ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ – J. O’ CONNOR

Σήμερα υπάρχουν τρεις γενικές κοινωνικοοικονομικές τάσεις που ευνοούν τη δυνατότητα ανάδειξης μιας κοκκινο-πράσινης πολιτικής.
Η πρώτη τάση είναι αυτή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, να διέρχεται μια διαδικασία "συσσώρευσης μέσω κρίσης", η οποία καθιστά φτωχούς δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους, καταστρέφει τις κοινότητες, υποβαθμίζει εκατοντάδες χιλιάδες οικολογικές περιοχές, και οξύνει διαρκώς την παγκόσμια οικολογική κρίση. Η κεφαλαιοκρατική συσσώρευση, η οποία υφίσταται την κρίση αυτή , αλλά και η οποία οδηγείται από την κρίση αυτή, καταστρέφει τις συνθήκες της παραγωγής, και δημιουργεί αφενός ολοένα αυξανόμενη ένδεια, ανεργία, ανισότητα, οικονομική αβεβαιότητα και περιθωριοποίηση, ενώ αφετέρου βλάπτει την ανθρώπινη υγεία (συχνά θανάσιμα), τις αστικές και αγροτικές κοινότητες και τα οικοσυστήματα. Η δεύτερη τάση είναι αυτή της ανάδειξης πολιτικών, περιβαλλοντικών, εργατικών, αγροτικών και άλλων κοινωνικών κινημάτων, που στοχεύουν στο να προασπίσουν τις συνθήκες παραγωγής και τις συνθήκες ζωής για τους εργάτες, τους αγρότες, τις γυναίκες, τις κοινότητες, καθώς και το περιβάλλον. Αυτά τα κινήματα κατηγοριοποιούνται με χιλιάδες τρόπους, εκτεινόμενα ιδεολογικά από το θρησκευτικό φονταμενταλισμό και τον αντιδραστικό εθνικισμό, μέχρι την παλαιού τύπου μαρξιστική-λενινιστική-μαοϊκή ένοπλη πάλη ή μέχρι το ευρύ φάσμα των «νέων κοινωνικών κινημάτων». Η τρίτη τάση είναι αυτή της πεποίθησης ότι οι λύσεις στην οικολογική κρίση οφείλουν να  έχουν ως προϋπόθεση τις λύσεις στην οικονομική κρίση (και στο πρόβλημα του παγκόσμιου κεφαλαίου γενικά) και αντιστρόφως. Η κοκκινο-πράσινη πολιτική προτάσσει την πεποίθηση ότι και οι δύο κατηγορίες των λύσεων προϋποθέτουν κάποιας μορφής οικολογικό σοσιαλισμό και κάποιας μορφής σοσιαλιστική οικολογία.
Ο οικολογικός σοσιαλισμός, με τη σειρά του, προϋποθέτει την ανάπτυξη μιας ηθελημένα παγκόσμιας ταξικής πολιτικής, πρώτον λόγω της αυξανόμενης οικονομικής κτήσης και εκμετάλλευσης, και δεύτερον, επειδή η οικολογική υποβάθμιση είναι όλο και περισσότερο ένα ταξικό ζήτημα (αλλά σπανίως είναι μόνο ένα ταξικό ζήτημα). Αυτό καταδεικνύεται, παραδείγματος χάριν, από την διόγκωση των κινημάτων για την περιβαλλοντική (αλλά και οικονομική και κοινωνική) δικαιοσύνη στο Βορρά και από τον "περιβαλλοντισμό των φτωχών" στο Νότο, εφ' όσον οι κυρίαρχες ομάδες οφείλουν ένα «οικολογικό χρέος» στις καταπιεσμένες μειονότητες και στον Τρίτο Κόσμο συνολικά, αντίστοιχα (επειδή η ευημερία των κυρίαρχων ομάδων στο Βορρά στηρίζεται εν μέρει στην οικολογική ζημία που υφίστανται οι μειονότητες τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο). Καταδεικνύεται επίσης από το γεγονός ότι οι σημερινοί εργατικοί αγώνες, οι αγώνες των κοινοτήτων, όπως και οι περιβαλλοντικοί αγώνες, επιδιώκουν να κάνουν τον εργασιακό χώρο έναν υγιέστερο και ασφαλέστερο χώρο, τόσο για τους εργαζομένους όσο και για τις κοινότητες, ως εκ τούτου παλεύουν για μεγαλύτερη επιρροή ή έλεγχο πάνω στην τεχνολογία, στις σχέσεις εργασίας, και στις συνθήκες της εργασίας γενικότερα. Οι εργατικές, οι κοινοτικές και οι περιβαλλοντικές ομάδες θέτουν υπό διαπραγμάτευση με διάφορους τρόπους (σιωπηρά εάν όχι και ρητά) τα κριτήρια της παραγωγής, η οποία βασίζεται στις αξίες της αγοράς και στο κέρδος. Επίσης, το ανθρώπινο εργατικό δυναμικό, η οργάνωση της κοινότητας και το φυσικό περιβάλλον αποτελούν όλα «όρους  της παραγωγής», και ως εκ τούτου είναι πολιτικοποιημένα και ρυθμιζόμενα με διάφορους τρόπους από το κράτος.
Στο μυαλό των περισσότερων ηγετών των εργατικών, κοινοτικών και περιβαλλοντικών κινημάτων, ο σοσιαλισμός (οποιουδήποτε τύπου) και η οικολογία παραμένουν αντικρουόμενες έννοιες. Οι σοσιαλιστές αντιμετωπίζονται ακόμα ως «παραγωγιστές», ενώ οι Πράσινοι ως «αντι-παραγωγιστές». Οι περισσότεροι σοσιαλιστές ακόμα θεωρούν ότι η οικολογία είναι απλά μια ιδεολογία λιτότητας ή είναι απλά ένα σύστημα που εξασφαλίζει τις βιοτικές ανέσεις για τη μεσαία και την ανώτερη μεσαία τάξη. Οι περισσότεροι Πράσινοι σκέφτονται ότι ο σοσιαλισμός είναι μια ιδεολογία που προάγει την ανάπτυξη χωρίς όριο ή τέλος. Το αποτέλεσμα είναι ότι : οι επιχειρηματίες και άλλες τέτοιες ομάδες χρησιμοποιούν τα ψεύτικα διλήμματα τύπου : "δουλειές ή περιβάλλον", "κεφαλαιοποίηση της γης και οικονομική ανάπτυξη ή αξίες της κοινότητας" και "οικονομική ανάπτυξη ή βιώσιμη κοινωνία", ως ένα πρακτικό σχήμα που τις βοηθά «να διαιρούν και να βασιλεύουν».
Ιστορικά, οι Δυτικοί σοσιαλιστές έχουν υποδείξει δύο τρόπους βελτίωσης των όρων εργασίας. Ο πρώτος είναι η πιο ισότιμη κατανομή του πλούτου και των εισοδημάτων. Ο δεύτερος είναι τα υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας και παραγωγής (που μερικές φορές έχουν αντιμετωπιστεί ως μια ικανή συνθήκη για περισσότερη ισότητα). Η μεγαλύτερη παραγωγικότητα είναι απαραίτητη για να δημιουργήσει περισσότερο ελεύθερο  χρόνο ή χρόνο αναψυχής. Η μεγαλύτερη παραγωγή απαιτείται για να επεκτείνει την οικονομική πίτα, ώστε να μειώσει τις απαιτήσεις  για μεγαλύτερο μερίδιο της πίτας που εγείρουν διάφορες κοινωνικές τάξεις. Αυτές οι δύο «θεραπείες» προσεγγίζουν ελαφρώς τα προγράμματα των παλαιών σοσιαλιστικών, σοσιαλδημοκρατικών, και εργατικών κομμάτων, όπως λειτούργησαν στα μέσα της δεκαετίας του '70 (και – σε μερικές χώρες – και στη δεκαετία του '80).
Υπάρχουν τουλάχιστον δύο σημαντικά προβλήματα σε αυτόν τον τρόπο σκέψης. Το  ένα είναι ότι σε μια καπιταλιστική κοινωνία (ανεξάρτητα από το πόσο «μετασχηματισμένη» είναι) μια δίκαιη κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος είναι σχεδόν σίγουρο ότι θα πλήξει τα οικονομικά συμφέροντα και επίσης θα προαγάγει την πολιτική αναταραχή εκ δεξιών, εξασθενίζοντας κατά συνέπεια την παραγωγικότητα και την παραγωγή. Το άλλο είναι ότι η διαρκώς επεκτεινόμενη παραγωγικότητα και παραγωγή προϋποθέτουν συνήθως ένα υψηλότερο (και όχι χαμηλότερο) επίπεδο εκμετάλλευσης της εργασίας, η οποία επίσης βασίζεται σε περισσότερη (και όχι σε λιγότερη) οικονομική ανισότητα.
Από την πλευρά τους, οι Πράσινοι επίσης προτείνουν δύο γενικούς τρόπους αντιμετώπισης της υποβάθμισης της φύσης. Ο πρώτος μοιάζει με αυτόν που προάγεται από τον εργατικό και παλαιού τύπου σοσιαλισμό: μία πιο σωστή κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος, έτσι ώστε η ένδειά τους να μην οδηγεί πλέον τους παραγωγούς στο να υποβαθμίζουν τη φύση για λόγους υλικών τους αναγκών. Ακόμα και στο Βορρά, οι περιβαλλοντολόγοι έχουν δείξει αυξημένη ευαισθησία σε θέματα δικαιοσύνης, επειδή ο αντίκτυπος των περιβαλλοντικών αλλοιώσεων είναι χαρακτηριστικά κυμαινόμενος: η ρύπανση των χώρων εργασίας και η μόλυνση από τοξικά απόβλητα έχουν δυσανάλογα μεγαλύτερες επιπτώσεις στις μειονότητες και στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα. Ο δεύτερος τρόπος θεραπείας είναι ο αντίθετος από αυτόν των εργατιστών και των σοσιαλιστών: αργή ανάπτυξη, καμία ανάπτυξη ή βιώσιμη ανάπτυξη (υπάρχουν διαφορετικές εκδοχές). Αργή ή καθόλου ανάπτυξη της παραγωγής μειώνει έντονα τη χρήση της φύσης ως «δεξαμενή» ή ως «χώρο υποδοχής αποβλήτων»  για την ανθρώπινη παραγωγή, και κατά συνέπεια (λένε) μειώνεται η χρήση και η εξάντληση των πόρων, καθώς και η κάθε μορφής ρύπανση.
Δεδομένου ότι μία σημαντικά πιο ισότιμη κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος θα έβλαπτε τα οικονομικά συμφέροντα, φαίνεται να ισχύει ότι η μεγαλύτερη ισότητα θα ελάττωνε την παραγωγή και θα επιβράδυνε το οικονομικό ρυθμό ανάπτυξης. Ιδωμένη υπό αυτό το πρίσμα, η πράσινη θέση είναι πλήρως συνεπής. Το πρόβλημα είναι ότι σε μια κεφαλαιοκρατική οικονομία, ένας χαμηλός –  ή μηδενικός – ρυθμός παραγωγής θα δημιουργούσε μια οικονομική κρίση, η οποία, με τη σειρά της, θα οδηγούσε σε περισσότερη οικολογική υποβάθμιση, δεδομένου ότι οι επιχειρήσεις θα πάσχιζαν να μειώσουν το κόστος λειτουργίας τους με όλους τους τρόπους. Μια συμμαχία μεταξύ των εργαζομένων (και των σοσιαλιστών) και των Πρασίνων σχετικά με την ανακατανομή του πλούτου και του εισοδήματος, μπορεί να είναι δυνατή. Αλλά στην καπιταλιστική οικονομία, μια τέτοια ανακατανομή θα έβλαπτε την παραγωγικότητα και την παραγωγή και θα γεννούσε την οικονομική κρίση, η οποία θα είχε αρνητικές επιπτώσεις και στους εργαζόμενους (και στους σοσιαλιστές) και στους Πράσινους.
Σαφώς, δεν υπάρχει κανένας τρόπος για να γίνει μια συμμαχία μεταξύ των εργαζομένων (και των σοσιαλιστών) και των Πρασίνων, δεδομένου του τρόπου με τον οποίο εντάσσεται σε πλαίσια συνήθως το όλο πρόβλημα. (Οι κύριες εξαιρέσεις είναι οι  συμμαχίες εργατών-κοινότητας ενάντια στη ρύπανση του εργασιακού χώρου και της κοινότητας.) Για τους Πράσινους, οι σοσιαλιστές είναι μέρος του προβλήματος, και όχι η λύση του. Για τους εργαζομένους και τους σοσιαλιστές, οι Πράσινοι είναι μέρος του προβλήματος, όχι η λύση. Οι πρώτοι συνδέουν τους Πράσινους με τις περικοπές και τη λιτότητα και οι τελευταίοι ταυτίζουν τους εργαζομένους και τους σοσιαλιστές με υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, και άρα με οικολογική μη-βιωσιμότητα. Η μόνη έξοδος από αυτή την παγίδα είναι να επανα-οριστεί η έννοια του παραγωγισμού: μια κοινωνία μπορεί να επιτύχει υψηλότερα επίπεδα παραγωγικότητας i) μέσω της αποδοτικότερης επαναχρησιμοποίησης, της ανακύκλωσης κλπ, των υλικών ii) μέσω της μείωσης της χρήσης ενέργειας και του πήγαινε-έλα στη δουλειά, μέσα σε μεταρρυθμισμένες πράσινες πόλεις, iii) μέσω της παρεμπόδισης του «μαγγανοπήγαδου των φυτοφαρμάκων» με τη χρήση της οργανικής γεωργίας, και ούτω καθεξής, πάντα με το σκεπτικό του να ενσωματώνει και κυρίως να απο-εμπορευματοποιεί τους εργαζομένους και τη γη.. Ο οικολογικός σοσιαλιστικός παραγωγισμός και η οικολογική ορθολογικότητα δεν είναι έτσι αμοιβαία ασύμβατα.
Ο "υπαρκτός σοσιαλισμός" στη θεωρία και την πρακτική του, έχει δηλωθεί από τους αντισοσιαλιστές αλλά και από πολλούς πρώην σοσιαλιστές, ότι είναι "νεκρός άμα τη  αφίξει" του. Στη θεωρία τους, οι μετα-Μαρξιστές θεωρητικοί της ριζοσπαστικής δημοκρατίας ολοκληρώνουν αυτό που θεωρούν ότι είναι η τελική αυτοψία του σοσιαλισμού. Στην πράξη, στο Βορρά, ο σοσιαλισμός εξέπεσε ως ένα είδος καπιταλισμού της ευημερίας. Στην Ανατολική Ευρώπη, η στιγμή για το δημοκρατικό σοσιαλισμό φαίνεται να χάνεται σχεδόν 30 έτη πριν και ο σοσιαλισμός έχει καταρριφθεί. Στο Νότο, οι περισσότερες σοσιαλιστικές χώρες εισάγουν στη λειτουργία τους τα συμφέροντα της αγοράς, μεταρρυθμίζοντας τις φορολογικές δομές τους και παίρνοντας άλλα μέτρα, με την ελπίδα ότι  θα τις βοηθήσουν βρουν τη θέση τους στην παγκόσμια αγορά. Παντού στη Γη, η οικονομία της αγοράς και οι φιλελεύθερες δημοκρατικές ιδέες από τα δεξιά, καθώς και οι ριζοσπαστικές δημοκρατικές ιδέες από τα αριστερά, φαίνονται να νικούν το σοσιαλισμό και τις σοσιαλιστικές ιδέες.
Εν τω μεταξύ, μια νέα ισχυρή δύναμη έχει εμφανιστεί στην παγκόσμια πολιτική, ένα  οικολογικό ή πράσινο κίνημα, που βάζει πρώτη προτεραιότητα τη Γη και καθιστά τη διατήρηση της οικολογικής ακεραιότητας του πλανήτη ως το πρωτεύον ζήτημα. Η ταυτόχρονη άνοδος της ελεύθερης αγοράς και των Πρασίνων, μαζί με την παρακμή του σοσιαλισμού, δείχνουν ότι ο καπιταλισμός έχει έναν σύμμαχο στον πόλεμό του ενάντια στο σοσιαλισμό. Αυτό πράγματι, φαίνεται ότι συμβαίνει. Οι περισσότεροι, εάν όχι όλοι, οι Πράσινοι απορρίπτουν το σοσιαλισμό, ως άσχετο με το πρόβλημα. Μερικοί Πράσινοι επιτίθενται στο σοσιαλισμό, θεωρώντας τον επικίνδυνο. Καταδικάζουν βιαστικά αυτούς για τους οποίους θεωρούν ότι προσπαθούν να προσαρτήσουν την οικολογία στο Μαρξισμό. Το διάσημο πράσινο σύνθημα «Ούτε αριστερά, ούτε δεξιά, αλλά έξω και μπροστά» μιλά από μόνο του.
Αλλά οι περισσότεροι Πράσινοι δεν είναι φίλοι ούτε του καπιταλισμού, όπως κάνει σαφές το πράσινο σύνθημα. Προκύπτει λοιπόν η ερώτηση : Με τι ή με ποιόν συμμαχούν οι Πράσινοι; Η πρόχειρη απάντηση είναι "με τους μικρούς αγρότες και με τις ανεξάρτητες επιχειρήσεις," δηλαδή με εκείνους που ονομάστηκαν "αγροτιά" και "μικροαστική τάξη". Επίσης με οραματιστές και σχεδιαστές «ανθρώπινων» πόλεων. Με τους τεχνοκράτες του «μικρό και ωραίο». Τέλος με τεχνίτες, με συνεταιρισμούς και με άλλους που απασχολούνται στην φιλική-προς-το-περιβάλλον παραγωγή. Στο Νότο, οι πράσινοι υποστηρίζουν χαρακτηριστικά την αποκεντρωμένη παραγωγή που οργανώνεται μέσα στην κοινοτική πολιτική του χωριού. Στο Βορρά, οι πράσινοι ταυτίζονται με τη δημοτική και την τοπική πολιτική πολλών και διαφόρων μορφών.
Για λόγους, οι περιβαλλοντιστές της επικρατούσας σήμερα τάσης, θα ονομαστούν "ιδεατά πράσινοι." Αυτοί οι οικολόγοι υποστηρίζουν περιβαλλοντικούς νόμους συμβατούς προς την αποδοτικότητα και την επέκταση του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως παραδείγματος χάριν : την διατήρηση των πόρων για να επιτευχθεί μακροπρόθεσμη αποδοτικότητα και την προσανατολισμένη στο κέρδος νομοθετική ρύθμιση ή νομική απαγόρευση της ρύπανσης. Συμμαχούν πάντα, χαρακτηριστικά, με τα εθνικά και διεθνή συμφέροντα. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, είναι περιβαλλοντικοί μεταρρυθμιστές, μέλη ομάδων επιρροής (lobbies), δικηγόροι, και άλλοι που σχετίζονται με τις περισσότερες από τις οργανώσεις οι οποίες αποτελούν τη διάσημη "Ομάδα των Δέκα".
Όσο για την οικολογία, αυτή παντού χρωματίζεται τουλάχιστον με το λαϊκισμό, μια πολιτική δυσαρέσκειας ενάντια όχι μόνο στις μεγάλες εταιρίες και στον εθνικό κεντρικό προγραμματισμό του κράτους, αλλά και ενάντια στον επικρατούντα περιβαλλοντισμό.
Η οικολογία (στην παρούσα χρήση της) συνδέεται έτσι με τον "τοπισμό", που παραδοσιακά έχει αντιταχθεί στις κεντροποιημένες δυνάμεις του καπιταλισμού. Εάν σκεφτούμε πολύ απλά, μπορούμε να καταλήξουμε ότι η οικολογία και ο τοπισμός, σε όλες τις ποικίλες μορφές τους, έχουν δράσει συνδυασμένα, για να αντιταχθούν και στον καπιταλισμό και στον σοσιαλισμό. Ο τοπισμός χρησιμοποιεί την οικολογία ως μέσο και η οικολογία χρησιμοποιεί το «όχημα» του τοπισμού. Είναι και οι δύο, ο ένας το περιεχόμενο αλλά και το πλαίσιο του άλλου. Ο αποκεντρωτισμός είναι μια έκφραση μίας – ορισμένου τύπου – κοινωνικής παραγωγικής σχέσης, η οποία συνδέεται ιστορικά με την, κερδισμένη από τον ίδιο τον ιδιοκτήτη, ιδιοκτησία και με τη μικρής κλίμακας επιχείρηση. Η οικολογία είναι μια έκφραση μίας ορισμένου τύπου σχέσης μεταξύ των ανθρώπινων όντων και της φύσης, μια σχέση που δίνει έμφαση στη βιοποικιλότητα, στην αρτιότητα των τοπικών και ευρύτερων οικοσυστημάτων και τα σχετικά. Ιδωμένα μαζί, η οικολογία και ο τοπισμός αποτελούν την πιο απτή πολιτική και οικονομική κριτική που ασκείται στον καπιταλισμό (και στον παραδοσιακό κρατικό σοσιαλισμό) στις μέρες μας.
Εκτός από το γεγονός ότι και η οικολογία και ο τοπισμός αντιτάσσονται στο παγκόσμιο κεφάλαιο και στο εθνικό κράτος, υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους εμφανίζονται να είναι φυσικοί σύμμαχοι. Πρώτον, η οικολογία τονίζει την εξειδίκευση, κατά περιοχή, της αλληλεπίδρασης μεταξύ ανθρώπινης υλικής δραστηριότητας και φύσης, ως εκ τούτου αντιμάχεται και την αφηρημένη αποτίμηση της φύσης που γίνεται από το κεφάλαιο και την ιδέα του κεντρικού προγραμματισμού της παραγωγής, καθώς επίσης και τις συγκεντρωτιστικές προσεγγίσεις στα παγκόσμια ζητήματα γενικά. Οι έννοιες της εξειδίκευσης κατά περιοχής, που θέτει η οικολογία, της τοπικής βιωσιμότητας ή της ημιαυτόνομης οικονομίας, των αρχών αυτοβοήθειας που διέπουν μια κοινότητα, και των άμεσων μορφών της δημοκρατίας, όλες φαίνονται να είναι ιδιαίτερα συναφείς.
Δεύτερον, η σοσιαλιστική έννοια των "μαζών" έχει αναδομηθεί και αντικατασταθεί από μια νέα "πολιτική της ταυτότητας" και μια "πολιτική της θέσης" στις οποίες οι πολιτιστικοί και οικολογικοί παράγοντες, αντίστοιχα, κατέχουν περίοπτη θέση. Η ιδέα της ιδιαιτερότητας των πολιτιστικών ταυτοτήτων φαίνεται να συγχωνεύεται εύκολα με την εξειδίκευση-κατά-περιοχή, της οικολογίας, στα πλαίσια μιας έννοιας κοινωνικής προσπάθειας που καθορίζεται με οικο-γεωγραφικούς όρους. Τα πιο δραματικά παραδείγματα σήμερα είναι οι προσπάθειες των ιθαγενών λαών να κρατήσουν και τους πολιτισμούς τους και τις, τύπου στοιχειώδους-επιβίωσης, κοινωνίες τους  άθικτες. Σε αυτήν την περίπτωση, ο αγώνας να σωθούν οι τοπικές κουλτούρες και τα τοπικά οικοσυστήματα φαίνεται να είναι δύο διαφορετικές όψεις της ίδιας πάλης.
Από την πλευρά τους (όπως σημειώνεται παραπάνω), τα περισσότερα από τα κόμματα της παραδοσιακής Αριστεράς, καθώς επίσης και τα συνδικάτα, παραμένουν στραμμένα στην ενισχυμένη παραγωγικότητα, την ανάπτυξη, και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, δηλαδή ουσιαστικά στις εργασίες και τις αμοιβές, ή αλλιώς στην περισσότερο αμειβόμενη εργασία, με στόχο όχι να καταργήσουν την εκμετάλλευση, αλλά (αν μη τι άλλο) να είναι η εκμετάλλευση λιγότερη. Αυτό το τμήμα της Αριστεράς δεν θέλει να καταπιαστεί με άλλες πολιτικές υπεράσπισης, που μπορούν να προσδιοριστούν με τον όρο "οικονομική λιτότητα" ή με πολιτικές που οι ηγέτες των εργαζομένων και άλλοι θεωρούν ότι θα διακινδύνευαν τα οικονομικά κεκτημένα του παρελθόντος που κατακτήθηκαν από την εργατική τάξη. (Οι προσπάθειες σωματείων και εργαζομένων για τους υγιείς και ασφαλείς όρους ζωής μέσα και έξω από στον εργασιακό χώρο συνδέονται προφανώς θετικά, με ευρύτερους οικολογικούς αγώνες.) Οι περισσότεροι από εκείνους που αντιτάσσονται στην περισσότερη αύξηση και ανάπτυξη είναι οικολόγοι της κυρίαρχης τάσης, προερχόμενοι από τις μέσες αστικές τάξεις των πόλεων, που έχουν τα καταναλωτικά αγαθά τα οποία θέλουν και έχουν επίσης το χρόνο και τη γνώση για να αντιταχθούν οικολογικά στις επικίνδυνες πολιτικές και πρακτικές. Φαίνεται λοιπόν ότι οποιαδήποτε προσπάθεια να βρεθεί μια θέση για την εργατική τάξη μέσα σε αυτήν την εξίσωση, δηλαδή οποιαδήποτε προσπάθεια να παντρευτεί η εργασία (και ο σοσιαλισμός) με την οικολογία, είναι από την αρχή καταδικασμένη.
Κι όμως, αριστερή πράσινη πολιτική διαφόρων τύπων έχει κάνει την εμφάνισή της σε όλες τις μεγάλες χώρες του κόσμου. Μια ισχυρή πρωτοβουλία στον "αναπτυγμένο" κόσμο είναι η Συμμαχία της Νέας Ζηλανδίας, που οργανώθηκε το 1991, ενώνοντας τους Πράσινους, το κίνημα για την αυτοδιάθεση των Μαόρι, το Νέο Εργατικό Κόμμα, και άλλα μικρά κόμματα. Στη δεκαετία του '80, το Πράσινο Κόμμα της Γερμανίας ήταν ίσως η πιο ισχυρή αριστερή πράσινη ομαδοποίηση στον κόσμο. Γενικά, οι Δυτικές Ευρωπαϊκές χώρες έχουν μια ευρεία ποικιλία αριστερών πράσινων και πράσινων αριστερών τάσεων. Το Πράσινο Αριστερό Κόμμα της Ολλανδίας και το Πράσινο Σοσιαλιστικό Κόμμα της Νορβηγίας, παραδείγματος χάριν, είναι συνειδητές προσπάθειες να διοχετευθούν οι κόκκινο-πράσινες πολιτικές τάσεις μέσω της κοινοβουλευτικής οδού. Οι Κοκκινο-πράσινοι Εναλλακτικοί της Γαλλίας και το Κόκκινο-πράσινο Δίκτυο της Μεγάλης Βρετανίας είναι μικροί σχηματισμοί που, εντούτοις, έχουν παραγάγει θεωρητικές και πρακτικές ιδέες με σημαντική επίδραση. Θα μπορούσε επίσης κανείς να αναφέρει τα πράσινα τμήματα του Νέου Δημοκρατικού Κόμματος του Καναδά, και τα κινήματα στις Ηνωμένες Πολιτείες για τη μείωση και την εξάλειψη των τοξικών ουσιών και για την πάλη για την περιβαλλοντική δικαιοσύνη. Αυτά τα τελευταία επηρεάζονται βαθιά από το έργο του Barry Commoner, ο οποίος καλεί για μείωση της κατανάλωσης, για "κοινωνική διακυβέρνηση της τεχνολογίας" και για τον οικονομικό προγραμματισμό ο οποίος θα βασίζεται σε μια "βαθιά επιστημονική κατανόηση της φύσης." Στο Βορρά, υπάρχουν επίσης πολλές σημαντικές πράσινες αριστερές ή αριστερές πράσινες  ομάδες αλληλεγγύης, καθώς επίσης και ένα «πρασίνισμα» των Εργατικών, Σοσιαλιστικών, και των (πρώην) Κομμουνιστικών Κομμάτων, έστω και απρόθυμο ή διστακτικό. Στο Νότο, υπάρχουν χιλιάδες οργανώσεων, εκλογικών ή άλλων, οι οποίες έχουν μια πράσινη αριστερή προοπτική. Τα αγροτικά αλλά και τα κινήματα των πόλεων (π.χ., το Κίνημα των Άκληρων Γεωργικών Εργατών της Βραζιλίας και αυτό των Ζαπατίστας του Μεξικού) θέτουν οικολογικά μαζί με τα κοινωνικοοικονομικά και τα πολιτικά ζητήματα. Στις μεγάλες «ιμπεριαλιστικού μοντέλου» χώρες του Νότου (π.χ. Βραζιλία, Μεξικό, Ινδία) όπου οι αντιφάσεις της συνδυασμένης και άνισης ανάπτυξης είναι οι οξύτερες, υπάρχουν νέα οικολογικά κινήματα που κινητοποιούν πολλούς μέσα στην παραδοσιακή εργατική τάξη και επίσης νέα "αγροτικά" κινήματα που ενδιαφέρονται για τα οικολογικά ζητήματα. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε τα πειράματα της Νικαράγουας και της Κούβας, τα οποία συνδύασαν πολιτικές που στόχευαν στις βαθιές περιβαλλοντικές μεταρρυθμίσεις με το λαϊκισμό και τον παραδοσιακό κρατικό σοσιαλισμό, αντίστοιχα.
Υπάρχουν καλοί λόγοι για να πιστεύει κανείς ότι αυτές οι και άλλες τάσεις του  οικοσοσιαλισμού, όσο προσωρινές και πειραματικές κι αν είναι, δεν είναι πυροτεχνήματα, και ότι μας επιτρέπουν να συζητάμε την οικολογία και το σοσιαλισμό όχι σαν αντικρουόμενους  όρους (αυτό είναι προφανώς αληθινό στην ειδική περίπτωση των ριζοσπαστικών οικολογικών κινημάτων των πόλεων). Ή, για να θέσουμε το ζήτημα διαφορετικά, υπάρχουν καλοί λόγοι για να θεωρηθεί ότι οι αντιφάσεις του παγκόσμιου καπιταλισμού, έχουν οι ίδιες δημιουργήσει τις συνθήκες για μια οικολογική σοσιαλιστική τάση. Αυτοί οι λόγοι μπορούν να συγκεντρωθούν κάτω από δύο γενικούς τίτλους. Ο πρώτος αναφέρεται στις αιτίες και τα αποτελέσματα της παγκόσμιας κοινωνικής και οικολογικής κρίσης από τα μέσα της δεκαετίας του '70 ως σήμερα. Ο δεύτερος αναφέρεται στη φύση των κεντρικών οικολογικών ζητημάτων, τα περισσότερα από τα οποία είναι εθνικά και διεθνή, καθώς επίσης και τοπικά, ως προς την έκτασή τους.
Πρώτον, η ζωτικότητα του Δυτικού καπιταλισμού από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, έχει, σε μεγάλο μέρος, βασιστεί στην μαζική μετατόπιση προς τα «έξω» του κοινωνικού και οικολογικού κόστους της παραγωγής. Από την επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομικής ανάπτυξης στα μέσα της δεκαετίας του '70 και μετά, τα ζητήματα που απασχολούν και τον σοσιαλισμό και την οικολογία έχουν γίνει πιο πιεστικά από ό,τι ποτέ άλλοτε στην ιστορία. Η «συσσώρευση του κεφαλαίου μέσω κρίσης», κατά τη διάρκεια των προηγούμενων δύο δεκαετιών αργής ανάπτυξης της Δύσης, έχει παραγάγει ακόμα πιο καταστρεπτικά αποτελέσματα, όχι μόνο στην κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος, στους κανόνες της κοινωνικής δικαιοσύνης, στην αντιμετώπιση των μειονοτήτων κλπ, αλλά και στην ακεραιότητα των κοινοτήτων και του φυσικού περιβάλλοντος. Η «επιταχυνόμενη ανισορροπία της (εξανθρωπισμένης) φύσης» είναι μια φράση που συνοψίζει όλα τα παραπάνω. Κοινωνικά, εμφανίζεται όλο και περισσότερη φτώχεια που συνθλίβει, αλλά και βία, και αυξανόμενη δυστυχία σε όλα τα μέρη του κόσμου, ειδικά στο Νότο. Και, περιβαλλοντικά, έχει υπάρξει τοξικότητα ολόκληρων περιοχών, παραγωγή ξηρασίας, η λέπτυνση του στρώματος του όζοντος, η επίδραση του φαινομένου του θερμοκηπίου, η επίθεση ενάντια στη βιοποικιλότητα, ενάντια στα τροπικά δάση, και ενάντια στην άγρια φύση. Τα ζητήματα της κοινωνικοοικονομικής και της οικολογικής δικαιοσύνης έχουν εμφανιστεί στο προσκήνιο όσο σε καμία άλλη περίοδο στην ιστορία. Στην πραγματικότητα, είναι όλο και περισσότερο σαφές ότι πρόκειται για δύο πλευρές της ίδιας ιστορικής διαδικασίας.
Με δεδομένο το σχετικά αργό ρυθμό αύξησης της παγκόσμιας αγοραστικής ζήτησης από τα μέσα της δεκαετίας του '70, οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις ήταν λιγότερο ικανές να υπερασπίσουν ή να αποκαταστήσουν τα κέρδη τους με την επέκταση των αγορών τους και με την πώληση περισσότερων εμπορευμάτων στις ραγδαία ανερχόμενες αγορές. Άντ' αυτού, τα μεγάλα όπως και τα μικρά κεφάλαια έχουν προσπαθήσει να διασωθούν από μια βαθαίνουσα κρίση κυρίως με την επέκταση των εξαγωγών και τη μείωση του κόστους, με την αύξηση των ρυθμών εκμετάλλευσης της εργασίας, με την ακραία χρήση και την εξάντληση των πρώτων υλών, και με την υπονόμευση της αρτιότητας των τοπικών κοινοτήτων.
Αυτή η «κοινωνικοοικονομική αναδόμηση» έχει μια διττή επίδραση. Η περικοπή του κόστους έχει οδηγήσει μεγάλο, εάν όχι το μεγαλύτερο, μέρος του κεφαλαίου στο να εξάγει περισσότερο κοινωνικό και περιβαλλοντικό κόστος ή να δίνουν λιγότερη προσοχή στο παγκόσμιο περιβάλλον, στη ρύπανση, στη μείωση των πρώτων υλών, στην υγεία και στην ασφάλεια των εργαζομένων, και στην ασφάλεια των προϊόντων (αυξάνοντας, εν τω μεταξύ, την αποδοτικότητα στην ενέργεια και την χρήση πρώτων υλών στα εργοστάσια). Η σύγχρονη οικολογική κρίση επιδεινώνεται έτσι και βαθαίνει, ως αποτέλεσμα του τρόπου που ο καπιταλισμός έχει ο ίδιος αναδιοργανωθεί για να ξεπεράσει την πιο πρόσφατη οικονομική κρίση του.
Επιπλέον, νέες και βαθύτερες ανισότητες στην κατανομή του πλούτου και του εισοδήματος έρχονται σαν αποτέλεσμα μιας παγκόσμιας αύξησης στο ρυθμό εκμετάλλευσης της εργασίας. Στις Ηνωμένες Πολιτείες κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του '80 και στις αρχές της δεκαετίας του '90, παραδείγματος χάριν, το εισόδημα από ιδιοκτησία αυξήθηκε τρεις φορές πιο γοργά σε σχέση με το μέσο εισόδημα από μισθούς, που έχει μείνει στάσιμο περί τα 20 έτη. Οι υψηλότεροι ρυθμοί εκμετάλλευσης σχετίζονται επίσης και με τη δυνατότητα που έχουν πολλοί να εκμεταλλεύονται τους ανασφάλιστους εργαζομένους και να αναχαιτίζουν τις εργατικές ενώσεις, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και τους αγώνες για κοινωνική δικαιοσύνη γενικά, κυρίως στο Νότο. Δεν είναι τυχαίο ότι σε εκείνα τα μέρη του κόσμου όπου η οικολογική υποβάθμιση είναι μέγιστη – την Κεντρική Αμερική, παραδείγματος χάριν – υπάρχει μεγαλύτερη φτώχεια και οξύτερη ταξική πάλη. Η «θηλυκοποίηση» της φτώχειας είναι επίσης ένα βασικό κομμάτι αυτής της τάσης για οικολογική καταστροφή. Η εργατική τάξη, οι καταπιεσμένες μειονότητες, οι γυναίκες, και ο αγροτικός και φτωχός αστικός πληθυσμός, είναι παγκοσμίως οι ομάδες που υποφέρουν πιο πολύ, τόσο από την οικονομική, όσο από την οικολογική εκμετάλλευση. Τα βάρη των «οικονομικών ρυθμίσεων» και της οικολογικής καταστροφής πέφτουν δυσανάλογα βαριά πάνω σε αυτές τις ομάδες.
Ο υφιστάμενος κρίση, αλλά και εξαρτημένος από κρίσεις καπιταλισμός έχει ωθήσει τα παραδοσιακά ζητήματα του σοσιαλισμού και τα σχετικά νέα ζητήματα («νέα» από την άποψη της δημόσιας συνειδητοποίησής τους ) της οικολογίας, στο να είναι στην κορυφή της πολιτικής ημερήσιας διάταξης. Ο ίδιος ο καπιταλισμός φαίνεται να είναι ένα είδος προξενητή μεταξύ του σοσιαλισμού και της οικολογίας ή για να είμαστε πιο ακριβείς, εάν δεν υπάρχει ακόμα προοπτική για το γάμο, υπάρχουν τουλάχιστον ανοίγματα για έναν αρραβώνα !
Το δεύτερο θέμα είναι ότι τα περισσότερα οικολογικά προβλήματα σ' όλο τον κόσμο, δεν μπορούν να εξεταστούν επαρκώς σε τοπικό (οικολογικά /γεωγραφικά) επίπεδο. Ο ένας λόγος γι αυτό σχετίζεται με την πράσινη έννοια «της εξειδίκευσης κατά περιοχή» που σημαίνει ότι σε οποιαδήποτε συγκεκριμένο τόπο ή περιοχή υπάρχει μια ευρεία και ειδική ποικιλία συνθηκών, ως εκ τούτου μια οικολογικά ορθολογική μονάδα παραγωγής είναι αναγκαστικά μικρή σε μέγεθος. Δηλαδή η εξειδίκευση κατά περιοχή (λανθασμένα) εξισώνεται με το «τοπικό». Αλλά η πρώτη δεν αναφέρεται μόνο ή κυρίως στην κλίμακα των διαδικασιών που περιλαμβάνονται στην παραγωγική δραστηριότητα, αλλά μάλλον στην απαραίτητη σχέση μεταξύ αυτής της δραστηριότητας και τις αναγκαίες συνθήκες της, οι οποίες από άποψη κλίμακας μπορούν να είναι τοπικές, εθνικές, ή ακόμα και παγκόσμιες σε έκταση. Η αναπαραγωγή της αλιείας, παραδείγματος χάριν, προϋποθέτει ότι η βιομηχανία αλιείας είναι σε θέση να αντιμετωπίσει τις συνέπειες της αλιευτικής της δραστηριότητας για να διαφυλάξει τους ίδιους τους απαραίτητους γι αυτήν όρους (π.χ., καθαρός ωκεανός, υγιής αλιεία αλλού κλπ.). Αυτοί οι όροι δεν μπορούν να αγνοηθούν, ούτε μπορεί το κόστος να εξωτερικευτεί, χωρίς βλάβη της αναπαραγωγικής ικανότητας της εν λόγω δραστηριότητας. Ακόμα και (ή κυρίως) όταν για την υποβάθμιση των τοπικών οικολογικών συστημάτων υπάρχουν τοπικές λύσεις, κάποιος μηχανισμός σχεδιασμού είναι απαραίτητος για να ενσωματώσει το τοπικό στο «γενικό» ή στο «συνολικό». Σχετικά με τη γεωργία, ο Richard Levins γράφει ότι «μπορεί να φαίνεται ότι η μεγάλης κλίμακας παραγωγή είναι αφ' εαυτής εχθρική με την οικολογική ευαισθησία για τις τοπικές συνθήκες και με την απαίτηση για ποικιλότητα. Αλλά αυτό είναι μια παρανόηση. Μια μονάδα σχεδιασμού (π.χ., για τον έλεγχο των παρασίτων) πρέπει να είναι αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει ακριβώς την μη βλάβη της ποικιλότητας των συνθηκών, ενώ μια μονάδα παραγωγής θα είναι πολύ μικρότερη και θα αντανακλά τις ανάγκες για σχήματα πολυποικιλότητας, συνεργασίας και πολυπολιτισμικότητας».
Τα περισσότερα οικολογικά προβλήματα, καθώς επίσης και τα κοινωνικοοικονομικά προβλήματα που είναι και αιτία και αποτέλεσμα των οικολογικών προβλημάτων, δεν μπορούν να λυθούν στο τοπικό επίπεδο μόνο. Ο περιφερειακός, ο εθνικός, και ο διεθνής σχεδιασμός είναι επίσης απαραίτητος. Η καρδιά της οικολογικής σκέψης, άλλωστε, είναι η αλληλεξάρτηση των διαφόρων περιοχών και των προβλημάτων και η ανάγκη να ενταχθούν οι τοπικές απαντήσεις στα προβλήματα, σε περιφερειακά, εθνικά, και διεθνή πλαίσια. Δηλαδή να υπαχθεί το «τοπικό» και το «κεντρικό» μέσα σε νέα, δημοκρατικά, κοινωνικοοικονομικά και πολιτικά σχήματα.
Οι εθνικές και οι διεθνείς προτεραιότητες είναι απαραίτητο να τεθούν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των αποθεμάτων σε ενέργεια και των αποθεμάτων των μη ανανεώσιμων πηγών γενικά, όχι μόνο για την παρούσα γενεά, αλλά ειδικά για τις μελλοντικές γενεές. Η διαθεσιμότητα άλλων φυσικών πόρων, παραδείγματος χάριν,  του νερού, είναι κυρίως ένα περιφερειακό ζήτημα, αλλά σε πολλά μέρη του πλανήτη είναι ένα εθνικό ή και διεθνές ζήτημα. Το ίδιο πράγμα ισχύει και για πολλά δάση. Ή πάρτε το πρόβλημα της εδαφικής εξάντλησης, το οποίο φαίνεται να είναι τοπικό ή εξειδικευμένο κατά περιοχή. Στο μέτρο που υπάρχουν προβλήματα ποσότητας και ποιότητας εδάφους, ή ποσότητας και ποιότητας ύδατος στις μεγάλες χώρες-εξαγωγείς τροφίμων, παραδείγματος χάριν, στις Ηνωμένες Πολιτείες, αναγκαστικά οι χώρες-εισαγωγείς τροφίμων επηρεάζονται επίσης. Περαιτέρω, η βιομηχανική και γεωργική ρύπανση όλων των ειδών, ξεφεύγει πέρα από τα τοπικά, τα περιφερειακά, και τα εθνικά όρια. Η ωκεάνια ρύπανση, η όξινη βροχή, η ελάττωση του όζοντος, και η θέρμανση του πλανήτη είναι προφανή παραδείγματα.
Ο τοπισμός αυξάνει επίσης τον κίνδυνο να στηρίξουν οι άνθρωποι την αντίστασή τους στο νεοφιλελευθερισμό και στην παγκοσμιοποίηση,  σε απόψεις μόνο περί της διαφύλαξης του (άψυχου) τόπου τους – και όχι επιπλέον στις (έμψυχες) οντότητες των εργαζομένων των γυναικών, των αγροτικών πολιτισμών, των καταπιεσμένων μειονοτήτων, και ούτω καθεξής.
Υπάρχει, τέλος, το πρόβλημα της ισοτιμίας ή της ίσης κατανομής. Ο πλούτος σε φυσικούς πόρους ποικίλλει έντονα από τόπο σε τόπο, απαιτώντας την ύπαρξη μίας κεντρικής αρχής για να ανακατανείμει τον πλούτο και το εισόδημα ανάμεσα σε πλούσιες και σε φτωχές περιοχές. Επίσης, «ένα ισχυρό επιχείρημα υπέρ του να κατευθυνθεί η παροχή φυσικών πόρων προς ορισμένα (αδικημένα ως προς αυτό) τμήματα του πληθυσμού και για να υπάρχει ένας αυστηρός έλεγχος της ροής των φυσικών αγαθών, είναι ο υψηλός βαθμός ανισότητας που υπάρχει συνήθως στις χώρες του Τρίτου Κόσμου [αλλά και ανάμεσα στις χώρες αυτές και στο Βορρά-J.O'C.]».
Αν διευρύνουμε την έννοια της οικολογίας ώστε να περιλάβουμε τα αστικά περιβάλλοντα, τα προβλήματα της αστικών μεταφορών και της συμφόρησης, τα υψηλά μισθώματα για σπίτια και το στεγαστικό, καθώς και τα ναρκωτικά (φαινομενικά δηλ. τοπικά ζητήματα που υπόκεινται σε τοπικές λύσεις) τότε αυτά αποδεικνύονται παγκόσμια ζητήματα, σχετιζόμενα με την οικονομική κερδοσκοπία, με τους τρόπους που εργάζονται οι αγορές οικοδομήσιμης γης διεθνώς και με τον τρόπο που το χρηματικό κεφάλαιο διανέμεται παγκοσμίως. Επίσης, τα προβλήματα αυτά σχετίζονται με την έλλειψη ξένων αγορών για απορρόφηση «νόμιμων» πρώτων υλών και τροφίμων από τις χώρες-παραγωγούς ναρκωτικών, αλλά σχετίζονται και με την  απουσία περιφερειακού, εθνικού, και διεθνούς προγραμματισμού ως προς τις υποδομές οι οποίες απευθύνονται στις άμεσες ανάγκες των ανθρώπων.
Εάν μάλιστα διευρύνουμε την έννοια της οικολογίας περαιτέρω, για να συμπεριλάβουμε τη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης υγείας και ευημερίας από τη μια και των περιβαλλοντικών παραγόντων από την άλλη, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, και τη μεγαλύτερη – από και προς κάθε χώρα –  μετανάστευση, καθώς και μια έκρηξη του εξωτερικού εμπορίου και των επενδύσεων, μιλάμε επίσης για τα προβλήματα με μόνο ή κυρίως πανεθνικές και διεθνείς λύσεις.
Εν τέλει, εάν εξετάσουμε το ζήτημα της τεχνολογίας και της μεταφοράς της, και τη σχέση μεταξύ των νέων τεχνολογιών και της τοπικής, της περιφερειακής, και της παγκόσμιας οικολογίας, δεδομένου ότι η κυρίαρχη τεχνολογία και η μεταφορά της μονοπωλούνται λίγο-πολύ από τις διεθνείς πολυεθνικές και τα μεγάλα κράτη, τότε έχουμε ένα άλλο εθνικό και διεθνές ζήτημα.
Συνοψίζοντας, έχουμε λόγους να πιστεύουμε ότι και οι αιτίες και οι συνέπειες, αλλά και οι λύσεις, των περισσότερων οικολογικών προβλημάτων είναι εθνικές και διεθνείς (δηλ., σχετίζονται με τις εθνικές οικονομίες και την με παγκόσμια οικονομία). Ως εκ τούτου, όντας πολύ μακριά από το να είναι ασύμβατοι, ο σοσιαλισμός και η οικολογία μπορεί να ταιριάζουν αρκετά καλά. Ο σοσιαλισμός χρειάζεται την οικολογία επειδή η τελευταία τονίζει την εξειδίκευση-κατά-περιοχή και την αμοιβαιότητα, καθώς επίσης και την κεντρική σημασία των υλικών ανταλλαγών, τόσο μέσα στη φύση όσο και μεταξύ της κοινωνίας και της φύσης. Η οικολογία χρειάζεται το σοσιαλισμό επειδή αυτός τονίζει το δημοκρατικό σχεδιασμό και το βασικό ρόλο των κοινωνικών ανταλλαγών μεταξύ των ανθρώπινων όντων. Αντιθέτως, οι λαϊκές οργανώσεις ή τα κινήματα που περιορίζονται στην κοινότητα, το δήμο δηλ. ή το χωριό, δεν μπορούν από μόνα τους  να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τις περισσότερες από τις – ταυτόχρονες – οικονομικές και οικολογικές πτυχές της γενικότερης καταστροφικότητας του παγκόσμιου καπιταλισμού, και ακόμα λιγότερο να αντιμετωπίσουν την καταστρεπτική διαλεκτική μεταξύ οικονομικής και οικολογικής κρίσης.
Εάν υποθέσουμε ότι οικολογία και σοσιαλισμός προϋποθέτουν ένας τον άλλο, η λογική ερώτηση είναι : Γιατί δεν έχουν υπάρξει μαζί πιο πριν; Γιατί ο Μαρξισμός θεωρείται μη φιλικός στην οικολογία και αντίστροφα; Για να θέσουμε το ερώτημα αλλιώς :  Σε τι ο σοσιαλισμός έκανε λάθος, αν τον κρίνουμε από οικολογική σκοπιά;
Η συνήθης και (κατά την άποψή μου) σωστή μάλλον τοποθέτηση είναι ότι ο σοσιαλισμός αυτο-καθορίστηκε ως ένα κίνημα που θα εκπλήρωνε το ιστορικό καθήκον τού να υλοποιήσει τις υποσχέσεις του καπιταλισμού. Αυτό σήμαινε δύο πράγματα: πρώτον, ο σοσιαλισμός θα έδινε πραγματικό κοινωνικό και πολιτικό περιεχόμενο στις τυπικές αξιώσεις του καπιταλισμού για την ισότητα, την ελευθερία, και την αδελφότητα. Δεύτερον, ο σοσιαλισμός θα πραγματοποιούσε την υπόσχεση της υλικής αφθονίας, το οποίο δεν μπορούσε να το κάνει ο – υφιστάμενος κρίση – καπιταλισμός. Το πρώτο πράγμα αναφέρεται στις ηθικές και πολιτικές πτυχές του σοσιαλισμού, το δεύτερο στην οικονομική πτυχή.
Είναι σαφές σχεδόν στον καθένα, εδώ και πολύ καιρό, ότι αυτή η αντίληψη για το  σοσιαλισμό απέτυχε και στα δύο. Κατ' αρχάς, αντί μιας ηθικής πολιτικής κοινωνίας, στην οποία το κράτος υπάγεται στην κοινωνία των πολιτών, έχουμε το κομματικό γραφειοκρατικό κράτος  – και άρα έχουμε μια δικαιολόγηση για την μετα-Μαρξιστική προσπάθεια να συμφιλιωθούν οι κοινωνικές απαιτήσεις περί δικαιοσύνης με το φιλελευθερισμό.
Δεύτερον, και σχετικό με το πρώτο, σημείο είναι ότι αντί της υλικής αφθονίας, έχουμε την οικονομική κρίση του σοσιαλισμού – και άρα τη μετα-Μαρξιστική προσπάθεια να συμφιλιωθούν όχι μόνο οι κοινωνικές απαιτήσεις περί δικαιοσύνης με το φιλελευθερισμό, αλλά επίσης και τα δύο αυτά με την αγορά και τα συμφέροντα της αγοράς.
Εντούτοις, αν εστιάσει κανείς σε αυτές τις προφανείς αποτυχίες, χάνει δύο άλλα ζητήματα που έχουν έρθει στο κέντρο των πολιτικών συζητήσεων στις  προηγούμενες μία ή δύο δεκαετίες. Το πρώτο είναι ότι η ηθική και πολιτική κατασκευή του σοσιαλισμού την οποία δανείστηκε από την αστική κοινωνία, απέκλεισε παντελώς οποιαδήποτε ηθική ή πολιτική πρακτική αν αυτή δεν ήταν λίγο ή πολύ έντονα ανθρωποκεντρική, καθώς επίσης και αγνόησε την αμοιβαιότητα και την «διαλεκτική αλήθεια». Το δεύτερο είναι ότι η οικονομική έννοια της αφθονίας την οποία δανείστηκε (με μερικές τροποποιήσεις, φυσικά) από τον καπιταλισμό απέκλεισε πάλι οποιαδήποτε υλική πρακτική αν αυτή  δεν προήγαγε τις παραγωγικές δυνάμεις, ακόμα και όταν τέτοιες πρακτικές – που προήγαγαν τις παραγωγικές δυνάμεις – ήταν τυφλές ως προς την οικονομία της φύσης. Το σχέδιο του Στάλιν για την πράσινη Σιβηρία, που ευτυχώς δεν εφαρμόστηκε ποτέ, είναι ίσως το πιο τραγελαφικό παράδειγμα.
Αυτά τα δύο ζητήματα, ή οι αποτυχίες, το ένα σχετικό με την πολιτική και την ηθική, και το άλλο με τη σχέση μεταξύ της ανθρώπινης οικονομίας και της οικονομίας της φύσης, συνδέονται με την αποτυχία του ίδιου του ιστορικού υλισμού. Ως εκ τούτου, χρειάζεται να εξεταστούν με όρους μεθοδολογικούς καθώς επίσης και με θεωρητικούς και πρακτικούς.
Ο ιστορικός υλισμός εμφανίζει ρήγματα  σε δύο κυρίως βασικά σημεία. Ο Μαρξ έτεινε να απομακρύνει τις συζητήσεις του περί κοινωνικής εργασίας του, δηλαδή περί των κατηγοριών της εργατικής τάξης, τόσο από την κουλτούρα όσο και από τη φύση. Μια πλούσια, διευρυμένη έννοια της κοινωνικής εργασίας που να περιλαμβάνει και την κουλτούρα της κοινωνίας αλλά και την οικονομία της φύσης, δεν μπορεί να βρεθεί στο έργο του Μαρξ ή στον παραδοσιακό ιστορικό υλισμό.
Το πρώτο ρήγμα είναι ότι η παραδοσιακή αντίληψη περί των παραγωγικών δυνάμεων αγνοεί ή υποβαθμίζει το γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις είναι κοινωνικές ως προς τη φύση τους, και άρα ενσωματώνουν και την μορφή συνεργασίας μεταξύ τους, η οποία επηρεάζεται βαθιά από τους επιμέρους πολιτισμικούς κανόνες και τις αξίες.
Το δεύτερο ρήγμα είναι ότι η παραδοσιακή αντίληψη περί των παραγωγικών δυνάμεων αγνοεί ή υποβαθμίζει το γεγονός ότι αυτές οι δυνάμεις είναι επίσης φυσικές εκτός από κοινωνικές, στο χαρακτήρα τους.
Αξίζει να θυμηθούμε ότι ο ίδιος ο Ένγκελς ο ίδιος αποκάλεσε το Μαρξισμό «υλιστική σύλληψη της ιστορίας» όπου η «ιστορία» είναι το ουσιαστικό και «υλιστικός» είναι ο χαρακτηρισμός. Οι Μαρξιστές γνωρίζουν απ' έξω την φράση «στην υλική ζωή οι κοινωνικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων παράγονται και αναπαράγονται», αλλά ξέρουν μια άλλη σημαντική φράση πολύ λιγότερο καλά: «στην κοινωνική ζωή οι υλικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων και της φύσης παράγονται και αναπαράγονται». Οι μαρξιστές είναι πολύ εξοικειωμένοι με τη «διαδικασία της εργασίας» στην οποία τα ανθρώπινα όντα είναι ενεργοί δρώντες, αλλά είναι πολύ λιγότερο εξοικειωμένοι με τη «διαδικασία της αναμονής» ή τη «διαδικασία της τάσης να οδηγηθούμε σε κάτι» που είναι χαρακτηριστικές της γεωργίας, της δασονομίας, και άλλων, βασισμένων στη φύση, δραστηριοτήτων, στις οποίες τα ανθρώπινα όντα είναι πιο παθητικοί συμμετέχοντες ή και, γενικότερα, όπου και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη – άνθρωπος και φύση – είναι «ενεργά», μέσω σύνθετων, αλληλεπιδραστικών τρόπων.
Ο Μαρξ εργάστηκε σκληρά και σταθερά επάνω στο ζήτημα ότι η υλική δραστηριότητα των ανθρώπινων όντων έχει δύο πλευρές, δηλαδή αποτελεί μια κοινωνική σχέση καθώς επίσης και μια υλική σχέση. Με άλλα λόγια, ότι η καπιταλιστική παραγωγή παρήγαγε και αναπαρήγαγε μία συγκεκριμένη μορφή εκμετάλλευσης και μια ιδιαίτερη ταξική δομή, καθώς επίσης διαμόρφωνε και την υλική βάση της κοινωνίας. Αλλά, πάνω στην αποφασιστικότητά του στο να δείξει ότι η υλική ζωή είναι επίσης και κοινωνική ζωή, ο Μαρξ έτεινε να υποβαθμίσει το αντίστροφο και εξίσου σημαντικό γεγονός, ότι δηλαδή η κοινωνική ζωή είναι επίσης και υλική ζωή. Για το θέσουμε διαφορετικά, στην φράση «η υλική ζωή  καθορίζει τη συνείδηση," ο Μαρξ τόνισε την ιδέα ότι αφού η υλική ζωή είναι κοινωνικά οργανωμένη, οι κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής καθορίζουν τη συνείδηση. Αποσιώπησε το εξίσου αληθινό γεγονός ότι εφ' όσον υλική ζωή είναι επίσης και η αλληλεπίδραση μεταξύ των ανθρώπινων όντων και της φύσης, αυτές οι υλικές ή φυσικές σχέσεις καθορίζουν επίσης κι αυτές τη συνείδηση. Αυτές οι θέσεις έχουν διατυπωθεί με ισχυρό ή με ασθενή τρόπο από διάφορους ανθρώπους, αν και δεν έχουν γίνει ποτέ ένα ενιαίο σύνολο και δεν έχουν εξελιχθεί σε μια αναθεωρημένη εκδοχή της υλιστικής αντίληψης περί της ιστορίας.
Έχει επίσης προταθεί μία ερμηνεία στο γιατί ο Μαρξ έδωσε μεγάλη έμφαση στην ιστορία (παρά τον αποκλεισμό της κουλτούρας) και πολύ μικρή σημασία στη φύση. Ο λόγος είναι ότι το πρόβλημα που αντιμετώπιζε ο Μαρξ στα χρόνια του ήταν να δειχθεί ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις ιδιοκτησίας ήταν δημιουργημένες ιστορικά, και όχι φυσικές. Αλλά τόσο προσηλωμένος ήταν ο Μαρξ στο να επικρίνει εκείνους που εμφάνιζαν ως φυσικές (δηλ. ενταγμένες μέσα στη φύση) – και κατά συνέπεια υλοποιούσαν – τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, τον ανταγωνισμό, την παγκόσμια αγορά, και τα συναφή, ώστε απέτυχε να υπογραμμίσει αρκετά το γεγονός ότι η ανάπτυξη μορφών «δευτερογενούς φύσης» που ήταν ανθρώπινες κατασκευές, δεν καθιστά τη φύση λιγότερο φυσική. Αυτό ήταν το τίμημα που πλήρωσε για την αναστροφή του παθητικού υλισμού του Feuerbach και του ενεργού ιδεαλισμού του Hegel, μέσα στον δικό του ενεργό υλισμό. Όπως έχει γράψει η Kate Soper, «Γεγονός είναι ότι πάνω στο ζήλο του να ξεφύγει από το φορτίο του βιολογικού αναγωγισμού, ο Μαρξισμός τείνει να πέσει θήραμα σε μια αντι-ηθική μορφή του αναγωγισμού, η οποία, υποστηρίζοντας την κυριαρχία των κοινωνικών παραγόντων επάνω στους φυσικούς, βγάζει το "βιολογικό" συνολικά εκτός ύπαρξης». H Soper καλεί κατόπιν για την δημιουργία μιας «κοινωνικής βιολογίας». Μπορούμε όμοια να καλέσουμε για μια «κοινωνική χημεία» «κοινωνική υδρολογία» και ούτω καθεξής, δηλαδή για μια «κοινωνική οικολογία» που για τους σοσιαλιστές σημαίνει μια «σοσιαλιστική οικολογία».
Οι Πράσινοι πιέζουν τους κόκκινους να δώσουν πολύ προσοχή στις υλικές ανταλλαγές ανάμεσα στους ανθρώπους και στη φύση, καθώς και στο γενικό ζήτημα της βιολογικής εκμετάλλευσης, συμπεριλαμβανομένης της βιολογικής εκμετάλλευσης της εργασίας, και επίσης στο να υιοθετήσουν μια οικολογική ευαισθησία. Μερικά κόκκινα κόμματα έχουν προσπαθήσει να διδάξουν τους Πράσινους να δώσουν πολύ προσοχή στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, στον ανταγωνισμό, στην παγκόσμια αγορά και ούτω καθεξής, όπως και στο να ευαισθητοποιηθούν οι Πράσινοι στην εκμετάλλευση της εργασίας και τα ζητήματα της οικονομικής κρίσης και της κοινωνικής εργασίας. Και οι φεμινίστριες επίσης, έχουν διδάξει τόσο τους Πράσινους όσο και τους κόκκινους να δώσουν την προσοχή στον τομέα της αναπαραγωγής αλλά και της γυναικείας εργασίας γενικότερα.
Τι σημαίνει πολιτικά ένας πράσινος σοσιαλισμός; Η πράσινη συνείδηση θα μας έλεγε να βάλουμε «τη Γη πρώτα», που μπορεί να σημαίνει ό,τι θέλει ο καθένας από πολιτικής πλευράς. Όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, αυτό που οι περισσότεροι Πράσινοι εννοούν στην πράξη, τις περισσότερες φορές, είναι η πολιτική του τοπισμού. Αντίθετα, η καθαρά κόκκινη θεωρία και πρακτική, ιστορικά έχουν ευνοήσει  το «κεντρικό».
Το να ενοποιήσουμε τον σοσιαλισμό και την οικολογία δεν σημαίνει, εν πρώτοις, να  δημιουργήσουμε μια νέα ιδεολογία, που να περιέχει στοιχεία και του σοσιαλισμού και της οικολογίας, αλλά στην πραγματικότητα να μην είναι κανένα από τα δύο. Αυτό που χρειάζεται να ενοποιηθεί πολιτικά είναι ο «τοπισμός» (ή ο αποκεντρωτισμός) και ο «συγκεντρωτισμός», με την έννοια βέβαια της αυτοδιάθεσης και του συνολικού σχεδιασμού, συντονισμού και ελέγχου της παραγωγής. Για να επιστρέψουμε στο βασικό μας θέμα, ο τοπισμός από μόνος του δεν μπορεί λειτουργήσει πολιτικά, ενώ και ο συγκεντρωτισμός έχει από μόνος του  αποδομηθεί. Η κατάργηση του κράτους δεν θα λειτουργήσει επίσης. Το να βασιστούμε στο φιλελεύθερο δημοκρατικό κράτος, στο οποίο η «δημοκρατία» έχει απλά διαδικαστικό ή τυπικό νόημα, επίσης δεν θα λειτουργήσει. Κατά την άποψή μου, το μόνο πολιτικό σχήμα που θα είναι αποτελεσματικό, το οποίο θα είναι κατάλληλο σε μεγάλο βαθμό και για τα οικολογικά ζητήματα της ειδίκευσης-κατά-περιοχή, αλλά  και για τα παγκόσμια ζητήματα, είναι μια δημοκρατική πολιτεία – ένα κράτος στο οποίο η μέριμνα της κατανομής της κοινωνικής εργασίας οργανώνεται δημοκρατικά.
Τελικά, το μόνο οικολογικό σχήμα που θα μπορούσε να λειτουργήσει είναι ένα μίγμα δύο ειδών οικολογίας : της «κοινωνικής βιολογίας», που αφορά την παράκτια πεδιάδα, το οροπέδίο, τον τοπικό υδρολογικό κύκλο, και τα συναφή, και της οικονομίας της ενέργειας, της περιφερειακής δηλ. αλλά και διεθνούς «κοινωνικής κλιματολογίας» κοκ του πλανήτη – δηλαδή, γενικά, της ενοποιημένης μορφής της οικονομίας της φύσης, η οποία καθορίζεται από τις τοπικές, τις περιφερειακές, και τις διεθνείς επικρατούσες συνθήκες. Για να διατυπώσουμε το συμπέρασμα κάπως διαφορετικά : χρειαζόμαστε το «σοσιαλισμό» τουλάχιστον για να καταστήσουμε τις κοινωνικές σχέσεις της παραγωγής διαφανείς, για να τερματίσουμε την εξουσία της αγοράς και του φετιχισμού των προϊόντων, και για να δώσουμε τέλος στην εκμετάλλευση των ανθρώπινων όντων από άλλα ανθρώπινα όντα. Χρειαζόμαστε όμως και την «οικολογία» τουλάχιστον για να καταστήσουμε τις κοινωνικές παραγωγικές δυνάμεις διαφανείς, για να τερματίσουμε την υποβάθμιση και την καταστροφή της Γης.