Η Οικολογική Πρόκληση στη Μαρξιστική Σκέψη - Κώστας Σκορδούλης

Θα ξεκινήσω διατυπώνοντας τη θέση ότι οι θεωρητικές αναζητήσεις της πολιτικής οικολογίας αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την ανανέωση της μαρξιστικής σκέψης στην αυγή του 21ου αιώνα.

Απαιτείται πλέον από τους μαρξιστές μια συνολική κριτική επανεκτίμηση της παραδοσιακής έννοιας των «παραγωγικών δυνάμεων», μια ριζική ρήξη με την ιδεολογία της γραμμικής προόδου καθώς και με το τεχνολογικό και οικονομικό παράδειγμα του (μετα-)μοντέρνου βιομηχανικού πολιτισμού και της πολιτισμικής λογικής που το συνοδεύει.

Το θεμελιακό επίτευγμα του οικολογικού κινήματος, το οποίο ήδη έχει προκαλέσει μια αλλαγή σε βάθος στη δημόσια ευαισθητοποίηση σε σχέση με τα περιβαλλοντικά προβλήματα, είναι η κατανόηση της έκτασης στην οποία ο Ύστερος Καπιταλισμός έχει καταστρέψει το περιβάλλον. Πράγματι, έχουμε όλοι κατανοήσει ότι η καταστροφή της φύσης έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που τίθεται σε κίνδυνο όχι μόνο η ανθρωπότητα, αλλά το σύνολο των έμβιων όντων του πλανήτη. Πρόκειται για ένα ζήτημα επιβίωσης. Ένα πρόβλημα που γίνεται ολοένα και πιο σοβαρό.

Ένα άλλο σημαντικό επίτευγμα του οικολογικού κινήματος είναι ο τρόπος με τον οποίο αμφισβητείται η ιδέα της «προόδου». Δε μπορούμε πλέον να μιλάμε, όπως στις αρχές του 20ου αιώνα, για μια θετική, γραμμική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων η οποία παρεμποδίζεται μόνο από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής.

Η παραδοσιακή αντίληψη στην αριστερά, χαρακτηρίζεται από μια προσκόλληση στη λογική του παραγωγισμού. Ο υπερτονισμός της βασικής αντίθεσης μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας και η αναγωγή όλων των επιμέρους αντιθέσεων σ' αυτήν, είχε σαν αποτέλεσμα την υποτίμηση της εξίσου θεμελιακής αντίφασης ανάμεσα στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τη ληστρική εκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος.

Επιπλέον, ολοένα και περισσότερο ο καπιταλισμός, έχοντας επιβιώσει πολύ παραπάνω από ότι ήταν ιστορικά αναγκαίο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μετατρέπει τις παραγωγικές δυνάμεις σε δυνάμεις καταστροφής (για παράδειγμα η ανάπτυξη της πολεμικής βιομηχανίας). Αλλά αυτό σημαίνει ότι οι παραγωγικές (-καταστροφικές) δυνάμεις δε μπορεί να απελευθερωθούν ως τέτοιες, δηλαδή να χρησιμοποιηθούν σ' ένα σοσιαλιστικό σύστημα το οποίο έχει διαφορετικό αξιακό προσανατολισμό. Αυτό είναι ένα θεωρητικό ζήτημα που προϋποθέτει την κριτική ανάλυση/επανεκτίμηση του σχήματος της «υπέρβασης του καπιταλισμού» αλλά ταυτόχρονα και πρακτικό αφού ξαναθέτει επί τάπητος ζητήματα στρατηγικής της μετάβασης.

Επίσης, μια περισσότερο εκλεπτυσμένη ανάλυση της υλικής πλευράς της παραγωγής πραγματοποιείται για πρώτη φορά με τη διερώτηση αναφορικά με την αξία χρήσης. Η συζήτηση σχετικά με την αξία χρήσης των προϊόντων περιλαμβάνει και μια συζήτηση για την κοινωνικά χρήσιμη παραγωγή η οποία συγκεκριμενοποιείται με ερωτήματα για το ποια προϊόντα είναι επιθυμητά από οικολογική και κοινωνική άποψη κτλ. Για παράδειγμα πως μας φαίνεται ένα «αυτοδιαχειριζόμενο εργοστάσιο φυτοφαρμάκων»;

Συγκεφαλαιώνοντας θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι μετά τις υποχωρήσεις που ακολούθησαν το κίνημα του 1968, ο οικολογικός προβληματισμός στο επίπεδο της θεωρίας ξανάφερε για άλλη μια φορά την ουτοπική διάσταση στην πολιτική. Συζητήσεις πάνω στην ανάγκη μιας θεμελιακής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, ενός άλλου τρόπου ζωής και παραγωγής γίνεται δυνατό να επανεισαχθούν πάνω στη βάση των οικολογικών αιτημάτων. Νέες ουτοπικές ιδέες για μια διαφορετική κοινωνία διατυπώνονται και συγκεκριμένα «σχέδια αναμόρφωσης» σκιαγραφούνται.

Το θεμελιακό επίτευγμα του κινήματος της οικολογίας (δηλ. η συνειδητοποίηση του μεγέθους της παγκόσμιας οικολογικής καταστροφής) είναι ταυτόχρονα και το βασικό του όριο καθώς το κίνημα αυτό βλέποντας το οικολογικό ζήτημα ως ζωτικό πρόβλημα για όλη την ανθρωπότητα αναζητά διαταξικές/υπερταξικές λύσεις.

Οι λύσεις που προβάλλονται από την πολιτική οικολογία είναι ανεπαρκείς γιατί παραγνωρίζουν τον εγγενή δεσμό μεταξύ της οικολογικής καταστροφής και της λογικής του κέρδους που κυριαρχεί στον καπιταλισμό. Προκειμένου να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους που απειλούν το περιβάλλον είναι αναγκαίο να έλθουμε σε ρήξη με το υπάρχον πλαίσιο υποστηρίζοντας την προοπτική μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας.

Στο δεύτερο μέρος αυτού του σύντομου σημειώματος θα θίξουμε το πώς εκφράζεται ο οικολογικός προβληματισμός μέσα στα οργανώσεις (κόμματα και συνδικάτα) που μιλούν με βάση τα συμφέροντα των εργαζομένων.

Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γενικά τα οργανωμένα ρεύματα του κριτικού μαρξισμού καθυστέρησαν πολύ να ενσωματώσουν στο πρόγραμμά τους τον οικολογικό προβληματισμό.

Η συζήτηση για τις οικολογικές καταστροφές, η ανάπτυξη των κινημάτων προστασίας του περιβάλλοντος, οι μερικές νίκες αυτών των κινημάτων και οι προσπάθειές τους να οργανωθούν πολιτικά (πχ. η εμπειρία με τα «πράσινα» κόμματα κτλ) έχουν οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Σε μια σειρά από χώρες, ολόκληρα συνδικάτα ή τουλάχιστον ισχυρές μειοψηφίες μέσα στις γραμμές τους, επιδεικνύουν μια αυξημένη ευαισθησία στα οικολογικά ζητήματα (πχ. Η αντίθεση ορισμένων ευρωπαϊκών συνδικάτων στην «ειρηνική» χρήση της πυρηνικής ενέργειας κλπ.)

Όσον αφορά τη στάση απέναντι στα οικολογικά προβλήματα και τις προτεινόμενες λύσεις, μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα ρεύματα μέσα στα (ευρωπαϊκά) κόμματα και συνδικάτα που μιλούν εκ μέρους των εργαζομένων:

α) το «συντηρητικό» ρεύμα που στην ουσία δεν αναγνωρίζει τη σοβαρότητα των περιβαλλοντικών προβλημάτων. Αυτό το ρεύμα αναγκάζεται να αποδεχθεί κάποιες προσαρμογές στην πολιτική του, υπό την πίεση καταστροφικών εξελίξεων που αφορούν το περιβάλλον (κυρίως ατυχήματα διαρροής πυρηνικών, ναυάγια πετρελαιοφόρων κλπ.). Διατυπώνει αιτήματα αναφορικά με τα επίπεδα εκπομπών των ρύπων και αποζητά νέες ρυθμίσεις, αλλά εξακολουθεί να συνηγορεί στη συνεχιζόμενη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Διακηρύσσει τη συμφωνία του με «πολιτικές προστασίας», ειδικά αν αυτές συνδυάζονται με το άνοιγμα νέων αγορών.

β) το «τεχνοκρατικό» ρεύμα που θεωρεί ότι μπορεί να λύσει τα οικολογικά προβλήματα μέσα από την ανάπτυξη υψηλής τεχνολογίας. Στην πραγματικότητα αυτές οι λύσεις είναι ικανές μόνο να μεταθέσουν κάπου αλλού τα προβλήματα που υποτίθεται ότι λύνουν.

Θεωρεί ότι μέσα από μια συμμαχία μεταξύ των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων, της ελίτ των τεχνοκρατών και κρίσιμων μειοψηφιών των καπιταλιστών που διαθέτουν μια «υγιή αντίληψη όσον αφορά την ανάπτυξη», μπορεί να επιτευχθεί «ο κοινωνικά κατευθυνόμενος νεωτερισμός». Το ρεύμα αυτό ρητά απορρίπτει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής.

γ) το τρίτο ρεύμα, που θα μπορούσε να αποκληθεί «μεταρρυθμιστικό-οικολογικό», ισχυρίζεται ότι είναι εφικτό να απαλλάξουμε τον καπιταλισμό, ή όπως πιο «μετριοπαθώς» το διατυπώνει, τη «βιομηχανική κοινωνία», από τις ευθύνες της απέναντι στην οικολογική κρίση μέσα από μια διαρκή πολιτική μεταρρυθμίσεων στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και εκείνες της προστασίας του περιβάλλοντος. Για παράδειγμα, η «Επιτροπή Θεμελιακών Αξιών» του γερμανικού SPD δηλώνει ότι: «Περισσότερο από ποτέ άλλοτε ο στόχος της σοσιαλδημοκρατίας είναι να προχωρήσει, μέσα από μια νέα πολιτική, σε δημοκρατικές, ανθρώπινες και οικολογικές μεταρρυθμίσεις της βιομηχανικής κοινωνίας.»

δ) το τέταρτο ρεύμα, μειοψηφικό μεν, αλλά απέχοντας πολύ από το να είναι αριθμητικά αμελητέο, είναι ο οικοσοσιαλισμός  που ενσωματώνει τα επιτεύγματα του μαρξισμού - ενώ ταυτόχρονα απορρίπτει τη λογική του παραγωγισμού. Οι οικοσοσιαλιστές κατανοούν ότι η αγορά και η λογική του κέρδους δεν είναι συμβατές με τις οικολογικές απαιτήσεις. Ασκούν κριτική στην ιδεολογία που εκφράζουν τα κυρίαρχα ρεύματα του εργατικού κινήματος και κατανοούν ότι οι εργάτες και οι εργάτριες καθώς και οι οργανώσεις τους είναι μια ουσιαστική δύναμη για τον κοινωνικό μετασχηματισμό. Ο οικοσοσιαλισμός είναι το ρεύμα μέσα στο εργατικό και οικολογικό κίνημα που είναι το πιο ευαίσθητο στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαών του Νότου. Έρχεται σε ρήξη με τον παραγωγισμό ως ιδεολογία της προόδου – στην καπιταλιστική ή/και στη γραφειοκρατική του μορφή -  και αντιτίθεται στην απεριόριστη επέκταση ενός περιβαλλοντικά καταστροφικού συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης. Κατανοεί ότι η «αειφόρος ανάπτυξη» είναι ανέφικτη μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.

Ο αντικειμενικός μας στόχος είναι να ενισχύσουμε αυτό το ρεύμα και να πείσουμε τους εργάτες και τις εργάτριες ότι οι επιμέρους μεταρρυθμίσεις είναι ανεπαρκείς.

Η μικρο-ορθολογικότητα πρέπει να αντικατασταθεί με τη σοσιαλιστική, οικολογική μακρο-ορθολογικότητα που επιζητεί μια οικονομική και πολιτισμική αλλαγή. Αυτό είναι αδύνατο χωρίς ένα σε βάθος τεχνολογικό επαναπροσανατολισμό με επιδίωξη την αντικατάσταση των σύγχρονων ενεργειακών πηγών με άλλες μη ρυπογόνες και ανανεώσιμες όπως η ηλιακή ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο θέμα που βρίσκεται μπροστά μας είναι το ζήτημα του ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής και πάνω απ' όλα στις αποφάσεις που σχετίζονται με την επιστημονική έρευνα και την τεχνολογική ανάπτυξη και ανανέωση.

Μια καθολική αναδιοργάνωση του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης είναι αναγκαία, θεμελιωμένη με κριτήρια τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων και τη προστασία του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια μια οικονομία σε μετάβαση προς το σοσιαλισμό, βασισμένη στη δημοκρατική επιλογή των προτεραιοτήτων και των επενδύσεων από τους ίδιους τους ανθρώπους - και όχι από τους νόμους της αγοράς. Μια σχεδιασμένη οικονομία, ικανή να βρίσκει πρόσφορους τρόπους να ξεπερνά τις εντάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και τις επιταγές της προστασίας του περιβάλλοντος. Μια μετάβαση που θα οδηγήσει σ' ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής, μια νέα κουλτούρα, πέρα από την κυριαρχία του χρήματος, των καταναλωτικών συνηθειών που τεχνητά υποκαθορίζονται από τη διαφήμιση και την ατελείωτη παραγωγή περιβαλλοντικά επιβλαβών εμπορευμάτων.