ΑΠΟ ΤΟΝ ΜΑΡΞ…ΣΤΟΝ ΟΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ – Michael Lowy

Θα έπαιρνα ως αφετηρία το φαινόμενο της ορθολογικοποίησης που αναλύθηκε από τον Μαξ Βέμπερ. Σύμφωνα με τον Βέμπερ, προτείνω τη διάκριση τριών όψεων -στενά συνδεδεμένων μεταξύ τους- της διαδικασίας ορθολογικοποίηοης που αποτελεί χαρακτηριστικό στοιχείο, από την εποχή της Βιομηχανικής Επανάστασης, των σύγχρονων καπιταλιστικών κοινωνιών (το ίδιο ισχύει, σε σημαντικό βαθμό, για τις γραφειοκρατικές κοινωνίες της Ανατολικής Ευρώπης που κατέρρευσαν):
1) Την «Zweckralionalitat» ή τον «ορθολογικότητα -ως - τελικότητα», η χρήση δηλαδή ορθολογικών μέσων για την επίτευξη στόχων που δεν έχουν τίποτε το ορθολογικό και της οποίας την τιμητική θεσμική έκφραση αποτελεί η γραφειοκρατία. Είναι αυτό που η σχολή της Φρανκφούρτης αποκαλούσε οριακή ορθολογικότητα, έναν τύπο συμβατό με τους πλέον κραυγαλέους ανορθολογισμούς. Ακραίο του παράδειγμα αποτελούσε η ορθολογική και γραφειοκρατική διαχείριση της γενοκτονίας των Εβραίων. Πέρα όμως από ακραίες περιπτώσεις, είναι η ίδια η λογική της «κανονικής» λειτουργίας της καπιταλιστικής οικονομίας και των γραφειοκρατικών θεσμών, η οποία συνδυάζει όπως υπογράμμιζε ο Έρνεστ Μαντέλ., το μερικό ορθολογισμό με τον πλήρη ορθολογισμό (Ε. Μαντέλ «Power and Money. Α Marxist Theory οf Bureaucracy». London, Varso, 1992, σελ. 182)
2) Τη διαφοροποίηση και την αυτονόμηση των σφαιρών, που προκύπτουν από το χωρισμό του οικονομικού, του πολιτικού, του κοινωνικού και του πολιτιστικού τομέα. Η οικονομία της αγοράς μετατρέπεται σε αυτορυθμιζόμενο σύστημα που δεν «εντοιχίζεται» μέσα στην κοινωνία (για να επαναλάβουμε τη διάσημη έκφραση του Καρλ Πολάνυι) και το οποίο ξεφεύγει από κάθε πολιτικό, κοινωνικό ή ηθικό έλεγχο
3) Την «Rechenhaftigkeit» ή πνεύμα του ορθολογικού υπολογισμού, δηλαδή τη γενική τάση για ποσοτικοποίηση. Οι ποιοτικές, ηθικές, κοινωνικές ή φυσικές αξίες είναι καταδικασμένες να εξαφανιστούν, να υποβαθμισθούν ή να παραμεριστούν από αυτήν την ποσοτικοποίηση η οποία βρίσκει την αμεσότερη έκφρασή της στην απόλυτη κυριαρχία της αξίας ανταλλαγής των εμπορευμάτων και στον εκχρηματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Σήμερα, η ορθολογική διαδικασία της  επιδίωξης του μεγίστoυ κέρδους» έχει φθάσει στο επίπεδο της επέκτασής της σε ολόκληρο τον πλανήτη, υπό την αιγίδα θεσμών, όπως το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίoυ, η Διεθνής Τράπεζα ή η G-7 .
Δυστυχώς, η νεοφιλελεύθερη Ευρώπη του Μάαστριχτ δεν καταφέρνει να ξεφύγει από αυτή τη λογική... Οι πρώτοι που άσκησαν κριτική στον βιομηχανικό και καπιταλιστικό πολιτισμό ήταν οι ρομαντικοί: από τα τέλη του 18oυ αιώνα (Ρουσσσώ) έως τις μέρες μας (ο Άγγλος Ιστορικός Ε.Π. Τόμσον), ο ρομαντισμός διαμαρτυρόταν ενάντια στην ποσοτικοποίηση, στον εκμηχανισμό και στην απογοήτευση που δημιουργείται από το σύγχρονο κόσμο, επικαλούμενος προκαπιταλιστικές πολιτιστικές, κοινωνικές ή ηθικές αξίες.
Η ρύπανση των μεγάλων πόλεων και οι βλάβες που συνεπάγεται για το περιβάλλον ο εκμηχανισμός,  αποτελούν πάγια θέματα της ρομαντικής κoυλτούρας. Το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα αποτελεί το μυθιστόρημα του κ. Ντίκενς «Δύσκολοι καιροί» - ένα από τα αγαπημένα του Κ. Μαρξ - στο οποίο ο συγγραφέας περιγράφει τη φανταστική βιομηχανική πόλη του Κόκταουν σαν ένα «ελεεινό φρούριο» στο οποίο «το τούβλο δεν αφήνει τη φύση να εισχωρήσει αλλά ούτε και τα δηλητηριώδη αέρια να ξεφύγουν». Οι Ψηλές καπνοδόχοι του «που ξέχυναν στον αέρα τούς δηλητηριασμένους στροβίλους τους» έκρυβαν τον ουρανό και τον ήλιο που βρισκόταν «αιωνίως σε έκλειψη, σαν πίσω από ένα σκούρο τζάμι». Αυτοί που «δίψαγαν για μια ανάσα καθαρού αέρα», που επιθυμούσαν να δουν ένα καταπράσινο τοπίο, δέντρα και  πουλιά, το λαμπερό γαλάζιο τ' ουρανού, όφειλαν να μετακινηθούν αρκετά χιλιόμετρα με το τρένο και να περπατήσουν στους αγρούς. Όμως, ακόμη κι εδώ, δεν μπορούσαν να είναι ήσυχοι: τα πηγάδια των ορυχείων που εγκαταλείφθηκαν μετά την εξάντληση των κοιτασμάτων σιδήρου και άνθρακα, κρυμμένα από το χορτάρι, μεταμορφώνονταν σε θανάσιμες παγίδες. Εάν αντικαταστήσει κανείς τα εγκαταλελειμμένα πηγάδια με τα τοξικά ή τα πυρηνικά απόβλητα, θα διαπιστώσει ότι η κατάσταση δεν έχει αλλάξει ιδιαίτερα, από το 1854 που πρωτοδημοσιεύθηκε το μυθιστόρημα… Η ρομαντική νοσταλγία του χαμένου παραδείσου και των οργανικών κοινοτήτων των παλαιότερων εποχών πήρε, κατά τη διάρκεια της ιστορίας του ρομαντισμού, μορφές, οι οποίες, άλλοτε υπήρξαν εξωραϊστικές αναπολήσεις του παρελθόντος και οπισθοδρομικές και άλλοτε ουτοπικές και επαναστατικές.
Στην τελευταία περίπτωση, δεν πρόκειται πλέον για μια επιστροφή στο παρελθόν αλλά για μία στροφή προς το μέλλον: για τον Πιέρ Λερού, τον Ουίλιαμ Μόρρις και τον Χέρμπερτ Μαρκούζε -για να αρκεστούμε σε τρία, μόνον παραδείγματα - η μελλοντική ουτοπία μας επιτρέπει να ξαναβρούμε τη χαμένη κοινότητα, με νέα όμως μορφή, η οποία και θα ενσωματώνει τα κεκτημένα της νεωτερικότητας: την ελευθερία, την ισότητα, την αδελφοσύνη και τη δημοκρατία.
Ο σοσιαλισμός και η οικολογία - ή τουλάχιστον ορισμένα από τα ρεύματά τους -είναι, ο καθένας με τον τρόπο του, οι κληρονόμοι της κριτικής που άσκησε ο ρομαντισμός. Οι αντικειμενικοί τους στόχοι προϋποθέτουν την υπέρβαση του οργανικού ορθολογισμού, της αυτονόμησης της οικονομίας, της κυριαρχίας της ποσοτικοποίησης, της παραγωγής ως αυτοσκοπού, της δικτατορίας του χρήματος, και της υποταγής του κοινωνικού συνόλου στους υπολογισμούς των περιθωρίων κέρδους και στις ανάγκες συσσώρευσης του κεφαλαίου. Και οι δυο επικαλούνται ποιοτικές αξίες: από τη μία πλευρά την αξία χρήσης, την ικανοποίηση των αναγκών, την κοινωνική ισότητα και από την άλλη την προστασία της φύσης και της οικολογικής ισορροπίας. Και οι δύο αντιλαμβάνονται την οικονομία στενά ενσωματωμένη μέσα στο κοινωνικό και στο φυσικό περιβάλλον. Όμως, πέρα από αυτό, υπάρχουν ουσιαστικές διαφορές οι οποίες μέχρι σήμερα χωρίζουν τους "κόκκινους" και τους "πράσινους", τους Μαρξιστές και τους οικολόγους. Οι οικολόγοι κατηγορούν τον Μαρξ και τον Ένγκελς για παραγωγικίστικη αντίληψη. Είναι άραγε θεμελιωμένη αυτή η κατηγορία; και ναι και όχι. 
Όχι, στο βαθμό που κανείς δεν κατήγγειλε περισσότερο από τον Μαρξ την καπιταλιστική λογική της παραγωγής για την παραγωγή, τη συσσώρευση κεφαλαίου, πλούτου και εμπορευμάτων ως αυτοσκοπού. Η ίδια η ιδέα του σοσιαλισμού -αντίθετα με τις ελεεινές γραφειοκρατικές απομιμήσεις του - στηρίζεται στην παραγωγή αξιών χρήσης. Αγαθών πού είναι αναγκαία για την ικανοποίηση των ανθρώπινων αναγκών. Ο ουσιαστικότερος στόχος της τεχνικής προόδου δεν είναι η απεριόριστη αύξηση των αγαθών («του έχειν»), αλλά η μείωση της εργάσιμης ημέρας και η αύξηση του ελεύθερου χρόνου («του είναι» ).
Ναι, στο βαθμό που συναντάμε συχνά στον Μαρξ ή στov Ένγκελς (και ακόμη συχνότερα στο μεταγενέστερο μαρξισμό), μια τάση μετατροπής της «ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων» σε κύριο φορέα της προόδου, καθώς και θέσεις που είναι ελάχιστα κριτικές απέναντι στο βιομηχανικό πολιτισμό και ειδικότερα απέναντι στις καταστροφές που προκαλεί στο περιβάλλον. Το «ιερό» κείμενο που εκφράζει αυτήν την άποψη εντοπίζεται στο διάσημο πρόλογο της «Συμβολής στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας» (1859), ένα από τα γραπτά του Μαρξ που έχουν σημαδευθεί από έναν ορισμένο εξελικτικισμό, από την φιλοσοφία της προόδου, τον επιστημονισμό (το μοντέλο των επιστημών της φύσης) καθώς και από ένα όραμα των παραγωγικών δυνάμεων που στερείται οποιουδήποτε προβληματισμού. Στην πραγματικότητα, μπορεί να συναντήσει κανείς στα γραπτά του Μαρξ και του Ένγκελς υλικό που μπορεί να στοιχειοθετήσει και τις δύο ερμηνείες. Το παρακάτω απόσπασμα των Grundrisse αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα του ελάχιστα κριτικού θαυμασμού που έτρεφε ο Μαρξ για το «εκπολιτιστικό» έργο της καπιταλιστικής παραγωγής και για τη βίαιη μετατροπή της φύσης σε εργαλείο: "Κατ' αυτόν τον τρόπο, η παραγωγή που στηρίζεται στο κεφάλαιο δημιουργεί, αφενός την παγκόσμια βιομηχανία, δηλαδή την υπερεργασία και ταυτοχρόνως την εργασία που δημιουργεί αξίες, και αφετέρου, ένα σύστημα γενικής εκμετάλλευσης των ιδιοτήτων της φύσης και τσυ ανθρώπου (...)". Το κεφάλαιο αρχίζει, λοιπόν να δημιουργεί την αστική κοινωνία και την καθολική ιδιοποίηση της φύσης και δημιουργεί ένα δίκτυο που ενσωματώνει όλα τα μέλη της κοινωνίας: αυτή είναι η μεγάλη εκπολιτιστική δράση του κεφαλαίου. Υψώνεται σε ένα τέτοιο κοινωνικό επίπεδο που όλες οι προγενέστερες κοινωνίες εμφανίζονται ως, καθαρά τοπικού χαρακτήρα, αναπτύξεις της ανθρωπότητας και σαν ειδωλολατρία της φύσης. Πράγματι, η φύση μετατρέπεται σε ένα απλό αντικείμενο για τον άνθρωπο, σε ένα χρήσιμο πράγμα. Δεν την αναγνωρίζει πλέον σαν δύναμη. Η θεωρητική κατανόηση των νόμων της φύσης παρουσιάζει όλα τα χαρακτηριστικά του τεχνάσματος που προσπαθεί να υποτάξει τη φύση στις ανθρώπινες ανάγκες, είτε ως καταναλωτικό αντικείμενο είτε ως μέσον παραγωγής. Παρ' όλα αυτά, συναντάμε επίσης στον Μαρξ και στον Έγκελς έναν κάποιο αριθμό κειμένων που εμφανίζουν μία περισσότερο κριτική αντίληψη για τις «παραγωγικές δυνάμεις. Στη "Γερμανική Ιδεολογία", παραδείγματος χάριν, συναντάμε το παρακάτω απόσπασμα: «Κατά την ανώπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, φθάνει ένα στάδιο όπου δημιουργούνται παραγωγικές δυνάμεις και μέσα κυκλοφορίας των αγαθών που δεν μπορεί παρά να αποδειχθούν ολέθρια μέσα στο πλαίσιο των υπαρχουσών σχέσεων. Δεν πρόκειται πλέον για παραγωγικές δυνάμεις αλλά για δυνάμεις καταστροφής (ο εκμηχανισμός και το χρήμα)». Αυτή η ιδέα δεν αναπτύχθηκε από τον Μαρξ και δεν είναι βέβαιο ότι η εν λόγω καταστροφή αφορά επίσης και τη φύση. Μεταξύ των ελαχίστων κειμένων, όπου ο Μαρξ αναφέρεται ρητά στις εκτεταμένες καταστροφές που προξενεί το κεφάλαιο στο φυσικό περιβάλλον - καθώς επίσης και μία διαλεκτική αντίληψη των αντιφάσεων της «προόδου» που δημιουργούν οι παραγωγικές δυνάμεις - εντοπίζεται στο διάσημο απόσπασμα του «Κεφαλαίου» για την καπιταλιστική γεωργία: "Με αυτόν τον τρόπο καταστρέφει και τη φυσική υγεία του εργάτη των αστικών περιοχών και την πνευματική ζωή του εργάτη της υπαίθρου. Κάθε βήμα προς την πρόοδο της καπιταλιστικής γεωργίας, κάθε βραχυπρόθεσμο κέρδος γονιμότητας, αποτελεί ταυτόχρονα ένα βήμα για την καταστροφή των διαρκών πηγών που εξασφαλίζουν αυτήν την ίδια γονιμότητα. Όσο μία χώρα, οι ΗΠΑ παραδείγματος χάριν, αναπτύσσεται στη βάση της μεγάλης βιομηχανίας, αυτή η διαδικασία καταστροφής θα πραγματοποιείται με γρηγορότερους ρυθμούς. Συνεπώς, η καπιταλιστική παραγωγή δεν αναπτύσσει την τεχνική και τον συνδυασμό της διαδικασίας της κοινωνικής παραγωγής, παρά μόνον εξαντλώντας ταυτόχρονα τις δύο πηγές από όπου παράγεται κάθε πλούτος: τη γη και τον εργαζόμενο»
Ακόμη και στον Έγκελς, ο οποίος τόσο συχνά εξύμνησε την «κυριαρχία» και την «τιθάσευση» της φύσης από τον άνθρωπο, συναντάμε γραπτά που εφιστούν την προσοχή, με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο, στους κινδύνους που εμπεριέχει μια τέτοια στάση. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω απόσπασμα από το άρθρο «Ο ρόλος της εργασίας στη μεταμόρφωση του πιθήκου σε άνθρωπο» (1876): «Δεν θα πρέπει να καυχιόμαστε υπερβολικά για τις νίκες του ανθρώπου πάνω στη φύση. Για κάθε μία από αυτές τις νίκες, η φύση μας εκδικείται. Είναι αλήθεια ότι κάθε νίκη μάς εξασφαλίζει, στην αρχή, τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Στη συνέχεια όμως και μακροπρόθεσμα, έχει διαφορετικές, αναπάντεχες συνέπειες, οι οποίες πολύ συχνά αμαυρώνουν τα αρχικά αποτελέσματα. Οι άνθρωποι που κατέστρεψαν τα δάση στη Μεσοποταμία, στη Μικρά Ασία, στην Ελλάδα αλλά και αλλού, για να εξασφαλίσουν καλλιεργήσιμη γη, ποτέ δεν φαντάστηκαν ότι μαζί με τα δάση κατέστρεφαν και τα κέντρα συλλογής υδάτων και τις δεξαμενές υγρασίας, με αποτέλεσμα να απογυμνωθεί το έδαφος των χωρών τους. Όταν οι Ιταλοί έκοψαν στις νότιες πλαγιές των Άλπεων τα πευκοδάση που τόσο αγαπούσαν, οι κάτοικοι της βόρειας πλευράς, δεν είχαν την παραμικρή ιδέα ότι με αυτήν την ενέργειά τους έκοβαν ταυτόχρονα τις ρίζες της γαλακτοκομικής βιομηχανίας της περιοχής τους. Ούτε, βέβαια, μπορούσαν να προβλέψουν ότι αυτή η πρακτική θα στερούσε το νερό από τις ορεινές πηγές κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου μέρους του χρόνου (…). Τα γεγονότα μας υπενθυμίζουν, σε κάθε μας βήμα, ότι δεν βασιλεύουμε διόλου επάνω στη φύση, όπως ένας κατακτητής κυβερνά έναν ξένο λαό. Δεν είμαστε έξω από τη φύση, της ανήκουμε. Της ανήκει το σώμα μας, το αίμα μας, ο εγκέφαλός μας, ζούμε στους κόλπους της. Όσο για την κυριαρχία μας επάνω στη φύση, αυτή εντοπίζεται στο πλεονέκτημα που διαθέτουμε, σε σύγκριση με τα άλλα είδη, να γνωρίζουμε τους νόμους της και να μπορούμε να επωφεληθούμε από αυτούς, χρησιμοποιώντας την εξυπνάδα μας»
Δεν θα ήταν δύσκολο να εντοπίσουμε και άλλα παραδείγματα. Παρ' όλα αυτά, θα πρέπει να παραδεχτούμε ότι ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν διαθέτουν μία συνολική οικολογική προοπτική. Η αισιόδοξη αντίληψή τους για την απεριόριστη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων - μόλις εξαλειφθεί το εμπόδιο ποου αντιπροσωπεύουν οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής που τις περιορίζουν - δεν είναι δυνατόν να  υποστηριχθεί πλέον. Και αυτό, όχι μόνον από καθαρά οικονομική άποψη - κίνδυνος της εξάντλησης των πρώτων υλών - αλλά και από την άποψη της απειλής της ανατροπής της οικολογικής ισορροπίας του πλανήτη, εξαιτίας της παραγωγίστικης λογικής του κεφαλαίου (ή του χλωμού μιμητή του, της αποθανούσης πλέον «σοσιαλιστικής» γραφειοκρατίας).  Θα μπορούσαμε να κλείσουμε, προσωρινά, αυτήν τη συζήτηση με μια πρόταση - κατά τη γνώμη μου εύστοχη -που διατυπώνει ο Ντανιέλ Μπενσαίντ στο πρόσφατο -και αξιόλογο - έργο του για τον Μαρξ: αναγνωρίζοντας ότι θα ήταν εξίσου καταχρηστικό να απαλλάξουμε τον Μαρξ από τις «προοδευτικές» και «προμηθεϊκές» ιδέες που κυριαρχούσαν στην εποχή του μετατρέποντάς τον σε κήρυκα της πλέον ακραίας βιομηχανοποίησης, προτείνει ένα πολύ πιο γόνιμο διάβημα: να εγκατασταθούμε μέσα στις αντιφάσεις του Μαρξ και να τις πάρουμε στα σοβαρά. Φυσικά, η σημαντικότερη αντίθεση είναι εκείνη μεταξύ των παραγωγικίστικων διακηρύξεων που εμφανίζονται σε ορισμένα κείμενα και να της διαίσθησης ότι η πρόοδος μπορεί να αποτελέσει αιτία μη αναστρέψιμης καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος. Κατά τη γνώμη μου, το οικολογικό ζήτημα αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για την αναγέννηση της μαρξιστικής σκέψης στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Απαιτεί από τους μαρξιστές βαθιά πολιτική αναθεώρηση της παραδοσιακής αντίληψής τους για τις «παραγωγικές δυνάμεις» καθώς και μια ριζοσπαστική τομή με την ιδεολογία της προόδου και με το τεχνολογικό και οικονομικό παράδειγμα του σύχρονου βιομηχανικού πολιτισμού.
Ο Βάλτερ Μπένγιαμιν υπήρξε ένας από τους πρώτους μαρξιστές του 20ού αιώνα που έθεσε αυτό το ζήτημα: ήδη από το 1928, στο βιβλίο του «Μονόδρομος», κατήγγειλε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση ως «ιμπεριαλιστική θεωρία» και πρότεινε μια νέα αντίληψη της τεχνικής ως «τον έλεγχο της σχέσης μεταξύ της φύσης και της ανθρωπότητας». Λίγα χρόνια αργότερα, στις θέσεις του για την αντίληψη της ιστορίας, προτείνει τον εμπλουτισμό του ιστορικού υλισμού με τις ιδέες του Φουριέ, αυτού του ουτοπιστικού οραματιστή που είχε ονειρευτεί «μια εργασία η οποία, αντί να εκμεταλλεύεται τη φύση, θα είναι σε θέση να συμβάλλει στη γέννηση των δημιουργημάτων των υπνώττουν μέσα στη φύση».
Ακόμη και σήμερα, ο μαρξισμός ελάχιστα έχει καλύψει την καθυστέρησή του σε αυτόν τον τομέα. 'Όμως, ορισμένοι στοχαστές έχουν ήδη αρχίσει να ασχολούνται με αυτό το ζήτημα. Ένα γόνιμο μονοπάτι ανοίχθηκε από τον James Ο' Connor, Αμερικανό οικολόγο και «μαρξιστή -Πολανυιστή»: θα πρέπει να προσθέσουμε στην πρώτη αντίφαση του καπιταλισμού που εξέτασε ο Μαρξ (την αντίθεση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και σχέσεων παραγωγής) μια δεύτερη αντίφαση, την αντίφαση μεταξύ των παραγωγικών δυνάμεων και των συνθηκών παραγωγής, οι οποίες και αφορούν τους εργαζόμενους, τον αστικό χώρο και τη φύση. Με την ίδια του την επεκτατική δυναμική, το κεφάλαιο θέτει σε κίνδυνο ή καταστρέφει τις ίδιες του τις συνθήκες παραγωγής, αρχίζοντας από το φυσικό περιβάλλον. Αυτήν τη δυνατότητα ο Μαρξ δεν την είχε λάβει αρκετά σοβαρά υπόψη. Μια άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση προτείνεται σε ένα πρόσφατο κείμενο ενός Ιταλού «οικομαρξιστή» ο οποίος -ξεκινώντας από το έδαφος της «Γερμανικής Ιδεολογίας» που αναφέραμε παραπάνω- παρατηρεί: «Ο τύπος, σύμφωνα με τον οποίο παράγεται μια μετατροπή των εν δυνάμει παραγωγικών δυνάμεων με πραγματικά καταστροφικές δυνάμεις, ιδίως όσον αφορά το περιβάλλον, μας φαίνεται ως περισσότερο κατάλληλος και ουσιαστικός από το γνωστό σχήμα της αντίθεσης μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων (δυναμικές) και των σχέσεων παραγωγής (που αποτελούν δεσμά). Άλλωστε, αυτός ο τύπος επιτρέπει να προσδώσουμε στην οικονομική, τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη μια κριτική και όχι απολογητική θεμελίωση. Μπορούμε συνεπώς να δημιουργήσουμε μια «διαφοροποιημένη» αντίληψη για την πρόοδο (Ε. Μπλοχ)»
Το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη, μαρξιστικό ή μη (συνδικάτα, σοσιαλδημοκρατικά και κομμουνιστικά κόμματα), παραμένει ακόμα βαθύτατα σημαδεμένο από την ιδεολογία της «προόδου» και από τον παραγωγισμό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, φθάνει οτο σημείο να υπερασπιστεί την πυρηνική ενέργεια ή την αυτοκινητοβιομηχανία. Tαυτόχρονα, όμως, έχει αρχίσει να αναπτύσσεται η οικολογική ευαισθητοποίηση, ιδιαίτερα στα συνδικάτα και στα κόμματα της αριστεράς στη Σκανδιναβία, στη Γερμανία, στην Ισπανία κ.ά. Η μεγάλη συμβολή της οικολογίας υπήρξε -και είναι ακόμα και σήμερα -η συνειδητοποίηση των κινδύνων που απειλούν τον πλανήτη και οι οποίοι αποτελούν συνέπεια του σημερινού τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης: η ρύπανση της ατμόσφαιρας, των υδάτων και του εδάφους που ακολουθεί ρυθμούς γεωμετρικής προόδου, η μαζική εξόντωση πολυαρίθμων ειδών, η ερημοποίηση γόνιμων εδαφών, η ανεξέλεγκτη συσσώρευση ραδιενεργών αποβλήτων, η συνεχής απειλή νέων Τσέρνομπιλ, ο ιλιγγιώδης ρυθμός της καταστροφής των δασών, το φαινόμενο του θερμοκηπίου, ο κίνδυνος καταστροφής της στιβάδας του όζοντος (που θα καθιστούσε αδύνατη τη διατήρηση της οργανικής ζωής στον πλανήτη) συνθέτουν ένα σενάριο καταστροφής που θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κρίση του πολιτισμού που απαιτεί ριζοσπαστικές αλλαγές. Το πρόβλημα εντοπίζεται στο γεγονός ότι οι προτάσεις που προβάλλει ένα τμήμα της ευρωπαϊκής πολιτικής οικολογίας είναι συχνά ιδιαίτερα ανεπαρκείς ή οδηγούν σε αδιέξοδα. Η κυριότερη αδυναμία τους εντοπίζεται στο γεγονός ότι αγνοούν την αναγκαία σχέση μεταξύ παραγωγισμού και καπιταλισμού: οδηγούνται κατ' αυτόν τον τρόπο στην αυταπάτη ενός «καθαρού καπιταλισμού» ή σε μεταρρυθμίσεις τις οποίες θεωρούν ικανές να ελέγξουν τις «υπερβολές» (π.χ. τους περιβαλλοντικούς φόρους). Σε άλλες περιπτώσεις, παίρνοντας ως αφορμή τη μίμηση του δυτικού παραγωγίστικου μοντέλου από τις γραφειοκρατικές διευθυνόμενες οικονομίες, βάζουν στο ίδιο τσουβάλι τον καπιταλισμό και τον «σοσιαλισμό» σαν παραλλαγές τον ίδιου μοντέλου. Αυτό το επιχείρημα έχασε μεγάλο μέρος της αξίας του μετά την κατάρρευση του αυτοαποκαλούμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού».
Οι οικολόγοι διαπράττουν σημαντικό λάθος, εάν νομίζουν ότι μπορούν να αποφύγουν την μαρξιστική κριτική τov καπιταλισμού: μια οικολογία που δεν συνειδητοποιεί τη σχέση ανάμεσα στον παραγωγισμό και στη λογική τoυ κέρδους είναι καταδικασμένη στην αποτυχία ή -ακόμα χειρότερα –στην απορρόφησή της από το σύστημα. Τα παραδείγματα δυστυχώς δεν λείπουν... Θεωρώντας τouς εργαζόμενους ως αμετάκλητα καταδικασμένouς να υπηρετούν την παραγωγίστικη λογική, ορισμένοι oικολόγοι αρνούνται το εργατικό κίνημα και υιοθετούν ως έμβλημα το «ούτε δεξιά ούτε αριστερά». 
Ορισμένοι πρώην μαρξιστές, οι οποίοι στη συνέχεια στράφηκαν στην οικολογία σπεύδουν να αποχαιρετήσουν την εργατική τάξη, ενώ άλλοι επιμένουν ότι θα πρέπει να εγκαταλείψουμε το «κόκκινο» (δηλαδή το μαρξισμό ή το σοσιαλισμό) και να προσχωρήσουμε στο «πράσινο», το νέο μοντέλο που προορίζεται να δώσει την απάντηση σε όλα τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. 
Τέλος, στις ακραίες οικολογικές τάσεις (τις αποκαλούμενες ως «βαθιά οικολογία», άρχισε να διαγράφεται, υπό το πρόσχημα της καταπολέμησης τoυ ανθρωποκεντρισμού, μια άρνηση τoυ oυμανισμού η οποία και οδηγεί σε απόψεις που τοποθετούν όλα τα ζωντανά είδη στην ίδια μοίρα. Θα έπρεπε άραγε να θεωρούμε ότι ο βάκιλος του Κωχ ή ο ανωφελής κώνωψ έχουν το ίδιο δικαίωμα στη ζωή με ένα παιδί που έχει προσβληθεί από φυματίωση ή από ελονοσία; Η ανωτερότητα των απόψεων των οικοσοσιαλιστών έγκειται στο γεγονός ότι αποφεύγουν τις παγίδες αυτού τoυ είδους. Ενσωματώνoυν τα θεμελιώδη δεδομένα του μαρξισμού -αποβάλλοντας παράλληλα τις σκoυριές τoυ παραγωγισμού -και κατανοούν ότι η λογική της αγοράς και τoυ κέρδους (όπως επίσης και αυτή τoυ τεχνογραφειοκρατικού αυταρχισμού των τέως «λαϊκών δημοκρατιών») είναι ασυμβίβαστες με τις οικολογικές απαιτήσεις. 'Οσο και αν επικρίνουν την ιδεολογία των κυριότερων τάσεων τoυ εργατικού κινήματος, γνωρίζoυν ότι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους αποτελούν μια δύναμη η οποία είναι αναγκαία για οποιοδήποτε ριζοσπαστικό μετασχηματισμό του συστήματος.
Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε κυρίως -με βάση τις θεωρητικές αναζητήσεις μερικών Ρώσων πρωτοπόρων τoυ τέλους τoυ 19ου αιώνα (Σερζ Ποντολίνσκι, Βλαντιμίρ Βερνάτσκι) - τα τελευταία είκοσι πέντε έτη, χάρις στα έργα διανοητών όπως ο Μανoυέλ Σακριστάν, ο Ράιμοντ Oυίλιαμς, ο Ρούντολφ Μπάρο (στα πρώτα του έργα) και ο Αντρέ Γκορζ (το ίδιο). Πολύτιμες υπήρξαν, επίσης, οι συμβολές των Τζέιμς Ο' Κόνορ, Μπάρι Κόμονερ, Tεντ Μπέντον, Χoυάν Μαρτίνεζ Αλιέ, Φρανσίσκο Φερνάντες Μπιέι, Χόρχε Ρίεχμαν, Ζαν Πολ Ντελάζ, Γιούτα Nτίτφουρτ, Τόμας Έμπερμαν, Ράνιε Τράμπερτ, Έρχαρτν Έπλερ, Έλμαρ Αλτβάτερ, Φράιντερ 'Οττο Γουλφ και πολλών άλλων πou εκφράζονται μέσα από ένα δίκτυο περιοδικών όπως το Capitalism, Nature and Socialism, η Ecologie Politique.
Aυτό το ρεύμα -το οποίο υπάρχει στα κόμματα των «Πρασίνων», στα «πράσινα και κόκκινα κινήματα», καθώς επίσης και στην άκρα αριστερά αλλά και στην «κλασική» αριστερά -δεν είναι διόλου ομοιογενές. Παρ' όλα αυτά, οι αντιπρόσωποί τou συμμερίζονται ορισμένες κοινές θέσεις. Καθώς έχει έλθει σε ρήξη με την παραγωγικίστικη ιδεολογία της προόδου - στην καπιταλιστική και/ή στην γραφειοκρατική της εκδοχή -και δεδομένου τoυ ότι αντιτίθεται στην απεριόριστη επέκταση ενός μοντέλoυ παραγωγής και κατανάλωσης που αποδείχθηκε καταστροφικό για το περιβάλλον, αντιπροσωπεύει την πλέον προχωρημένη τάση τoυ οικολογικού κινήματος, την πλέον ευάισθητοποιημένη στα ζητήματα που αφορούν τους εργαζομένους και τους λαούς του Nότου. Έχει συνειδητοποιήσει την αδυναμία επίτευξης της βιώσιμης ανάπτυξης μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.
Η επαναστατική ουτοπία ενός «πράσινου» σοσιαλισμού ή ενός «ηλιακού κομμουνισμού» δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να δράσουμε, ήδη από σήμερα. Το να μη διατηρούμε αυταπάτες για τη δυνατότητα «οικολογικοποίησης» του καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι δε θα πρέπει να αρχίσουμε τον αγώνα για άμεσες μεταρρυθμίσεις. Μερικές μoρφές οικολογικών φόρων μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες, υπό τον όρο να επιβληθούν ακολουθώντας μια κοινωνική εξισωτική, να πληρώνουν δηλαδή οι ρυπαίνοντες και όχι οι καταναλωτές.
Η οικοσοσιαλιστική φιλοσοφία στηρίζεται σε δύο θεμελιώδη επιχειρήματα:
1. Είναι αδύνατoν να επεκταθεί σε ολόκληρο τον πλανήτη το σημερινό μοντέλο παραγωγής και κατανάλωσης που εφαρμόζεται στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες και το οποίο στηρίζεται στη λογική της απεριόριστης συσσώρευσης (κεφαλαίου, κερδών, εμπορευμάτων), στην σπατάλη των πόρων, στην επιδεικτική κατανάλωση και στη διαρκώς επιταχυνόμενη καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Κάτι τέτοιο θα συνεπαγόταν τεράστια οικολογική κρίση. Σύμφωνα με πρόσφατους υπολογισμούς, εάν επεκτεινόταν στο σύνολο του πληθυσμού του πλανήτη τo ενεργειακό μοντέλο των ΗΠΑ, τα γνωστά αποθέματα πετρελαίου θα εξαντλούνταν μέσα σε δεκαεννέα ημέρες. Κατά συνέπεια, αυτό το σύστημα στηρίζεται αναγκαστικά στη διατήρηση -ή και στην επιδείνωση - της κραυγαλέας ανισότητας ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο. Αφετέρου, η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση οδηγεί σε μία ολοένα μεγαλύτερη ένταση τα οικολογικά προβλήματα της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, μέσα από την «εξαγωγή της ρύπανσης» που πραγματοποιούν εσκεμμένα οι ιμπεριαλιστικές χώρες.
Άλλωστε αυτή η πολιτική απέκτησε πρόσφατα και μία ακαταμάχητη «νομιμοποίηση» από την άποψη της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ο Μ. Λώρενς Σάμμερς. κορυφαίος εμπειρογνώμων της Διεθνούς Τράπεζας, δήλωσε: «Η μέτρηση του κόστους που συνεπάγεται η επικίνδυνη για την υγεία ρύπανση εξαρτάται από την απώλεια απόδοσης που οφείλεται στην αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Από αυτήν την άποψη, μια δεδομένη ποσότητα επικίνδυνης ρύπανσης θα πρέπει να παράγεται σε χώρες με χαμηλότερα κόστη, δηλαδή με χαμηλότερο επίπεδο μισθών»
Αυτή η κυνική διατύπωση αποκαλύπτει τη λογική του παγκόσμιου κεφαλαίου καλύτερα από οποιονδήποτε καθησυχαστικό λόγο για την «ανάπτυξη», από εκείνους που παράγουν σωρηδόν οι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί.
2. Εν πάση περιπτώσει, η συνέχιση της καπιταλιστικής «Προόδου» και της επέκτασης ενός πολιτισμού που στηρίζεται στην αγορά, απειλούν άμεσα - βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα (οποιαδήποτε πρόβλεψη ως προς αυτό τo σημείο θα ήταν παρακινδυνευμένη) -την ίδια την επιβίωση του ανθρώπινου είδους. Συνεπώς, από oυμανιστική άποψη, η διαφύλαξη του περιβάλλοντος αποτελεί επιτακτική ανάγκη.
Ο στενοκέφαλος ορθολογισμός της καπιταλιστικής αγοράς, με την τάση τoυ για άμεσο υπoλογισμό κερδών και ζημιών, είναι από τη φύση του αντίθετος με τον οικολογικό ορθολογιομό, ο οποίος λαμβάνει υπόψη τoν μακροπρόθεσμο χαρακτήρα των φυσικών κύκλων. Οι οικοσοσιαλιστές θα πρέπει να εναντιωθούν στο φετιχισμό του εμπορεύματος και την αυτoνόμηση της οικονομίας από τo νεοφιλελευθερισμό. Γι' αυτούς, το μελλοντικό διακύβευμα θα συνίσταται στη δημιουργία μιας «ηθικής οικονομίας», με την έννοια που προσέδιδε ο Ε.Π. Τόμσον στον όρο. Θα πρόκειται δηλαδή για μία οικονομική πολιτική η οποία θα στηρίζεται σε μη νομισματικά και σε εξωοικονομικά κριτήρια: με άλλα λόγια, θα συνεπάγεται την εκ νέου διαπλοκή της οικονομίας με την oικολογία, την κοινωνία και την πολιτική.
Οι μερικές μεταρρυθμίσεις είναι τελείως ανεπαρκείς: θα πρέπει να αντικατασταθεί η μικρο-ορθολογικότητα του κέρδους από μία οικολογική μακρο-ορθολογικότητα. Αυτό απαιτεί μία πραγματική πολιτιστική αλλαγή. Κάτι τέτοιο είναι αδύνατον χωρίς έναν βαθύ τεχνολογικό αναπροσανατολισμό, ο οποίος θα έχει ως στόχο την αντικατάσταση των σημερινών πηγών ενέργειας από άλλες (όπως η ηλιακή ενέργεια) οι οποίες θα είναι ανανεώσιμες και δε θα ρυπαίνουν.
Το πρώτο ζήτημα που τίθεται συνεπώς είναι αυτό του ελέγχου των μέσων παραγωγής και κυρίως της λήψης των αποφάσεων που αφορούν τις επενδύσεις και τις τεχνολογικές αλλαγές. Είναι αναγκαία μια αναδιοργάνωση του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης, η οποία να στηρίζεται σε κριτήρια τα οποία να μην υπαγορεύονται από την καπιταλιστική αγορά: τις πραγματικές ανάγκες του πληθυσμού (όχι απαραίτητα των πλέον «οικονομικά φερέγγυων») και τη διαφύλαξη του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια, μία οικονομία μετάβασης στο σοσιαλισμό, ενσωματωμένη «χτισμένη» (όπως θα έλεγε και ο Μπλάνκι) -μέσα στο κοινωνικό και φυσικό περιβάλλον, καθώς θα στηρίζεται στη δημοκρατική επιλογή των προτεραιοτήτων και των επενδύσεων η οποία θα πραγματοποιείται από τον ίδιο τoν πληθυσμό και όχι από τους «νόμους της αγοράς» ή από ένα «Πολίτ μπυρώ» αποτελούμενο από παντoγνώστες. 
Αυτή η μετάβαση θα  μπορούσε να οδηγήσει σε ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής, οτη δημιουργία ενός νέου πολιτισμού, πέρα από τη βασιλεία του χρήματος, από τις καταναλωτικές συνήθειες που υπαγορεύει η διαφήμιση και από τη συνεχή παραγωγή εμπορευάτων που βλάπτουν το περιβάλλον (π.χ. τo αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσης).
Πρόκειται για ουτοπία; Αν το εξετάσουμε από την ετυμολογική του πλευρά («ου τόπος», αυτό που δεν υπάρχει πουθενά), αναμφισβήτητα. Εάν όμως δεν πιστεύουμε, όπως ο Έγελος, ότι «οτιδήποτε είναι πραγματικό είναι ορθολογικό και οτιδήποτε είναι ορθολογικό είναι πραγματικό», πώς μπορούμε να συλλογιστούμε μία ουσιώδη ορθολογικότητα χωρίς να καταφύγουμε σε ουτοπίες; Η ουτοπία είναι αναγκαία για την κοινωνική αλλαγή, υπό τον όρο να στηρίζεται στις αντιφάσεις της πραγματικότητας και σε πραγματικά κοινωνικά κινήματα. Τις προυποθέσεις αυτές πληροί ο οικοοσιαλισμός, ο οποίος και προτείνει μια στρατηγική συμμαχιών μεταξύ «κόκκινων» και «πράσινων» (του εργατικού κινήματος και της οικολογίας), καθώς επίσης και την αλληλεγγύη προς όσους υφίστανται την καταπίεση και την εκμετάλλευση στο Νότο. Αυτή η στρατηγική συμμαχιών θα μπορούσε αρχικά να πραγματοποιηθεί στην Eυρώπη, στο βαθμό που τα δύο προαναφερθέντα κινήματα δραστηριοποιούνται στην κοινωνική και πολιτική σκηνή της «γηραιάς ηπείρου» και δεδομένου του ότι άρχισαν να πέφτουν οι φραγμοί που μέχρι οήμερα τα χώριζαν.
Ομως, αυτό προυποθέτει ότι η οικολογία θα εγκαταλείψει τις τάσεις της αντι-ουμανιστικής φυσιολατρείας, καθώς επίσης και την αξίωσή της να αντικαταστήσει την κριτική της πολιτικής οικονομίας. Ταυτόχρονα, αυτή η σύγκλιση απαιτεί από τους μαρξιστές να απαλλαγούν από την παραγωγίστικη λογική τoυς. Θα πρέπει δε να αντικαταστήσουν το μηχανιστικό σχήμα της αντίθεσης μεταξύ της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής που τις παρεμποδιζουν με την κατά πολύ γονιμότερη ιδέα της μετατροπής των εν δυνάμει παραγωγικών δυνάμεων σε δυνάμεις πραγματικά καταστροφικές. Η επαναστατική ουτοπία, ενός «πράσινου» σοσιαλισμού ή ενός «ηλιακού κομμουνισμού» δε σημαίνει ότι δεν πρέπει να δράσουμε, ήδη από σήμερα. Το να μη διατηρούμε αυταπάτες για τη δυνατότητα «οικολογικοποίησης» του καπιταλισμού δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να αρχίσουμε τoν αγώνα για άμεσες μεταρρυθμίσεις.
Παραδείγματος χάριν, μερικές μoρφές οικολογικών φόρων μπορεί να αποδειχθούν χρήσιμες, υπό τον όρο να επιβληθούν ακολουθώντας μια κοινωνική εξισωτική, να πληρώνουν δηλαδή οι ρυπαίνοντες και όχι οι καταναλωτές.
Θα πρέπει επίσης να απαλλαγούμε από τον μύθο  του υπολογισμού του «οικονομικού κόστους» των ζημιών που υφίσταται το περιβάλλον: πρόκειται για αξίες, οι οποίες είναι αδύνατον να μετρηθούν με νομισματικά κριτηρια.
Είναι απελπιστικά επείγον να κερδίσουμε χρόνο, να αγωνιστούμε αμέσως για την απαγόρευση των CFC που καταστρέφουν τη στοιβάδα τoυ όζοντος, για την καθιέρωση αυστηρών προδιαγραφών για τις εκπομπές αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου, για την αντιστροφή του κλίματος υπέρ των μέσων μαζικής μεταφοράς και τον περιορισμό του αυτοκινήτου ιδιωτικής χρήσεως που ρυπαίνει και το οποίο αποδεικύεται ως αντικοινωνικό.
Η μάχη για την υιοθέτηση των οικολογικών και των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να δημιουργήσει μία δυναμική αλλαγής και «μετάβασης», η οποία θα κινείται μεταξύ των ελαχίστων απαιτήσεων και του πλέον μαξιμαλιστικού προγράμματος.
Θα πρέπει όμως ταυτόχρονα να αρνηθούμε τα επιχειρήματα και να αντισταθούμε στις πιέσεις των κυρίαρχων συμφερόντων που επικαλούνται τους «νόμους της αγοράς» ή τον «εκσυγχρονισμό».
Ορισμένα αιτήματα είναι ήδη -ή μπορούν γρήγορα να γίνουν -σημείο σύγκλισης μεταξύ των κοινωνικών και των οικολογικών κινημάτων, των συνδικάτων και των υπερασπιστών του περιβάλλοντος, των «κόκκινων» και των «πράσινων»: 
-Η προώθηση των φθηνών -ή ακόμη και δωρεάν -μέσων μαζικής μεταφοράς (λεωφορειών, μετρό, τραμ, μετρό), έτσι ώστε να αποτελέσουν την εναλλακτική λύση στην ασφυξία και στη ρύπανση της πόλης και της υπαίθρου που προκαλείται από το αυτοκίνητο ιδιωτικής χρήσεως και από το σύστημα οδικών μεταφορών.
-Ο αγώνας ενάντια στο σύστημα του χρέους και των υπερφιλελεύθερων «αναδιαρθρώσεών» του που επιβάλλει στις χώρες του Νότου το ΔΝΤ και η Διεθνής Τράπεζα, με δραματικές κοινωνικές χαι οικολογικές συνέπειες: μαζική ανεργιά, καταστροφή του συστήματος κοινωνικής προστασίας, εξαφάνιση των καλλιεργειών που εξασφαλίζουν τη διατροφή του πληθυσμού, καταστροφή των φυσικών πόρων για την τόνωση των εξαγωγών, κ.ά. 
-Η διαφύλαξη της δημόσιας υγείας που απειλείται από τη ρύπανση του αέρα, των υδάτων (υδροφόρος ορίζοντας), ή των τροφίμων και η αντίσταση στην πλεονεξία των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. 
-Η μείωση του χρόνου εργασίας, αφενός ως απάντηση στο πρόβληιια της ανεργίας και αφετέρου ως όραμα μιας κοινωνίας, η οποία θα ευνοεί τον ελεύθερο χρόνο και όχι τη συσσώρευση αγαθών. Ομως, σε αυτή τη μάχη για έναν νέο πολιτισμό, ο οποίος θα είναι περισσότερο ανθρώπινος και θα σέβεται τη φύση, θα πρέπει να συστρατευθούν όλα τα κινήματα κοινωνικής χειραφέτησης. Όπως έλεγε χαραχτηριστικά ο Jorge Riechman, «από αυτό το πρόγραμμα δεν μπορεί να λείψει κανένα από τα χρώματα του ουράνιου τόξου: ούτε το κόκκινο του εργατικού, αντικαπιταλιστικού και εξισωτικού κινήματος, ούτε το μοβ των αγώνων για την απελευθέρωση της γυναίκας, ούτε το λευκό των μη βίαιων ειρηνιστικών κινημάτων, ούτε το μαύρο του αντιαυταρχικού αγώνα των αναρχιχών και των ελευθεριακών, και φυσικά ακόμη λιγότερο, ούτε το πράσινο του αγώνα για μία ανθρωπότητα ελεύθερη και δίκαιη η οποία θα ζει σε έναν κατοικήσιμο πλανήτη». Αυτός ο αγώνας αφορά ολόκληρο τον πλανήτη. Όμως, η Ευρώπη –εάν βέβαια κατορθώσει να αποκτήσει την ενότητά της με μία διαφορετική μορφή, απαλλαγμένη από τα νεοφιλελεύθερα δεσμά του Μάαστριχτ -έχει τη δυνατότητα να γίνει ένα από τα κυριότερα «εργαστήρια» για τη δημιουργία ενός διαφορετικού μέλλοντος. 

Μετάφραση από τα Γαλλικά: Βασίλης Παπακριβόπουλος