Οι δραστηριότητες που έχουν άμεση σχέση με την παραγωγή ενέργειας και τις μεταφορές ή/και οι γεωργικές δραστηριότητες που συμβάλλουν στη μεγάλης κλίμακας καταστροφή των δασών, αποτελούν την βασική αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Οι δραστηριότητες αυτές ευθύνονται για την έκλυση στην ατμόσφαιρα 7 δισεκατομμυρίων τόνων αερίων ανά έτος (CO2, CH4, N2Ο) τα οποία έχουν καταλυτική επίδραση στο «Φαινόμενο του Θερμοκηπίου». Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της ποσότητας δεν μπορεί να απορροφηθεί/ανκυκλωθεί από τους ωκεανούς ή τα δάση με αποτέλεσμα το Φαινόμενο του Θερμοκηπίου το οποίο διατηρεί τη θερμοκρασία του πλανήτη σε επίπεδα που επιτρέπουν τη διατήρηση της ζωής, να γίνει εντελώς ανεξέλεγκτο, διαταράσσοντας το κλιματικό σύστημα του πλανήτη.
Η υπερθέρμανση αποτελεί μία μόνο από τις όψεις του προβλήματος. Οι διαταραχές του υδρολογικού κύκλου αποτελούν επίσης μια σημαντική αιτία ανησυχίας, καθώς προκαλούν μεταβολές στο ρυθμό εξάτμισης των υδάτινων μαζών και στον κύκλο των βροχών, αυξάνοντας τον αριθμό και την ένταση των τροπικών καταιγίδων.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις των επιστημόνων, αυτές οι κλιματικές διαταραχές μπορεί να συνδυαστούν με τη συνεχιζόμενη μείωση του ποσοστού του στρατοσφαιρικού όζοντος το οποίο θα έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του ποσοστού των υπεριωδών ακτίνων του ήλιου που θα φτάνουν στην επιφάνεια της γης. Οι υπεριώδεις ακτίνες του ήλιου (UV-B) προκαλούν μεταξύ άλλων αύξηση του ποσοστού των καρκινοπαθειών του δέρματος.
Η καταστροφή του στρώματος του στρατοσφαιρικού όζοντος οφείλεται στην επίδραση οργανικών αλογονούχων ενώσεων (χλωροφθοράνθρακες-CFCs) που για πάρα πολλά χρόνια χρησιμοποιούσε η βιομηχανία στα ψυγεία ή και ως προωθητικό αέριο (σπρέυ). Μολονότι αυτές οι ουσίες έχουν απαγορευθεί, η καταστροφική επίδραση των CFCs που έχουν ήδη εκλυθεί στην ατμόσφαιρα προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι το 2060.
Η Διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ για τις κλιματικές αλλαγές (IPCC) υπολόγισε ότι τον 20ο αιώνα η αύξηση της θερμοκρασίας στο πλανήτη ήταν 0,6 0C κατά μέσο όρο. Τον 21ο αιώνα και έως το 2095, η IPCC προβλέπει ότι η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη θα κυμανθεί από 1,1 ως 6,4 0C και ότι η στάθμη της θάλασσας θα ανέβει έως και 80 cm. Η έκθεση της επιτροπής που συντάχθηκε στη σύνοδο του Παρισιού (2/2/2007) επιβεβαίωσε τις εξής δυσοίωνες προβλέψεις:
• επέκταση της ερήμου και μείωση της αγροτικής παραγωγής στην Αφρική με μαζικές μετακινήσεις πληθυσμών λόγω έλλειψης νερού (οικολογικοί πρόσφυγες),
• πλημμύρες και ξηρασίες στη Λατινική Αμερική,
• λειψυδρία στην Αυστραλία, τη Νέα Ζηλανδία και σε άλλες περιοχές του πλανήτη όπου θα επηρεαστούν 2,8 δισεκατομύρια άνθρωποι,
• διάβρωση των ανατολικών ακτών των Ηνωμένων Πολιτειών,
• εκτεταμένες πλημμύρες – καύσωνες και απρόσμενο ψύχος στην Ευρώπη,
• εξάπλωση της ελονοσίας στην Αφρική και Αμερική,
και επιπλέον η επιτροπή κατάθεσε νέα ευρήματα όπως:
• αν η υπερθέρμανση διατηρηθεί, στους επόμενους αιώνες υπάρχει το ενδεχόμενο να λειώσουν τα ανώτερα στρώματα των πάγων της Γροιλανδίας γεγονός που θα οδηγήσει σε άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατά 6 – 7 μέτρα,
• αύξηση της λεγόμενης «κλιματικής ευαισθησίας» δηλαδή του τρόπου με τον οποίο το κλίμα θα αντιδράσει στο διπλασιασμό της συγκέντρωσης αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα.
Οι διαταραχές στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς του περιβάλλοντος του πλανήτη θα γίνονται αισθητές καθ' όλη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την επιτακτική ανάγκη να ενσωματωθούν τα οικολογικά προτάγματα στην προοπτική μιας νέας οργάνωσης των κοινωνιών.
Τα οικονομικά συμφέροντα των πολυεθνικών επιβάλλουν την ολοένα και με ταχύτερους ρυθμούς εφαρμογή νέων τεχνικών παραγωγής χωρίς καμία προηγούμενη αξιολόγηση των συνεπειών τους που αποδεδειγμένα επιφέρουν ανεπανόρθωτες καταστροφές στο περιβάλλον.
Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα αύξησε κατά πολύ το επίπεδο εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων υπονομεύοντας σοβαρά την υγεία όχι μόνο των εργαζομένων στα εργοστάσια αλλά και γενικά όλων των κατοίκων των πόλεων. Εξαπολύθηκε μια καθολική επίθεση στη φύση με σκοπό την όσο δυνατόν αποδοτικότερη εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, γεγονός που κλόνισε τις οικολογικές ισορροπίες.
Και όμως η οικολογική κρίση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι η γραμμική έκβαση της βιομηχανικής ανάπτυξης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Είναι αποτέλεσμα ενός ποιοτικού άλματος που έχει άμεση σχέση με τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου και με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας που τροφοδοτήθηκε από την εντατικοποίηση της γεωργίας.
Από τη δεκαετία του 1970, το ποιοτικό αυτό άλμα έχει αποκτήσει ακόμη πιο εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω της ανεξέλεγκτης εκβιομηχάνισης του «Τρίτου Κόσμου».
Η οικολογική κρίση, αν και δημιουργεί νέα προβλήματα που αναζητούν άμεση λύση, δεν βάζει στο περιθώριο τα παραδοσιακά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Αντίθετα όλα τα στοιχεία της κρίσης είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους.
Η οικολογική κρίση είναι ένα φαινόμενο που συνεχώς εξαπλώνεται και οδηγεί, προς το παρόν, σε τοπικές καταστροφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταστροφές αυτές είναι μη αναστρέψιμες, σ' άλλες περιπτώσεις είναι δυνατόν να αναστραφούν είτε βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Αυτό εξαρτάται από τις συνειδητές επιλογές που θα κάνουν οι ανθρώπινες κοινωνίες, δηλαδή σε τελική ανάλυση από την έκβαση των ταξικών συγκρούσεων..
Μολονότι δε μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της φύσης, ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με τη φύση και τις εξελικτικές της διαδικασίες. Για το κεφάλαιο, μόνο η ποσοτική σχέση μεταξύ χρόνου εργασίας και χρήματος, στο πλαίσιο του νόμου της αξίας, έχει σημασία. Οι ποιοτικές σχέσεις δε λαμβάνονται υπόψη.
Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται στην ολοκλήρωση των διαδικασιών του οικονομικού κύκλου στο μικρότερο δυνατό χρόνο με σκοπό να αποσβεστεί το κεφάλαιο που έχει επενδυθεί. Αυτό έρχεται σε αντίθεση με τους σταθερούς χρόνους ανανέωσης των φυσικών πόρων (των βιογεωχημικών κύκλων) οι οποίοι έχουν σταθερούς χρόνους διάρκειας πολλές φορές χιλιάδων ετών. Η χρονική ασυμβατότητα του οικονομικού με τους βιογεωχημικούς κύκλους είναι η αιτία της οικολογικής κρίσης.
Θα πρέπει οι εργαζόμενοι να συνειδητοποιήσουν ότι δεν είναι η έλλειψη λογικής του συστήματος που προκαλεί την καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά η ίδια η λογική που βρίσκεται πίσω από το καπιταλιστικό σύστημα παραγωγής. Γι' αυτό οι διακηρύξεις για μια «αειφόρο ανάπτυξη», δε μπορεί παρά να διαψεύδονται από τη λογική του κεφαλαίου: «αειφόρος ανάπτυξη» και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία.
Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της ρύπανσης των νερών, της ατμόσφαιρας και του εδάφους, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις αποποιούνται των ευθυνών τους με συνέπεια το περιβάλλον να πληρώνει το τίμημα. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός οδηγεί σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής, αποκαλύπτοντας ότι μια σημαντική ποσότητα πρώτων υλών έχει επενδυθεί σε προϊόντα που δε μπορούν να πουληθούν.
Ο έλεγχος της οικολογικής κρίσης απαιτεί χρόνο και επενδύσεις που θα σήμαιναν την αναίρεση βασικών θεωρήσεων για τον κύκλο του κεφαλαίου. Ακριβώς όπως και στις κλασικές οικονομικές κρίσεις, οι εργαζόμενοι καλούνται να φέρουν το μεγαλύτερο βάρος το οποίο τώρα είναι πολλαπλάσιο με δεδομένη την αλληλεπίδραση της οικονομικής κρίσης με την οικολογική.
Η συνειδητοποίηση της οικολογικής κρίσης έχει ως αποτέλεσμα την αμφισβήτηση της ιδέας ότι ο καπιταλισμός είναι ικανός να εγγυηθεί τη συνεχή «πρόοδο για όλους» και ότι η καταλήστευση της φύσης είναι αναγκαία καθώς και ότι όλα τα προβλήματα που έχουν σχέση με αυτήν μπορούν να λυθούν.
Τα τελευταία χρόνια, έχουν αρχίσει να εμφανίζονται διάφορα οικονομικά προγράμματα σχετικά με την «οικολογική οικονομία της αγοράς». Μέχρι αυτή τη στιγμή όμως, οι απόπειρες ανα-προσανατολισμού του καπιταλισμού σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία δεν έχουν ξεπεράσει το στάδιο του ευχολόγιου για τον απλούστατο λόγο, όπως τονίστηκε και παραπάνω, ότι η λογική του κέρδους είναι εντελώς ασύμβατη με μια πολιτική σεβασμού της φύσης και των λειτουργιών της.
Πρέπει να τονισθεί ότι ένα σημαντικό στοιχείο της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής επίθεσης, είναι να διαλύσει την ανατρεπτική δύναμη της οικολογικής κριτικής, η οποία αποτελεί πρόκληση για το σύνολο της λειτουργίας του συστήματος.
Η νεοφιλελεύθερη επίθεση στοχεύει στην αποκατάσταση του κύρους της άποψης ότι η αγορά είναι το αποκλειστικό μέσο για μια πολιτική κατά της ρύπανσης. Αυτή η άποψη όπως και η θέση σύμφωνα με την οποία η προστασία του περιβάλλοντος θα μπορούσε να γίνει η ατμομηχανή για «ένα εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής οικονομίας» αποτελούν τις νέες θεωρητικές προκλήσεις για το ριζοσπαστικό αντικαπιταλιστικό οικολογικό κίνημα.