ΣΥΝΗΓΟΡΙΑ ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΟ ΥΛΙΣΜΟ του Κώστα Σκορδούλη

Στο ιδρυτικό συνέδριο του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία, τέθηκε σε ψηφοφορία το ερώτημα ποιά είναι η μελλοντική κοινωνία που θέλουμε. Η πρόταση για μια «οικοσοσιαλιστική κοινωνία» ήταν μεταξύ αυτών που προτάθηκαν, γεγονός που δείχνει ότι η θέση για ένα οικολογικό σοσιαλισμό τείνει να ενταχθεί στον προγραμματικό λόγο της αριστεράς έχοντας υπερβεί τα όρια της ακαδημαϊκής συζήτησης.

Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα θεωρητικά ζητήματα που αφορούν τη σύνθεση του μαρξισμού με την ριζοσπαστική οικολογική σκέψη έχουν λυθεί ή ότι έχει υπάρξει μια γενικότερη συμφωνία σε μια σειρά από αντιπαραθέσεις που σημάδεψαν τις προηγούμενες δεκαετίες.

Σ’ αυτό το σημείωμα, σκοπεύω (α) να παρουσιάσω τις βασικές θέσεις που επιχειρούν να απαντήσουν σ’ αυτό που έχει αποκληθεί ως “η οικολογική πρόκληση στη μαρξιστική σκέψη” και (β) να συνηγορήσω υπέρ της ανάγκης για μιας νέα υλιστική αντίληψη της φύσης (οικολογικός υλισμός)

Ι.

Η θέση του James O’ Connor, ιδρυτή του ιστορικού περιοδικού “Capitalism, Nature, Socialism” (γνωστή και ως θέση για τη “δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού”) υποστηρίζει ότι εκτός από τη βασική αντίθεση μεταξύ παραγωγικών σχέσεων και παραγωγικών δυνάμεων, στον καπιταλισμό λειτουργεί και μια δεύτερη αντίθεση μεταξύ των σχέσεων παραγωγής και των συνθηκών παραγωγής. Η θεώρηση του O’ Connor βασίζεται στο έργο του Κ. Polanyi και αποδίδει την κρίση στην παράλληλη λειτουργία αυτής της δεύτερης αντίθεσης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.

Η θέση του John Bellamy Foster, εκδότη του περιοδικού “Monthly Review” (γνωστή και ως θέση της “μεταβολικής ασυνέχειας”) εστιάζει στη διαταραχή του θρεπτικού κύκλου για να εξηγήσει την κρίση. Υποστηρίζει ότι ο Μαρξ στο «Κεφάλαιο», επηρεασμένος από την Αγροχημεία του von Liebig αναφέρεται στον θρεπτικό κύκλο του εδάφους και εστιάζει στη σχέση του με τον χαρακτήρα της καπιταλιστικής γεωργίας. Η καπιταλιστική παραγωγή διαταράσσει τη μεταβολική αλληλόδραση μεταξύ ανθρώπου και γης. Η κρίση είναι το αποτέλεσμα της διαταραχής του θρεπτικού κύκλου εξαιτίας της φυσικής διάστασης ανθρώπου και καλλιεργήσιμης γης η οποία δημιούργησε την ανάγκη χρήσης όλο και περισσότερων συνθετικών λιπασμάτων.

Η θέση του Michael Lowy (εκ των συγγραφέων του οικοσοσιαλιστικού μανιφέστου) βασίζεται στον κριτικό μαρξισμό της σχολής της Φραγκφούρτης και υποστηρίζει ότι οφείλουμε να προχωρήσουμε σε μια κριτική του “παραγωγισμού” του Μαρξ, δηλαδή στην αντίληψη που αποπνέουν πολλά από τα κείμενά του για τη συνεχή και σταθερή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, και να υιοθετήσουμε μια κριτική στάση παρόμοια με αυτή στοχαστών όπως ο E. Bloch και ο W. Benjamin. Ταυτόχρονα χαρακτηρίζει ως υπερβολικές ορισμένες κριτικές των “πράσινων κύκλων” στο έργο του Μαρξ. Η κριτική των ρομαντικών του 19ου αιώνα και το έργο “Μονόδρομος” του Benjamin θεωρούνται αφετηριακά σημεία μιας οικολογικής κριτικής στον καπιταλισμό.

Οι θέσεις O’ Connor και Foster λειτουργούν σε μιά βάση επεξηγηματική (επεξηγούν την καπιταλιστική κρίση) και ταυτόχρονα διευρύνουν το πεδίο ισχύος της θεωρίας των κρίσεων του Μαρξ. Η θέση του Lowy εστιάζει στην “κριτική¨ διάσταση που υπάρχει στο έργο του Μαρξ αλλά και στην κριτική του ίδιου του έργου του Μαρξ.

Σε κάθε περίπτωση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι ο μαρξισμός δεν αποτελεί ένα ενιαίο σώμα (η διάσταση ανάμεσα στον “ επιστημονικό” μαρξισμό και στον “κριτικό” μαρξισμό είναι και σήμερα παρούσα) και επομένως είναι αδόκιμο να συζητάμε γενικά για τη “σύνθεση μαρξισμού κι οικολογίας”. Στο βαθμό δε που και η οικολογική σκέψη στη ριζοσπαστική εκδοχή της δεν είναι ενιαία (Οικολογία του Βάθους, Κοινωνική Οικολογία, Σοσιαλιστική Οικολογία, Οικοφεμινισμός για να αναφέρουμε τις βασικές συνιστώσες) τότε προφανώς ένας γενικός διακηρυκτικός λόγος για τη σύνθεση μαρξισμού και οικολογίας δεν έχει κανένα νόημα, αν προηγουμένως δεν έχουμε καθορίσει επακριβώς για ποιο μαρξισμό και για ποια οικολογία πρόκειται να συζητήσουμε.

ΙΙ.

Η ανάγκη για το συγκεκριμένο όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα, έχει οδηγήσει σε μια εκ νέου μελέτη του έργου του Μαρξ υπό την οπτική που θέτει η οικολογική προβληματική. Κεντρικό ζήτημα στη συζήτηση που αναπτύσσεται είναι η οντολογική αντικειμενικότητα της φύσης στο έργο του Μαρξ.

Έχουν περάσει πάνω από 35 χρόνια από την έκδοση του έργου του A. Schmidt “Η έννοια της Φύσης στον Μαρξ”, και σήμερα η συζήτηση ξανανοίγει με νέους όρους για να συζητήσουμε ιδέες όπως αυτές που αναπτύσσονται στην “Πολιτική της Φύσης” του B. Latour ή στην “Οικολογία χωρίς την Φύση” του S. Zizek (βλ. διάλεξη στην Αθήνα).

Στο υπόβαθρο αυτών των θεωρήσεων ενδημούν οι θεωρίες της κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας ο διάλογος με τις οποίες επιβάλλει τη συγκρότηση ενός φιλοσοφικού υλισμού με νέους όρους, ενός οικολογικού υλισμού που θα στηρίζεται κριτικά στην κλασική παράδοση αλλά και στον ριζοσπαστικό υλισμό των επιστημόνων (βλ. Levins, Lewontin, Gould κλπ).

Θεωρώ ότι ο J. B. Foster με το βιβλίο του «Η Οικολογία του Μαρξ: Υλισμός και Φύση» κάνει το πρώτο βήμα σ’ αυτή την κατεύθυνση.

Ο Επίκουρος εμφανίζεται ως κεντρική μορφή στον υλισμό του Marx στο έργο του J. B. Foster, ο οποίος δηλώνει ότι από τον Επίκουρο ο Marx, στη διδακτορική του διατριβή, ανέπτυξε την κριτική του στις τελεολογικές θεωρήσεις για τη φύση και την ανθρώπινη ιστορία. Μελετώντας τη φυσική φιλοσοφία του Επίκουρου, ο Marx υιοθετεί έναν μη ντετερμινιστικό υλισμό, θεμελιώνοντας μια υλιστική αντίληψη της φύσης, η οποία απορρίπτει την τελολογία και τις θεολογικές αντιλήψεις της φυσικής και κοινωνικής ύπαρξης.

Δυο όψεις του επικούρειου υλισμού είναι ιδιαίτερα σημαντικές για τον Marx: Πρώτον, η θεία παρέμβαση, κατευθυνόμενη ή όχι και κατά συνέπεια η απόλυτη αιτιοκρατία, όλες οι τελολογικές αρχές, έχουν αποβληθεί από τη θεώρηση για τη φύση. Η δημιουργία του κόσμου, μέσα από την κυματοειδή κίνηση του ατόμου, μπορεί να περιγραφεί μόνο με αναφορά στην ενδεχομενικότητα. Δεύτερον, η αναφορά στην κυματοειδή κίνηση του ατόμου αποτελεί πρόταση συλλογισμού πάνω στην αντικειμενικότητα της φύσης ανεξάρτητα από την ανθρώπινη σκέψη, σε αντίθεση με τη Χεγγελιανή διατύπωση.

Η μελέτη του Marx για τον αρχαίο και τα πρώιμα στάδια του σύγχρονου υλισμού τον έφερε να προσεγγίσει την επιστημονική κατανόηση του φυσικού κόσμου, και να επικεντρώσει σε έννοιες όπως η «εξέλιξη» και η «ανάδυση» (emergence) καθιστώντας τη φύση ως το σημείο εκκίνησης των θεωρήσεών του…..Ας θυμηθούμε ξανά την ιστορία με το «Κεφάλαιο» και το Δαρβίνο. Ενδεικτική της σκέψης του Marx είναι η αντίληψη, ότι η ύπαρξη της ύλης αποδεικνύεται μέσα από την αλλαγή, και αυτό δεν είναι τίποτε άλλο από την «εξέλιξη».

Για τον Marx, ο διαλεκτικός συλλογισμός μπορεί να θεωρηθεί ως ένα αναγκαίο στοιχείο της γνώσης, που προβάλλει από τον αναδυόμενο, προσωρινό χαρακτήρα της πραγματικότητας. Ο Marx ανέπτυξε ένα «διαλεκτικό νατουραλισμό», ο οποίος αποδέχεται μια διαλεκτική προσέγγιση στη μελέτη της φύσης όπως και της κοινωνίας. Η διαλεκτική θεώρηση της «εξέλιξης», δίνει στον Marx τα εφόδια για την υλιστική θεμελίωση των ερευνών του για την ανθρώπινη κοινωνία.

Ο οικολογικός υλισμός είναι ένα ερευνητικό πρόγραμμα σε εξέλιξη. Δεν παύει όμως να στηρίζεται σε ένα ορθολογικό φιλοσοφικό υλισμό με τρεις κύριες συνιστώσες:

Α. έναν οντολογικό υλισμό ο οποίος στηρίζει την εξάρτηση του κοινωνικού στο φυσικό ως μορφή «ανάδυσης» του κοινωνικού από το φυσικό

Β. έναν επιστημολογικό υλισμό ο οποίος στηρίζεται στην ανεξάρτητη ύπαρξη της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας και στην αιτιακή και νομοειδή συμπεριφορά των αντικειμένων της επιστημονικής σκέψης και

Γ. έναν υλισμό της πράξης που νοηματοδοτεί το συγκροτητικό ρόλο της ανθρώπινης δραστηριότητας στην αναπαραγωγή και στο μετασχηματισμό των κοινωνικών δομών.