Η ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΩΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ - Ευθύμης Παπαδημητρίου

Επιτρέψτε μου να αρχίσω με κάποιες εισαγωγικές παρατηρήσεις και λίγο πολύ γνωστά πράγματα απο την ιστορία των εννοιών που χρησιμοποιούμε συνήθως στην οικολογική συζήτηση.

Τον όρο οικολογία τον χρησιμοποιούμε στην καθημερινή μας ζωή  συνήθως όταν μιλάμε για τη φύση ή για το περιβάλλον μας. Ως επιστημονικός όρος υπάρχει η λέξη οικολογία μόλις απο τον περασμένο αιώνα. Βέβαια σκέψεις για τις σχέσεις των έμβιων όντων μεταξύ τους και με το φυσικό περιβάλλον, την «οικονομία της φύσης» γενικότερα και τη θέση του ανθρώπου μέσα σαυτήν έχουμε ήδη απο την αρχαία ελληνική σκέψη. Ο Αριστοτέλης ονόμαζε τους πρώτους έλληνες φιλοσόφους, τους λεγόμενους προσωκρατικούς, ως «φυσιολόγους.» Ηδη απο τότε υπήρχε ο προβληματισμός για τις αρχές και τα  αίτια ύπαρξης των όντων και του φυσικού κόσμου γενικότερα.

Με την  πιο πλατειά έννοια του όρου σήμερα η οικολογία αναφέρεται η μελέτη των οργανισμών, όπως αυτοί υπάρχουν στο φυσικό τους περιβάλλον. Μικροοργανισμοί, ζώα, φυτά και άνθρωποι ανήκουν σ'αυτήν την οικονομία της φύσης, στην οποία όλα είναι μεταξύ τους συστημικά συνδεδεμένα. Επιπλέον η φυσική οικονομία εμπεριέχει και τις ενεργειακές εισροές και τους κύκλους της ύλης που λαμβάνουν χώραν στο έδαφος, στον αέρα ή στο νερό. Η οικολογία ως εκ τούτου μπορεί να νοηθεί ως η επιστήμη των σχέσεων των οργανισμών μεταξύ τους και με το περιβάλλον, στο οποίο ο άνθρωπος αποτελεί ένα μέρος.

Για την ακρίβεια η μελέτη αυτή εξετάζει κυρίως τις σχέσεις των ζωντανών οργανισμών με το φυσικό τους περιβάλλον. Ετσι την είχε προσδιορίσει στα 1866 ο γερμανός καθηγητής της Ζωολογίας στην Ιένα, Ερνστ Χέκελ (1834-1919) στο έργο του "Generelle Morphologie der Organismen, 2ος τόμος, Allgemeine Entwicklungsgeschichte der Organismen, Βερολίνο 1866.

Ο Χέκελ έβλεπε την Οικολογία ή τη Διδασκαλία της Φυσικής οικονομίας, ως ένα τμήμα της Φυσιολογίας, και την προσδιόριζε  ως την επιστήμη της αλληλεπίδρασης των οργανισμών μεταξύ τους.  «Λέγοντας οικολογία εννοούμε τη συνολική επιστήμη των σχέσεων του οργανισμού με το εξωτερικό του περιβάλλον, όπου μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τις προύποθέσεις για την ύπαρξη. Αυτές οι προυποθέσεις είναι εν μέρει οργανικής και εν μέρει ανόργανης φύσης. Τόσο οι μεν όσο και οι δε έχουν ύψιστη σημασία για τη μορφή των οργανισμών, γιατί τους υποχρεώνουν να προσαρμοστούν σε αυτές. Στις ανόργανες προυποθέσεις, στις οποίες κάθε οργανισμός πρέπει να προσαρμοστεί, ανήκουν κατ αρχήν οι φυσικές και χημικές ιδιότητες του περιβάλλοντος του, κλίμα (φώς, θερμότητα, υγρασία και ηλεκτρισμός της ατμόσφαιρας), οι ανόργανες τροφές, η σύσταση του νερού και του εδάφους κ.λ.π. Οργανικές προυποθέσεις για την ύπαρξη θεωρούμε το σύνολο των σχέσεων του οργανισμού με όλους τους άλλους οργανισμούς, με τους οποίους έρχεται σε επαφή και απο τους οποίους άλλοι του είναι χρήσιμοι και άλλοι τον απειλούν...».

Ο Χέκελ πίστευε οτι η Φυσιολογία είχε ως τότε ερευνήσει εντελώς μονόπλευρα τις ικανότητες διατήρησης των οργανισμών (επιβίωση των ατόμων και των ειδών, διατροφής, αναπαραγωγής) ενώ δεν είχε ασχοληθεί καθόλου με τις σχέσεις του οργανισμού μέσα στη Φυσική Οικονομία. Αυτό το κενό της Φυσιολογίας πίστευε οτι εκαλείτο να καλύψει η θεωρία της φυσικής επιλογής και η αμέσως επόμενη θεωρία της καταγωγής – εξέλιξης των ειδών. Ο Χέκελ που ήταν ο πιό ένθερμος υποστηρικτής των απόψεων του Δαρβίνου στη Γερμανία, πίστευε οτι οι πολύπλοκες σχέσεις του κάθε οργανισμού με το περιβάλλον του και η διαρκής αλληλεπίδραση του με τον έξω κόσμο δεν είναι μέρη ενός σχεδίου φτιαγμένου εκ των προτέρων απο το Δημιουργό της φύσης αλλά είναι αναγκαίες αντιδράσεις της υπάρχουσας ύλης και η συνεχής κίνηση της ζωής στο χρόνο και στο χώρο. Αυτό πίστευε οτι αποτελεί το μονιστικό θεμέλιο της Οικολογίας την οποία ήθελε να συμπληρώσει με τη Χωρολογία , την επιστήμη της εξάπλωσης των οργανισμών στο χώρο, γεωγραφικής και τοπογραφικής.

Ο Καμίλ Λιμόζ, (La selection naturelle, Paris 1970), επισημαίνει οτι η πλειοψηφία των ιστορικών της Βιολογίας θεωρεί οτι η Οικολογία γεννήθηκε, πριν απο τον Χέκελ,  απο τις εργασίες του Καρόλου Λινναίου (1707-1778), ο οποίος με τον όρο της «οικονομίας της φύσης» υπονοούσε την πολύ σοφή διάταξη των φυσικών όντων, που πραγματοποίησε ο υπέρτατος Δημιουργός, έτσι ώστε να εξυπηρετούν κοινούς σκοπούς και να έχουν αλληλεξαρτώμενες λειτουργίες. Ο μεγάλος σουηδός φυσιοδίφης αναλύει τις εκάστοτε υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ έμβιων οργανισμών και περιβάλλοντος, θεωρώντας πάντοτε οτι η κατανομή και εξισορρόπησή τους πάνω στην επιφάνεια της γής προέρχεται απο τη Θεία πρόνοια. Το σύστημα του Λινναίου ήταν ένα σύστημα «λειτουργίας» όπου επικρατούν ισορροπίες μεταξύ των ειδών, και ακολουθούν κάποιους ενδιάμεσους σκοπούς, στις σχέσεις μεταξύ των ειδών ανοίγοντας έτσι ένα δρόμο προς την επανατοποθέτηση του συστήματος σε εγκόσμια βάση, προϊδεαζόμενος αυτό που σήμερα ονομάζουμε «κοινότητες», η βιοκοινότητες, εννοώντας το σύνολο έμβιων οργανισμών σε ένα συγκεκριμένο τόπο, ενώ η λέξη «βιότοπος» περιγράφει το αβιοτικό περιβάλλον μιας κοινότητας ή ενός πληθυσμού.

Προάγγελλους της επιστήμης της οικολογίας είχαμε φυσικά και πριν απο τον 18ο αιώνα, ήταν όμως εγκλωβισμένοι στην χριστανοποιημένη Αριστοτελική σκέψη, της οποίας η τελεολογία και «η μέριμνα της θείας πρόνοιας» δεν ευνοούσαν τη διερεύνηση των σχέσεων των έμβιων όντων μεταξύ τους καθώς και των σχέσεων τους με το φυσικό περιβάλλον. Ενα ενδιαφέρον παράδειγμα για οικολογική προσέγγιση απο την Ελληνική αρχαιότητα ήδη προσφέρει ο μαθητής του Αριστοτέλη, ο Θεόφραστος (372-288 π. Χ). Για πολύ καιρό βρισκόταν  υπο την σκιά της φήμης του δασκάλου του και είχε υποτιμηθεί η σπουδαιότητά του. Εχει ονομαστεί πατέρας της Βοτανικής επιστήμης ενώ η  μελέτη των έργων του απο την σκοπιά της οικολογίας δείχνει σήμερα το αληθινό του μεγαλείο. Ισως θα του άξιζε να ονομαστεί πατέρας της οικολογίας, αφού τα μισά τουλάχιστον απο τα βοτανολογικά του έργα ασχολούνται με οικολογικές παρατηρήσεις. Δεν πρόκειται για μεμονωμένες παραγράφους αλλά για μια σταθερή οικολογική προσέγγιση. Ο Θεόφραστος δεν έβλεπε ένα φυτό μεμονωμένο. Ρώταγε για τις σχέσεις του ως ζωντανού οργανισμού με τον ήλιο, το έδαφος και το κλίμα, το νερό και την καλλιέργειά του, την σχέση του με άλλα φυτά και ζώα. Στήριζε τις απόψεις του σε συγκεκριμένες  παρατηρήσεις και στα πλούσια και ενδιαφέροντα δείγματα που απέστελε ο Αλέξανδρος απο την εκστρατεία του.

Διαφωνούσε με την άποψη του Αριστοτέλη σύμφωνα μκε την οποία τα ζώα και τα φυτά υπάρχουν για να υπηρετούν τον άνθρωπο, που βρισκόταν στην κορυφή μιας οντικής κλίμακας. Δεν αρνείται οτι υπάρχει σκοπός στη φύση. Αλλά πιστεύει π.χ. οτι σκοπός ενός φυτού είναι η παραγωγή φρούτων και σπόρων για τη δημιουργία νέων γενεών. Ο σκοπός της φύσης δεν είναι πάντα εμφανής στον άνθρωπο. Για το λόγο αυτό τονίζει τη σπουδαιότητα της προσεκτικής και συστηματικής παρατήρησης και μελέτης των ιδιαίτερων συνθηκών, κλιματικών, γεωλογικών και άλλων που επιτρέπουν σε ορισμένα είδη να ευδοκιμούν και να διαιωνίζουν την αναπαραγωή τους. Επίσης σημειώνει μερικές τοπικές αλλαγές στο κλίμα που προκλήθηκαν απο ανθρώπινες δραστηριότητες. Ειχε συλλέξει πληροφορίες  για αλλαγές θερμοκρασίας που είχαν παρατηρηθεί στην εποχή του στην Ελλάδα και οι οποίες οφειλοταν σε αποψιλώσεις, αλλαγή της κατεύθυνσης της ροής των ποταμιών ή την αποξήρανση λιμνών και βάλτων. Ο Θεόφραστος, στο έργο του  «Περι φυτών ιστορίας», (σε εννέα βιβλία), ασχολείται με την κατάταξη των φυτών, και στο έργο «Περι φυτών αιτίων», (σε εξι βιβλία), ασχολείται με την φυσιολογία των φυτών.

Το ερευνητικό και ταξινομητικό έργο του Αριστοτέλη και του Θεόφραστου συνεχίστηκε στη συνέχεια στο περίφημο ερευνητικό κέντρο του φυσικού κόσμου της Αλεξάνδρειας, που περιείχε εκτός απο τη Βιβλιοθήκη και ένα Βοτανικό και Ζωολογικό κήπο και ένα κέντρο έρευνας και διεπιστημονικού διαλόγο\υ με κρατική οικονομική  ενίσχυση και ενθάρρυνση!

Θα μπορούσε κανείς να βρεί πολλά ενδιαφέροντα στοιχεία στην ιστορία των επιστημών και της φιλοσοφίας για τους προβληματισμούς γύρω απο τις σχέσεις των ανθρώπων στις διάφορες εποχές που προϊδεάζουν για τους προβληματισμούς και τις ανησυχίες των ανθρώπων για τις ανθώπινες παρεμβάσεις στο φυσικό του περιβάλλον και την κυρίαρχη κάθε φορά αντίληψη που είχαν οι άνθρωποι για τη θέση τους στον κόσμο. Αυτό ήταν άλλωστε και το βασικό θέμα που απασχόλησε πάντα την Φιλοσοφία της φύσης, ένα κλαδο με μεγάλη ιστορία και πλούτο ιδεών. (π.χ. την  Στωική φιλοσοφία, και το ηθικό αίτημα της για «ζωή σε αρμονία με τη φύση». Το περίφημο «ομολογουμένως τη φύσει ζήν» του Ζήνωνα και του Κλεάνθη. (Βλ. Περισσότερα στο έργο του  Α. Λονγκ:  «Ελληνιστική φιλοσοφία»)

Η σχέση του ανθρώπου με τη φύση αποτελεί κεντρικό προβληματισμό της φιλοσοφίας των αρχαίων και των νεώτερων χρόνων, επειδή όπως είναι γνωστό για τη σημερινή κατάσταση του πλανήτη φέρει  μερίδιο ευθύνης και η φιλοσοφία ως κοσμοαντίληψη και ως παραγωγός ιδεολογίας που διαπερνά συνήθως ασυναίσθητα τις κοινωνικές πρακτικές των ανθρώπων και καθορίζει τη σχέση τους με το φυσικό τους περιβάλον. Η κυρίαρχη ανθρωποκεντριική αντίληψη των νεωτέρων χρόνων (Καρτέσιος, Μπέηκον) και η ιδεολογία της κυριαρχίας των ανθρώπων πάνω στη φύση -- που διατρέχει την αισιόδοξη αντίληψη των εκπροσώπων του Διαφωτισμού και η πίστη τους στις δυνατότητες της επιστήμης και της τεχνικής να δαμάσουν τη φύση--, αποτελεί μέχρι σήμερα την κυρίαρχη τεχνοκρατική αντίληψη για χωρίς όρια ανάπτυξη.

Πάντως η εποχή κατά την οποία οι φιλόσοφοι με ευκολία έγραφαν βιβλία «περι φύσεως» και διατύπωναν θεωρίες για την ενότητα, τη σκόπιμη διάταξη των μερών της φύσης και τη θέση του ανθρώπου μέσα σ'αυτήν έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Σήμερα ακόμη και τα κείμενα που αναφέρονται στην ενότητα της φύσης -- ακόμη και αν μιλάνε για τη θεωρία του χάους-- εννοούν κυρίως την ενότητα που προσφέρουν οι έρευνες των φυσικών επιστημών. Οσοι διαπιστώνουν σήμερα την έλλειψη μιας πιο φιλοσοφικής προσέγγισης  για τη φύση και τη σχέση της ανθρώπινης κοινωνίας απέναντί της, ανακαλύπτουν σύντομα την έλλειψη φιλοσοφικής θεμελίωσης όλων των σχετικών προσπαθειών που γίνονται με αφορμή την περιβαλλοντική κρίση και την οικολογική πρόκληση. (κι αυτό χαρακτηρίζει και πολλές περιβαλλοντικές θεωρίες) Χωρίς όμως τη γνώση της ιστορίας της φιλοσοφίας της φύσης του παρελθόντος δεν υπάρχει δυνατόττητα συνειδητής αναθεώρησης της κυρίαρχης ανθρωποκεντρικής, ποσοτικής αντίληψης για τη φύση και γίνεται αδύνατη η αναθεώρηση της περιβαλλοντικής πολιτικής και των κοινωνικών πρακτικών που συνεχίζουν την καταστροφική σχέση της βιομηχανικής κοινωνίας με τη φύση. Αυτή η έλλειψη είναι εμφανής και στο ίδιο το περιβαλλοντικό κίνημα και πολλές απο τις οικολογικές προσπάθειες αμφισβήτησης της τεχνοκρατούμενης κοινωνίας μας .

Η κριτική που άρχισε με την αντι-κουλτούρα της δεκαετίας του 60 του εικοστού αιώνα κάλυπτε ένα πλατύ πεδίο. (π.χ. την μονοδιάστατη βιομηχανική κοινωνία απο τον Χ. Μαρκούζε) Πέρα απο την κριτική αυτής καθεαυτής της τεχνοκρατίας, η κοινωνική οικολογία εξελίχτηκε σε μια γενικότερη κριτική της καθημερινής ζωής της καταναλωτικής κοινωνίας, της λατρείας της παραγωγής , του επιστημονισμού, φτάνοντας κάποιες φορές και σε συνολική απόρριψη της επιστήμης και κάθε ορθολογισμού. Αυτές οι προσεγγίσεις του θέματος θεωρούν το τεχνοκρατικό σύστημα όχι μόνο απροσάρμοστο στις φυσικές και πνευματικές ανάγκες του ανθρώπου αλλά το θεωρούν ως τελείως ανορθολογικό. Πιστεύουν οτι το σύστημα αυτό δεν στηρίζεται ούτε στην ίδια την επιστήμη γιατί ξεχνάει παράγοντες πρωταρχικής σημασίας., παραβιάζει τις οικολογικές αρχές και έχει αφεθεί στο παραλήρημα της οικονομικής μυθολογίας της ανάπτυξης, κατα την οποία το ακαθάριστο εθνικό προιόν αυξάνεται ....και απο τα αυτοκινητιστικά δυστυχήματα!

Αυτο το περίφημο περιβαλλοντικό κίνημα αγωνιζόμενο για ένα καλύτερο πλαίσιο ζωής άρχισε αυθόρμητα και στη συνέχεια επηρέασε τα πολιτικά κόμματα και την πολιτική θεωρία παίρνοντας διάφορες μορφές και θεωρητικές εκφράσεις. Στην αρχή ειχε τη μορφή ενός «ρηχού περιβαλλοντισμού» για να καταλήξει μετά απο αρκετές ιδεολογικές περιπέτειες στην «κοινωνική και πολιτική οικολογία». Αξίζει πιστεύω να  συνεχίσουμε το διάλογο και τον προβληματισμό για τον καλύτερο προσδιορισμό της φυσιογνωμίας και της επικαιρότητας αυτής της προβληματικής για όσους ενδιαφέρονται για το σχεδιασμό και την πραγματοποίηση μιας βιώσιμης και αξιοβίωτης, δημοκρατικής σοσιαλιστικής  κοινωνίας.