Σύνθεση Σοσιαλισμού και Οικολογίας - Michael Lowy

Η εκθετική αύξηση της μόλυνσης τόσο του αέρα στις μεγάλες πόλεις, όσο και του πόσιμου νερού και του περιβάλλοντος γενικότερα, η υπερβολική θέρμανση του πλανήτη, το ξεκίνημα της τήξης των πολικών πάγων, ο πολλαπλασιασμός των «φυσικών» καταστροφών, η σταδιακή φθορά του στρώματος του όζοντος στην ατμόσφαιρα, η αποψίλωση, με ολοένα και πιο γοργούς ρυθμούς, των τροπικών δασών και η γοργή ελάττωση της βιο-ποικιλότητας με την εξαφάνιση χιλιάδων ειδών. Η εξάντληση των εδαφών, η ερημοποίηση,  η συνεχής συγκέντρωση αποβλήτων (ειδικά πυρηνικών) που δεν είναι πια εύκολο να τα διαχειριστούμε, ο πολλαπλασιασμός των πυρηνικών ατυχημάτων και η απειλή ενός καινούργιου Tchernobyl. Η μόλυνση της τροφής, οι γενετικοί χειρισμοί, οι «τρελές αγελάδες», το κρέας με ορμόνες.
Όλοι οι παραπάνω «φωτεινοί δείκτες συναγερμού» βρίσκονται στο «κόκκινο»˙  είναι φανερό πως ο παράλογος αγώνας δρόμου για το κέρδος, η παραγωγιστική και κερδοσκοπική λογική του καπιταλιστικού/βιομηχανικού πολιτισμού μας, οδηγεί σε μια οικολογική καταστροφή με ανυπολόγιστες διαστάσεις. Δεν υποκύπτει κανείς στον «καταστροφισμό», όταν διαπιστώνει ότι η δυναμική της ανεξάντλητης «αύξησης» που εισάγει η καπιταλιστική εξάπλωση, απειλεί με καταστροφή τα φυσικά θεμέλια της ανθρώπινης ζωής στον πλανήτη.
Πώς να αντιδράσει κανείς απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο; Ο σοσιαλισμός και η οικολογία – ή τουλάχιστον ορισμένες από τις τάσεις/ρεύματα αυτών – έχουν κοινούς στόχους, πράγμα που συνεπάγεται ότι θέτουν υπό ερώτηση την αυτονομία της οικονομίας, την κυριαρχία της ποσοτικοποίησης, την παραγωγή ως στόχο αφ' εαυτής, τη δικτατορία του χρήματος, καθώς και την υπαγωγή του κοινωνικού συνόλου στον υπολογισμό του περιθωρίου αποδοτικότητας και στις ανάγκες συσσώρευσης κεφαλαίου. Και η μία κοσμοθεωρία και η άλλη προβάλλουν ποιοτικές αξίες : την αξία χρήσης, την ικανοποίηση των αναγκών, την κοινωνική ισότητα η μια, και την προστασία της φύσης και την οικολογική ισορροπία η άλλη. Και οι δύο όμως αντιλαμβάνονται την οικονομία σαν «εντοιχισμένη» μέσα στο περιβάλλον : το κοινωνικό η μία και το φυσικό  η άλλη.
Παρ' όλα αυτά, βαθιές διαφορές έχουν έως τώρα χωρίσει τους  «κόκκινους» και τους «πράσινους», τους μαρξιστές και τους οικολόγους. Οι οικολόγοι κατηγορούν τον Μαρξ και τον Ένγκελς για παραγωγισμό. Είναι δικαιολογημένη αυτή η κατηγορία; Και ναι και όχι.
Όχι, στο βαθμό που κανείς δεν έχει καταγγείλει όσο ο Μαρξ την καπιταλιστική λογική της παραγωγής για την παραγωγή, τη συγκέντρωση του κεφαλαίου, τα πλούτη και τα υλικά αγαθά ως σκοπούς καθαυτούς. Η ίδια η ιδέα του σοσιαλισμού – σε αντίθεση με τα αξιολύπητα γραφειοκρατικοποιημένα του κακέκτυπα -  είναι η ιδέα της παραγωγής αξιών χρήσης και αγαθών απαραίτητων για την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών. Ο απώτατος σκοπός της τεχνολογικής προόδου κατά τον Μαρξ, δεν είναι η απεριόριστη συσσώρευση αγαθών (το «έχειν»), αλλά η ελάττωση του ωραρίου εργασίας και η αντίστοιχη αύξηση του ελευθέρου χρόνου (το «ζειν»)
Ναι, στο βαθμό που απαντάται συχνά στον Μαρξ ή στον Ένγκελς (ή ακόμη περισσότερο στον ύστερο μαρξισμό), μια τάση να καθίσταται η «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» ο κύριος φορέας της προόδου και μια στάση ελάχιστα επικριτική απέναντι στον βιομηχανικό πολιτισμό και κυρίως απέναντι στην καταστροφική του σχέση με το περιβάλλον.
Στην πραγματικότητα, βρίσκει κανείς στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς υλικό, που τροφοδοτεί και τη μια και την άλλη ερμηνεία. Το οικολογικό ζήτημα θεωρείται ότι είναι αυτό που αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για μια νέα άνθηση της Μαρξιστικής σκέψης στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Απαιτείται από την πλευρά των μαρξιστών να κάνουν μια βαθιά κριτική αναθεώρηση της παραδοσιακής τους αντίληψης περί «παραγωγικών δυνάμεων», όπως και το να έρθουν σε ριζική ρήξη τόσο με την ιδεολογία της γραμμικής προόδου, όσο  και  με το οικονομικό και τεχνολογικό «παράδειγμα» του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού.
Ο Walter Benjamin ήταν ένας από τους πρώτους μαρξιστές του 20ου αιώνα που έθεσε το παραπάνω είδος ερωτήματος (το οικολογικό). Στο βιβλίο του "Μονόδρομος" καταγγέλλει την ιδέα της κυριαρχίας επί της Φύσης σαν μια «ιμπεριαλιστική διδαχή» και προτείνει μια νέα αντίληψη για την τεχνολογία και την τεχνική ως μια «επιστασία της σχέσης ανάμεσα στη φύση και την ανθρωπότητα». Λίγα χρόνια αργότερα, μέσα στις «Θέσεις για την έννοια της Ιστορίας», προτίθεται να εμπλουτίσει τον ιστορικό υλισμό με τις ιδέες του Fourier, αυτού του ουτοπικού οραματιστή, που ονειρεύτηκε «ένα είδος εργασίας που, μακριά από το να εκμεταλλεύεται τη Φύση, είναι σε θέση να κάνει να γεννούνται μέσω αυτής, οι μορφές δημιουργίας που λανθάνουν στα σπλάχνα της». 
Σήμερα ακόμη ο Μαρξισμός είναι μακριά από το να έχει καλύψει την υστέρησή του σε αυτό το πεδίο. Αλλά ορισμένες θεωρήσεις αρχίζουν να θίγουν αυτήν του την υποχρέωση. Ένα γόνιμο μονοπάτι έχει ανοιχτεί από τον οικολόγο και μαρξιστή – οπαδό της σκέψης του Karl Polanyi – αμερικανό James O' Connor. Λέει ότι θα πρέπει να προστεθεί στην πρωταρχική αντίφαση του καπιταλισμού, που εξετάστηκε από τον Μαρξ, αυτήν ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στους παραγωγικές σχέσεις, και μία δεύτερη αντίφαση, αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις συνθήκες παραγωγής, δηλ. τους εργαζόμενους (εργάτες), τον πολεοδομικό χώρο και τη Φύση. Λόγω της επεκτατικής-αυξητικής δυναμικής που έχει, το κεφάλαιο θέτει σε κίνδυνο ή καταστρέφει τις ίδιες του τις προϋποθέσεις, αρχίζοντας από το φυσικό περιβάλλον, ενδεχόμενο που ο Μαρξ δεν είχε ποτέ λάβει επαρκώς υπ' όψιν του.
Μία άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση προτάθηκε σε ένα πρόσφατο κείμενο ενός Ιταλού οικο-μαρξιστή, του Tiziano Bagarolo : " Το μοντέλο σύμφωνα με την οποία γίνεται ένας μετασχηματισμός των δυνητικά παραγωγικών δυνάμεων, σε δυνάμεις πραγματικά καταστροφικές, ειδικά σε σχέση προς το περιβάλλον, μας φαίνεται πιο κατάλληλο και πιο ενδεικτικό, από το πολύ γνωστό σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις (δυναμικές) και σε σχέσεις παραγωγής (οι οποίες τις αλυσοδένουν/συνδέουν). Άλλωστε, αυτό το μοντέλο επιτρέπει να γίνεται μία εκ θεμελίων και όχι απολογητική κριτική, στην οικονομική, τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη και άρα να επεξεργαστούμε μια έννοια προόδου πιο «διαφοροποιημένης» (Ε. Bloch)".
Είτε είναι μαρξιστικό είτε όχι, το παραδοσιακό εργατικό κίνημα στην Ευρώπη – συνδικάτα, σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα – παραμένει ακόμα βαθιά σημαδεμένο από την ιδεολογία της «προόδου» και από τον παραγωγισμό, τείνοντας, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υποστηρίζει, χωρίς να θέτει πολλά ερωτήματα, την πυρηνική ενέργεια ή την βιομηχανία αυτοκινήτων. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι έχει αρχίσει να αναπτύσσεται μια οικολογική ευαισθητοποίηση, κυρίως στα συνδικάτα και τα κόμματα της Αριστεράς των Βορειοευρωπαϊκών κρατών, της Ισπανίας, της Γερμανίας κλπ.
Η μεγάλη συνεισφορά της οικολογίας ήταν – και είναι ακόμη – ότι μας κάνει να λαμβάνουμε υπ' όψιν μας τους κινδύνους που απειλούν τον πλανήτη, σαν συνέπεια του τρέχοντος μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης. Η εκθετική αύξηση των επιθέσεων προς το περιβάλλον και  η διογκούμενη απειλή για μια οριστική διατάραξη της οικολογικής ισορροπίας αποτελούν ένα σενάριο-καταστροφής που θέτει σε αμφισβήτηση ακόμη και την ίδια την διατήρηση της ανθρώπινης ζωής. Είμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση του πολιτισμού μας που απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές.
Το πρόβλημα είναι ότι οι προτάσεις που προβάλλονται από τα κυρίαρχα ρεύματα της Ευρωπαϊκής οικολογικής πολιτικής είναι πολύ ανεπαρκείς ή καταλήγουν σε αδιέξοδα. Η βασική τους αδυναμία είναι ότι αγνοούν την απαραίτητη συνάφεια ανάμεσα στον παραγωγισμό και στον καπιταλισμό, πράγμα που οδηγεί στην παραίσθηση περί «καλού/κατάλληλου καπιταλισμού» ή περί αλλαγών ικανών να κοντρολάρουν τις «καταχρήσεις» του (όπως επί παραδείγματι οι οικο-φόροι). Ή παίρνοντας σαν πρόφαση την απομίμηση, από πλευράς των γραφειοκρατικά διοικούμενων οικονομιών, του παραγωγισμού της Δύσης, τοποθετούν δίπλα-δίπλα τον καπιταλισμό και τον «σοσιαλισμό» σαν παραλλαγές του ιδίου μοντέλου – ένα επιχείρημα που έχει χάσει κατά πολύ το ενδιαφέρον του μετά την κατάρρευση του υποτιθέμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Οι οικολόγοι σφάλλουν αν  πιστεύουν ότι μπορούν να αποφύγουν την μαρξιστική κριτική προς τον καπιταλισμό : μια οικολογία που δεν λαμβάνει υπ' όψιν την σχέση ανάμεσα στον «παραγωγισμό» και στη λογική του κέρδους, είναι καταδικασμένη να αποτύχει – ή ακόμη χειρότερα να γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από το σύστημα. Τα παραδείγματα δεν λείπουν... Η απουσία μιας συνεκτικής/συμπαγούς αντικαπιταλιστικής θέσης οδήγησε τα περισσότερα πράσινα ευρωπαϊκά κόμματα – της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, του Βελγίου κλπ – να γίνουν απλοί συμμέτοχοι «οικο-ρεφορμιστές» στην σοσιαλ-φιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού, όπως αυτή ασκήθηκε από τις κυβερνήσεις της κεντρο-αριστεράς.
Θεωρώντας τους εργαζόμενους ως αθεράπευτα αφοσιωμένους στον παραγωγισμό, ορισμένοι οικολόγοι αφήνουν στην άκρη το εργατικό κίνημα, και γράφουν πάνω στη σημαία τους : «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά».Οι πρώην μαρξιστές που ασπάστηκαν την οικολογία, δηλώνουν αβασάνιστα «αντίο στην εργατική τάξη» (André Gorz), την ίδια ώρα που άλλοι (Alain Lipietz) επιμένουν ότι πρέπει να αφήσουμε το «κόκκινο» - δηλαδή το μαρξισμό ή το σοσιαλισμό – για να ασπαστούμε το «πράσινο», το νέο «παράδειγμα» που θα φέρει, υποτίθεται, απαντήσεις σε όλα τα προβλήματα, οικονομικά και κοινωνικά.
Τέλος, μέσα στα κινήματα τα λεγόμενα «φονταμενταλιστικά» (ή της Βαθιάς Οικολογίας), φαίνεται να διαγράφεται, κάτω από την πρόφαση της μάχης ενάντια στον ανθρωποκεντρισμό, μία άρνηση του ανθρωπισμού, που οδηγεί σε σχετικιστικές θέσεις, με το να θέτουν όλα τα είδη της ζωής στο ίδιο επίπεδο. Πρέπει πραγματικά να δεχτούμε ότι ο βάκιλος του Koch ή ο κώνωψ ο ανωφελής έχουν το ίδιο δικαίωμα στη ζωή με ένα παιδί που πάσχει από φυματίωση ή από ελονοσία ;
Τι είναι λοιπόν ο οικοσοσιαλισμός; Μιλάει για μία μορφή οικολογικής σκέψης και δράσης  που οικειοποιείται τα θεμελιώδη δεδομένα/κεκτημένα του μαρξισμού – όλα βέβαια απαλλαγμένα από τα κατάλοιπα περί παραγωγισμού. Για τους οικοσοσιαλιστές, η λογική του εμπορίου και του κέρδους – όπως και αυτή του γραφειοκρατικού αυταρχισμού, που διέπει τον «μακαρίτη» «υπαρκτό σοσιαλισμό» - είναι ασύμβατες με τις  απαιτήσεις που έχει η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Ενώ (σ.τ.Μ. οι οικοσοσιαλιστές) κριτικάρουν την ιδεολογία των κυρίαρχων σήμερα τάσεων του εργατικού κινήματος, γνωρίζουν όμως καλά ότι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους είναι μία βασική δύναμη για το όλο εγχείρημα του ριζοσπαστικού μετασχηματισμού του συστήματος, καθώς και για την εγκαθίδρυση μιας καινούργιας κοινωνίας, σοσιαλιστικής και οικολογικής.
Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως στη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών, χάρις στις εργασίες διανοητών του μεγέθους του Manuel Sacristan, του Raymond Williams, του Rudolf Bahro (στα πρώτα του γραπτά έργα) και του André Gorz (όπου παραπάνω), καθώς και από τις πολύτιμες συνεισφορές του James O' Connor, του  Barry Commoner, του John Bellamy Foster και του Joel Covel (από τις ΗΠΑ), του Juan Martinez Allier, του Francisco Fernandez Buey, και του Jorge Riechman (από την Ισπανία), του Jean Paule Déléage και του Jean-Marie Harribey (από τη Γαλλία), του Elmar Alvater και του Frieder Otto Wolf (από τη Γερμανία) και πολλών άλλων, που οι θέσεις τους εκφράζονται σε ένα δίκτυο από περιοδικά και επιθεωρήσεις, όπως το Capitalism, Nature and Socialism, το Ecologia Politica κ.ά.
Όλο αυτό το ρεύμα του οικοσοσιαλισμού απέχει πολύ από το να είναι ομοιογενές, αλλά η πλειοψηφία των εκπροσώπων του μοιράζεται ορισμένα κοινά θέματα. Όντας σε ρήξη με την παραγωγιστική ιδεολογία της προόδου – στην καπιταλιστική ή/και στην γραφειοκρατική της μορφή – και αντιτιθέμενο στην επ' άπειρο επέκταση ενός μοντέλου παραγωγής και κατανάλωσης καταστροφικού για τη Φύση, το νέο αυτό ρεύμα αντιπροσωπεύει μία αυθεντική τάση να διαρθρωθούν οι θεμελιακές ιδέες του σοσιαλιστικού Μαρξισμού, μαζί με τα κεκτημένα της κριτικής Οικολογίας.
Ο James O' Connor ορίζει σαν οικοσοσιαλιστικές τις θεωρίες εκείνες και τα κινήματα που φιλοδοξούν να υποτάξουν την ανταλλακτική αξία στην αξία χρήσης, με το να οργανώνουν την παραγωγή ώστε να υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και τις απαιτήσεις για τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος. Ο στόχος αυτών των θεωριών, ένας οικολογικός σοσιαλισμός, θα απέβλεπε σε μια κοινωνία οικολογικά ορθολογική, θεμελιωμένη πάνω στο δημοκρατικό έλεγχο, πάνω στην κοινωνική δικαιοσύνη και στην κυριαρχία της αξίας χρήσης. Θα προσθέταμε εδώ ότι μια τέτοια κοινωνία προϋποθέτει τη συλλογική κτήση των μέσων παραγωγής, προϋποθέτει επίσης έναν δημοκρατικό προγραμματισμό που επιτρέπει στην κοινωνία να καθορίζει η ίδια τους στόχους της παραγωγής και των επενδύσεων και τέλος προϋποθέτει μια νέα τεχνολογική δόμηση των παραγωγικών δυνάμεων.
Η οικοσοσιαλιστική συλλογιστική στηρίζεται επάνω σε δύο κεντρικά επιχειρήματα:
1.             Το τρέχον μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης των προηγμένων καπιταλιστικών χωρών, θεμελιωμένο σε μια λογική απεριόριστης συγκέντρωσης (κεφαλαίου, κερδών, εμπορευμάτων), κατασπατάλησης των πόρων, επιδεικτικής κατανάλωσης και ολοένα επιταχυνόμενης καταστροφής του περιβάλλοντος, δεν μπορεί επ' ουδενί να επεκταθεί στο σύνολο του πλανήτη μας, γιατί υπάρχει κίνδυνος μείζονος οικολογικής κρίσης. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, αν γενικευόταν στο σύνολο του παγκόσμιου πληθυσμού, η μέση κατανάλωση ενέργειας που έχουν σήμερα οι ΗΠΑ, τα μέχρι τώρα γνωστά αποθέματα πετρελαίου θα εξαντλούνταν μέσα σε 19 ημέρες. Άρα αυτό το υπάρχον σήμερα σύστημα, στηρίζεται αναγκαστικά στη διατήρηση και την επιδείνωση της κραυγαλέας ανισότητας ανάμεσα σε Βορά και Νότο.
2.     Σε κάθε περίπτωση, η συνέχιση της καπιταλιστικής «προόδου» και η επέκταση ενός πολιτισμού θεμελιωμένου πάνω στην οικονομία του εμπορίου – και ειδικά αυτή τη μορφή οικονομίας με τις βίαιες ανισότητες – απειλεί άμεσα, σε μεσοπρόθεσμη βάση (κάθε περαιτέρω πρόβλεψη θα ήταν παρακινδυνευμένη), την ίδια την επιβίωση του ανθρωπίνου είδους. Κατά συνέπεια η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος καθίσταται μία ανθρωπιστική επιταγή.
Ο  στενόμυαλος ορθολογισμός του καπιταλιστικού εμπορίου, με τον βεβιασμένο υπολογισμό των κερδών και των απωλειών, είναι ενδογενώς αντίθετος με έναν οικολογικό ορθολογισμό, που λαμβάνει υπ' όψιν του τους μακρούς χρόνους διάρκειας των κύκλων της Φύσης. Δεν πρόκειται για μια αντιπαράθεση μεταξύ «κακών» αντι-οικολόγων καπιταλιστών και «καλών» πράσινων καπιταλιστών : είναι το ίδιο το σύστημα, το στηριγμένο στον ανελέητο ανταγωνισμό, στις απαιτήσεις για αποδοτικότητα, στην κούρσα του γρήγορου κέρδους, το οποίο είναι καταστροφικό για τις φυσικές ισορροπίες. Ο υποτιθέμενος πράσινος καπιταλισμός δεν είναι παρά ένα διαφημιστικό τρυκ, μια ετικέτα που αποσκοπεί στο να πουλήσει ένα προϊόν, ή – στην καλύτερη των περιπτώσεων – μια τοπικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, ισοδύναμη με μια σταγόνα νερού μέσα στο άγονο έδαφος της καπιταλιστικής ερήμου.
Αντίθετα με το φετιχισμό του εμπορίου και την ανεξέλεγκτη αυτονόμηση της οικονομίας που εισάγει ο νεοφιλελευθερισμός, το διακύβευμα του μέλλοντος είναι, για τους οικοσοσιαλιστές, το να τεθεί σε λειτουργία μια «ηθική οικονομία», υπό την έννοια που έδωσε ο E.P. Thompson στον όρο αυτό, δηλαδή οικονομική πολιτική θεμελιωμένη σε μη-νομισματικά/μη-χρηματικά και σε εξω-οικονομικά κριτήρια. Με άλλα λόγια μια οικονομία όπου το «οικονομικό» εμπλέκεται με το «οικολογικό», το «κοινωνικό» και το «πολιτικό».     
Οι μερικές μεταρρυθμίσεις είναι παντελώς ανεπαρκείς. Πρέπει να αντικατασταθεί η μικρο-λογική του κέρδους, από μία μακρο-λογική, κοινωνική και οικολογική, πράγμα που απαιτεί μία σημαντική αλλαγή κουλτούρας/πολιτισμού. Αυτό είναι αδύνατο, χωρίς να συντελεστεί ένας εκ βαθέων τεχνολογικός επαναπροσανατολισμός, που να αποσκοπεί στην αντικατάσταση των τωρινών πηγών ενέργειας, με άλλες, μη-ρυπαίνουσες και ανανεώσιμες, όπως είναι η αιολική ή η ηλιακή ενέργεια. Το πρώτο ζήτημα που τίθεται είναι λοιπόν το ζήτημα του ελέγχου στα μέσα παραγωγής, και κυρίως στις αποφάσεις περί επενδύσεων και περί τεχνολογικών αλλαγών, οι οποίες πρέπει να πάψουν να ανήκουν στις τράπεζες και στις κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις και να γίνουν κοινό κτήμα όλης της κοινωνίας. Προφανώς, η ριζική αλλαγή δεν αφορά μόνο την παραγωγή, αλλά και την κατανάλωση. Εν τούτοις, το πρόβλημα του αστικού και βιομηχανικού πολιτισμού δεν είναι – όπως διατείνονται συχνά οι οικολόγοι – η «υπερβολική κατανάλωση» εκ μέρους του πληθυσμού, ούτε η λύση είναι ένας γενικός «περιορισμός» της κατανάλωσης, κυρίως στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες. Είναι η μορφή της κατανάλωσης σήμερα, στηριγμένης πάνω στην επίδειξη, στην κατασπατάληση, στην εμπορευματική αλλοτρίωση και στη μανία συγκέντρωσης, αυτό το οποίο πρέπει να αμφισβητηθεί.
Μια αναδιοργάνωση του συνόλου των τρόπων παραγωγής και κατανάλωσης είναι αναγκαία, θεμελιωμένη σε κριτήρια εκτός της καπιταλιστικής αγοράς : στις αληθινές ανάγκες του πληθυσμού (όχι αναγκαστικά τις «φερέγγυες/μετρήσιμες/αξιόχρεες») και στη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος. Μ' άλλα λόγια, μια οικονομία μετάβασης στο σοσιαλισμό, «εντοιχισμένη» (όπως έλεγε ο Karl Polanyi) μέσα στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, γιατί θα είναι θεμελιωμένη πάνω στη δημοκρατική επιλογή προτεραιοτήτων και επενδύσεων που κάνει ο ίδιος ο πληθυσμός – και όχι αυτήν που επιβάλλουν οι «νόμοι του εμπορίου» ή ένα Πολιτικό Γραφείο από παντογνώστες. Μ' άλλα λόγια απαιτείται ένας σχεδιασμός δημοκρατικός, αρχικά τοπικός, αργότερα εθνικός και – αργά ή γρήγορα – διεθνής, που να καθορίζει :
1)    ποια αγαθά πρέπει να είναι επιδοτούμενα ή ακόμα και να διανέμονται δωρεάν
2)    ποιες ενεργειακές επιλογές πρέπει να ακολουθηθούν, ακόμη κι αν, σε πρώτη φάση, δεν είναι οι πιο «αποδοτικές»
3)    πώς πρέπει να αναδιοργανωθεί το σύστημα των μεταφορών, με γνώμονα κριτήρια κοινωνικά και οικολογικά
4)    ποια μέτρα πρέπει να ληφθούν για να επιδιορθωθούν οι γιγαντιαίες περιβαλλοντικές ζημιές που αφήνει «ως κληρονομιά» ο καπιταλισμός.

Και ούτω καθ'εξής.....

Αυτή η μετάβαση θα οδηγούσε όχι μόνο σε ένα νέο μοντέλο παραγωγής και σε μια κοινωνία ισότητας και δημοκρατίας, αλλά επίσης θα οδηγούσε σε έναν εναλλακτικό τρόπο ζωής, σε έναν καινούριο πολιτισμό, οικοσοσιαλιστικό, πέρα από τη βασιλεία του χρήματος, πέρα από τις καταναλωτικές συνήθειες που εισάγονται τεχνητά από τη διαφήμιση, και πέρα από την επ' άπειρον παραγωγή καταναλωτικών αγαθών, επιβλαβών για το περιβάλλον (το αυτοκίνητο-του-ενός-ανθρώπου !!)
Μια ουτοπία; Κατά την ετυμολογική έννοια της λέξης («κανένα μέρος»), αναμφίβολα είναι. Αλλά εάν δεν πιστεύουμε, μαζί με τον Hegel, ότι «κάθε τι που είναι πραγματικό είναι λογικό και κάθε τι που είναι λογικό είναι πραγματικό», πώς να σκεφτούμε με έναν ουσιώδη ορθολογισμό αν δεν επικαλεστούμε ουτοπίες; Η ουτοπία είναι απαραίτητη για την κοινωνική αλλαγή, υπό τον όρο ότι είναι θεμελιωμένη πάνω στις αντιφάσεις της πραγματικότητας και πάνω σε αληθινά κοινωνικά κινήματα. Είναι ακριβώς η περίπτωση του οικοσοσιαλισμού, που προτείνει μια στρατηγική συμμαχίας ανάμεσα στους «κόκκινους» και τους «πράσινους», όχι με την στενή πολιτική έννοια, δηλ. ανάμεσα σε κόμματα σοσιαλδημοκρατικά και κόμματα πράσινα, αλλά με την ευρεία έννοια, δηλαδή ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και στο οικολογικό κίνημα – και με την έννοια της αλληλεγγύης προς τους καταπιεσμένους και τους εκμεταλλευθέντες του Νότου.
Αυτή η συμμαχία θα σημαίνει ότι η οικολογία εγκαταλείπει τα ρεύματα του αντι-ανθρωπιστικού νατουραλισμού/φυσιοκεντρισμού, καθώς και την αξίωσή της να υποκαθιστά την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Μια τέτοια σύγκλιση θα σημαίνει επίσης ότι ο μαρξισμός θα απαλλαγεί από τον παραγωγισμό, και θα προβεί σε μια αντικατάσταση : θα αντικαταστήσει το μηχανιστικό σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και στις παραγωγικές σχέσεις που την εμποδίζουν, με μια ιδέα πολύ πιο γόνιμη. Τον μετασχηματισμό των δυνητικά παραγωγικών δυνάμεων, σε δυνάμεις πραγματικά καταστροφικές.
Η επαναστατική ουτοπικότητα ενός πράσινου σοσιαλισμού ή ενός ηλιακού κομμουνισμού δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε από τώρα να ενεργήσουμε προς την κατεύθυνση αυτή. Το να μην έχουμε ψευδαισθήσεις περί της δυνατότητας να «οικολογικοποιήσουμε» τον καπιταλισμό, δεν πάει να πει ότι δεν μπορεί να αρχίσει η μάχη για άμεσες μεταρρυθμίσεις. Για παράδειγμα, ορισμένες μορφές οικο-φόρων μπορούν να είναι χρήσιμες, υπό τον όρο ότι θα διέπονται από μία λογική κοινωνικής ισονομίας (θα πρέπει να πληρώνουν οι μολύνοντες και όχι οι καταναλωτές) και ότι θα απαλλαγούμε από τον μύθο του οικονομικού υπολογισμού του «εμπορικού κόστους» που έχουν οι οικολογικές καταστροφές : υπάρχουν μεταβλητές που είναι αδύνατο να αποτιμηθούν με χρηματικά κριτήρια. Έχουμε απελπιστικά ανάγκη να κερδίσουμε χρόνο, να παλέψουμε άμεσα για την απαγόρευση των τετραχλωρανθράκων (CFCs) που καταστρέφουν το στρώμα του όζοντος, για ένα μορατόριουμ πάνω στα γενετικά τροποποιημένα, για σοβαρούς περιορισμούς της εκπομπής των αερίων που είναι υπεύθυνα για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», για να ευνοήσουμε τις δημόσιες συγκοινωνίες σε σχέση με το αυτοκίνητο-του-ενός-ανθρώπου που είναι ρυπαντικό και αντικοινωνικό.
Η παγίδα που ελλοχεύει στο πεδίο αυτό είναι να δούμε αυτές τις διεκδικήσεις να λαμβάνονται μεν σοβαρά υπ' όψιν από τυπικής πλευράς, αλλά τελικά να αποστερούνται από το περιεχόμενό τους. Ένα τυπικό παράδειγμα αυτού είναι η Συνθήκη του Κυότο, για την κλιματική αλλαγή, που προέβλεπε μια ελάχιστη επιβεβλημένη μείωση, της τάξης του 5% σε σχέση με το 1990 – ήδη πολύ μικρή για να επιτρέπει αποδοτικά αποτελέσματα – για την εκπομπή των αερίων των υπευθύνων για την υπερθέρμανση του πλανήτη. Όπως λέγεται, οι Η.Π.Α., η κύρια υπερδύναμη που ευθύνεται για την εκπομπή τέτοιων αερίων, έχουν αρνηθεί με επιμονή να υπογράψουν τη Συνθήκη. Όσο για την Ευρώπη, την Ιαπωνία και τον Καναδά, έχουν υπογράψει τη Συνθήκη, αφού όμως επέβαλλαν ρήτρες – την περίφημη «αγορά δικαιωμάτων εκπομπής» ή την αναγνώριση των αυτοαποκαλούμενων «πηγών άνθρακα» - οι οποίες μειώνουν κατά πολύ την, ήδη περιορισμένη, εμβέλεια της Συνθήκης. Αντί για τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της ανθρωπότητας, υπερίσχυσαν αυτά, τα κοντόφθαλμα, των πολυεθνικών του πετρελαίου και των τραστ της αυτοκινητοβιομηχανίας.
Η μάχη για τις οικο-κοινωνικές μεταρρυθμίσεις μπορεί να είναι φορέας μιας δυναμικής των αλλαγών, μιας «μετάβασης» από τα μικρής κλίμακας αιτήματα στα μεγάλης κλίμακας προγράμματα, υπό τον όρο ότι θα αντιταχθούμε στα επιχειρήματα και τις πιέσεις των κυρίαρχων συμφερόντων, που τίθενται στο όνομα των «κανόνων του εμπορίου», της «ανταγωνιστικότητας» ή του «εκσυγχρονισμού».
Ορισμένα άμεσα αιτήματα είναι ήδη ή μπορούν τάχιστα να γίνουν, σημεία σύγκλισης ανάμεσα σε κοινωνικά και σε οικολογικά κινήματα, συνδικάτα και υπερασπιστές του περιβάλλοντος, «κόκκινους» και «πράσινους». Τέτοια αιτήματα είναι:
  • Η προαγωγή των μέσων μαζικής μεταφοράς – τραίνα, μετρό, λεωφορεία, τραμ – που να είναι φθηνά ή και δωρεάν, ως εναλλακτική λύση στον αποπνιγμό και την μόλυνση των πόλεων και της υπαίθρου από το εξατομικευμένο αυτοκίνητο και από το οδικό σύστημα μεταφοράς.
  • Η πάλη ενάντια στο σύστημα δανεισμού και τις υπερ-φιλελεύθερες «τροποποιήσεις» αυτού, που επιβάλλει το ΔΝΤ και η Παγκόσμια Τράπεζα στις χώρες του Νότου, με δραματικές κοινωνικές και οικολογικές συνέπειες : μαζική ανεργία, καταστροφή της κοινωνικής πρόνοιας και των καλλιεργειών που γίνονται για τροφή, καταστροφή των φυσικών πόρων για εξαγωγές.
  • Η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας, ενάντια στη μόλυνση του αέρα, του νερού (π.χ. των υδροφόρων στρωμάτων) ή της τροφής από την απληστία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
  • Η ελάττωση του χρόνου εργασίας ως απάντηση στην ανεργία και ως όραμα για μια κοινωνία που ευνοεί τον ελεύθερο χρόνο έναντι της συγκέντρωσης υλικών αγαθών.

Βέβαια, στη μάχη για έναν καινούριο πολιτισμό, που να είναι και πιο ανθρωπιστικός και συνάμα να σέβεται πιο πολύ τη Φύση, πρέπει να συμμετάσχει το σύνολο των κοινωνικών κινημάτων χειραφέτησης. Όπως το λέει πολύ ωραία ο Jorge Riechmann«Αυτή η προσπάθεια δεν μπορεί να αρνηθεί τη συμμετοχή σε κανένα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου : ούτε στο κόκκινο του εργατικού αντικαπιταλιστικού και κινήματος που ζητά και ισότητα, ούτε στο μενεξεδί της πάλης για την απελευθέρωση της γυναίκας, ούτε στο άσπρο των μη-βίαιων κινημάτων ειρήνης, ούτε στο μαύρο των αντι-αυταρχικών ρευμάτων των αναρχικών και αντι-εξουσιαστών, και ακόμη περισσότερο ούτε στο πράσινο της πάλης για μια ανθρωπότητα δίκαιη και ελεύθερη, που θα ζει σε έναν κατοικήσιμο πλανήτη».
Η σοσιαλιστική οικολογία έχει γίνει μία δύναμη κοινωνική και πολιτική που είναι παρούσα στον πολιτικό χάρτη, στις περισσότερες από τις ευρωπαϊκές χώρες, κι επίσης, ως ένα βαθμό και στις Η.Π.Α. Αλλά τίποτε δεν θα ήταν πιο λαθεμένο από το να θεωρηθεί ότι τα οικολογικά ζητήματα απασχολούν μόνο τις χώρες του «Βορά» – ότι είναι δηλαδή μια πολυτέλεια που έχουν οι πλούσιες κοινωνίες. Ολοένα και περισσότερο αναπτύσσονται στις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού – δηλαδή στο «Νότο» - κοινωνικά κινήματα με οικολογική διάσταση.
Αυτά τα κινήματα αντιδρούν στην αυξανόμενη επιδείνωση των οικολογικών προβλημάτων της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, που είναι συνέπεια μιας πολιτικής που απελευθέρωσε την «εξαγωγή της μόλυνσης», από πλευράς ιμπεριαλιστικών χωρών. Αυτή η πολιτική έχει εξάλλου μια ακαταμάχητη οικονομική «νομιμοποίηση» - ιδωμένη από την σκοπιά της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς – η οποία πρόσφατα διατυπώθηκε από έναν επιφανή ειδήμονα της Παγκόσμιας Τράπεζας, τον κύριο Lawrence Summers : οι φτωχοί κοστίζουν λιγότερο !! Για να διατυπώσουμε τα ακριβή του λόγια : «το μέτρο του κόστους που προκαλεί η μόλυνση, αναφορικά με την υγεία, είναι συναρτημένο με τις αποδόσεις που χάθηκαν εξαιτίας της αυξημένης νοσηρότητας και θνησιμότητας. Από την άποψη αυτή μια δεδομένη ποσότητα μόλυνσης, επιβλαβούς για την υγεία θα έπρεπε να υλοποιείται στις χώρες με το μικρότερο κόστος, δηλαδή στις χώρες με τους πιο χαμηλούς μισθούς». Μία εξαιρετικά κυνική διατύπωση που φανερώνει πολύ καλύτερα τη λογική του παγκοσμίου κεφαλαίου, από ό,τι όλες οι παρηγορητικές/καθησυχαστικές διαλέξεις περί «ανάπτυξης» που δίνονται από τα διεθνή οικονομικά ινστιτούτα.
Βλέπει κανείς ακόμα να κάνουν την εμφάνισή τους στις χώρες του Νότου, κινήματα τα οποία ο J. Martinez- Alier ονομάζει «η οικολογία των φτωχών» ή ακόμη και «οικολογικό νεο-ναροντνισμό». Πρόκειται για λαϊκές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της αγροτικής γεωργίας, καθώς και της κοινής για όλους πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, αγαθά τα οποία απειλούνται από την επιθετική επέκταση της αγοράς (ή του κράτους). Ομοίως πρόκειται για την πάλη ενάντια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος που άμεσα πηγάζει από τις άνισες συναλλαγές, από την εξαρτημένη βιομηχανοποίηση, από τις γενετικές τροποποιήσεις και από την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ύπαιθρο (τις «αγρο-business»). Συχνά τα κινήματα αυτά δεν αυτο-προσδιορίζονται ως οικολογικά, αλλά ο αγώνας τους έχει τουλάχιστον μία (ή και πιο πολλές) καθαρά οικολογική συνιστώσα/διάσταση.
Είναι αυτονόητο ότι τα κινήματα αυτής της κατηγορίας, δεν αντιτίθενται στις βελτιώσεις της ζωής που επιφέρει η τεχνολογική πρόοδος : αντιθέτως, τα αιτήματα για ηλεκτροδότηση, για τρεχούμενο νερό, για οργανωμένο αποχετευτικό δίκτυο, και για πολλαπλασιασμό των ιατρικών κέντρων, φιγουράρουν σε περίοπτη θέση στην πλατφόρμα των διεκδικήσεών τους. Αυτό που αρνούνται τα κινήματα αυτά, είναι η μόλυνση και η καταστροφή του φυσικού τους ενδιαιτήματος, στο όνομα των «νόμων της αγοράς» και των απαιτήσεων/επιταγών της καπιταλιστικής «ανάπτυξης».
Ένα πρόσφατο κείμενο ενός εκ των επικεφαλών του κινήματος αυτού, του Περουβιανού αγρότη Hugo Blanco, εκφράζει αξιοπρόσεκτα το νόημα αυτής της «οικολογίας των φτωχών»: "Σε μια πρώτη ανάγνωση, οι υπερασπιστές του περιβάλλοντος ή οι υπέρμαχοι της διατήρησής του, εμφανίζονται σαν κάποιοι τύποι ευγενείς, ελαφρώς τρελοί, των οποίων ο κύριος σκοπός στη ζωή είναι να εμποδίσουν την εξαφάνιση της μπλε φάλαινας ή της αρκούδας «πάντα». Ο κοινός άνθρωπος έχει πολύ σημαντικότερα πράγματα να ασχοληθεί, όπως για παράδειγμα πώς θα βγάλει το καθημερινό του ψωμί. (...) Παρ' όλα αυτά, υπάρχει στο Περού ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων, που είναι υπερασπιστές του περιβάλλοντος. Βέβαια εάν τους πει κανείς, «είστε οικολόγοι», θα του απαντήσουν πιθανότατα «οικολόγος είσαι και φαίνεσαι»... Και όμως : οι κάτοικοι της πόλης του Ίλο και των γύρω χωριών, όταν μάχονται ενάντια στη μόλυνση που παράγεται από την Εταιρεία Χαλκού του Νότιου Περού, δεν είναι υπέρμαχοι του περιβάλλοντος; (...) Και οι ιθαγενείς του Αμαζονίου, δεν είναι ολοκληρωτικά οικολόγοι, όταν είναι έτοιμοι να πεθάνουν για να υπερασπίσουν τα δάση τους από την εξαφάνιση; Όμοια οικολόγοι είναι όλοι οι φτωχοί κάτοικοι της Λίμα, εφ' όσον διαμαρτύρονται έντονα για τη μόλυνση των νερών τους".
Ανάμεσα στις αναρίθμητες εκδηλώσεις της «οικολογίας των φτωχών», ένα κίνημα δείχνει εξαιρετικά χαρακτηριστικό, λόγω της εμβέλειας που έχει ώστε να είναι συνάμα κοινωνικό και οικολογικό, τοπικό και οικουμενικό, «κόκκινο» και «πράσινο» : ο αγώνας του Chico Mendes και της Συμμαχίας των Ανθρώπων του Δάσους, για την υπεράσπιση του Αμαζονίου της Βραζιλίας από το καταστροφικό έργο των μεγάλων γαιοκτημόνων και των πολυεθνικών γεωργικών επιχειρήσεων.
Ας θυμηθούμε συνοπτικά τις κυριότερες στιγμές όλης αυτής της σύγκρουσης : Στρατευμένος συνδικαλιστής, ενταγμένος στην Ενιαία Ομοσπονδία Εργατών και οπαδός του καινούριου σοσιαλιστικού κινήματος, που εκπροσωπούταν από το Εργατικό Κόμμα της Βραζιλίας, ο Chico Mendes οργανώνει, στις αρχές της δεκαετίας του '80, καταλήψεις της γης από τους αγρότες που ζουν από τη συλλογή του καουτσούκ (τους λεγόμενους seringueiros). Οι καταλήψεις αυτές είχαν στόχο να αντιταχθούν στους μεγάλους γαιοκτήμονες, που έστελναν τις μπουλντόζες τους να αποψιλώσουν το δάσος, με στόχο να το αντικαταστήσουν με βοσκότοπους. Σε μια δεύτερη φάση, ο Mendes επιτυγχάνει να συνενώσει τους χωρικούς, τους αγρότες, τους seringueiros, τους συνδικαλιστές και τις ιθαγενείς φυλές του Βραζιλιανού Αμαζονίου – με στήριγμα τις κοινότητες που είχαν ως βάση την Εκκλησία – στην επονομαζόμενη  Συμμαχία των Ανθρώπων του Δάσους, κάνοντας έτσι να αποτύχουν πολλές προσπάθειες αποδασοποίησης. Ο διεθνής απόηχος των δράσεών του, τον καθιστά άξιο να του απονεμηθεί, το 1987, το Παγκόσμιο Οικολογικό Βραβείο, αλλά λίγο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1988, οι μεγαλογαιοκτήμονες τον κάνουν να πληρώσει πολύ ακριβά τους αγώνες του, σκοτώνοντάς τον με πληρωμένους δολοφόνους. (Μάλιστα, η αδελφή Dorothy Stang, που ήταν μια από τις συνεχίστριες του οικολογικού αγώνα του Mendes στον Αμαζόνιο, δολοφονήθηκε κι αυτή πολύ πρόσφατα, στις 12 Φεβρουαρίου του 2005, πάλι από πληρωμένους δολοφόνους της περιοχής).
Παρ' όλα αυτά, το κίνημα αυτό, με τη διασύνδεση που επέτυχε ανάμεσα σε σοσιαλισμό και οικολογία, με τον κοινό αγώνα αγροτών και ιθαγενών, με το στόχο που είχε δηλαδή την επιβίωση των τοπικών πληθυσμών και την υπεράσπιση ενός παγκόσμιας εμβέλειας διακυβεύματος (δηλ. την διατήρηση του τελευταίου μεγάλου τροπικού δάσους στον πλανήτη), μπορεί σαν κίνημα να αποτελέσει το παράδειγμα για μελλοντικές λαϊκές κινητοποιήσεις στο «Νότο».
Σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, η σοσιαλιστική οικολογία έχει γίνει ένα από τα πιο βασικά συστατικά του πλατύτερου κινήματος ενάντια στην νεο-φιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η οποία αναπτύσσεται αυτή τη στιγμή το ίδιο έντονα και στο Βόρειο και στο Νότιο Ημισφαίριο του πλανήτη. Η μαζική παρουσία οικολόγων ήταν ένα από τα πιο χτυπητά χαρακτηριστικά των μεγάλων διαδηλώσεων στο Seattle, ενάντια στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το 1999. Και κατά τη διάρκεια του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ του Porto Allegre το 2001, μία από τις πιο δυνατές συμβολικές πράξεις του όλου γεγονότος ήταν η επιχείρηση που διεξήγαγαν από κοινού οι ακτιβιστές του Κινήματος των Ακτημόνων Αγροτών (Κ.Α.Α.) της Βραζιλίας, και της Γαλλικής Αγροτικής Συνομοσπονδίας του José Bové.
H επιχείρηση συνίστατο στο ξερρίζωμα μιας ολόκληρης φυτείας με μεταλλαγμένο καλαμπόκι που διατηρούσε εκεί η πολυεθνική Monsanto. Η μάχη ενάντια στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των γενετικά τροποποιημένων, κινητοποιεί, στη Βραζιλία, στη Γαλλία και σε άλλες χώρες, όχι μόνο το οικολογικό κίνημα, αλλά επίσης το αγροτικό κίνημα, καθώς και ένα μέρος της αριστεράς, με τη συμπάθεια και της κοινής γνώμης, η οποία ανησυχεί για τις απρόβλεπτες συνέπειες των γενετικών τροποποιήσεων στη δημόσια υγεία και στο φυσικό περιβάλλον. Η πάλη ενάντια στην εμπορευματοποίηση του πλανήτη, η υπεράσπιση του περιβάλλοντος, η αντίσταση στη δικτατορία των πολυεθνικών και η μάχη για την οικολογία, είναι στενά συνδεδεμένες  με τη σκέψη και τις πρακτικές του οικουμενικού κινήματος ενάντια στην φιλελεύθερη  και καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση.