ΟΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ: ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ – Κώστας Σκορδούλης

Εισαγωγικά: Η παρουσία του Οικοσοσιαλισμού στην Ελλάδα

Ο οικοσοσιαλισμός ως ρεύμα πολιτικής σκέψης έχει περιορισμένη παρουσία στην Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι τα πρώτα έργα που μεταφράστηκαν έτυχαν ευρείας κυκλοφορίας[1], η σύγχρονη οικοσοσιαλιστική φιλολογία και ο αντίστοιχος προβληματισμός παραμένουν σχετικά άγνωστα στο ευρύ κοινό όχι μόνο της αριστεράς.

Προφανώς, το ίδιο ισχύει και για το ζήτημα της πολιτικής συγκρότησης του συγκεκριμένου ρεύματος. Η έκδοση και κυκλοφορία στην Ελλάδα ενός «Οικοσοσιαλιστικού Μανιφέστου»[2] συνέπεσε με την εκλογική προσπάθεια του Ζυκιέν στη Γαλλία και την προσπάθεια συγκρότησης ενός αριστερού οικολογικού ρεύματος στην Ευρώπη. Στην ίδια παράδοση μπορεί να ενταχθεί και το «Ζήσε άγρια και επικίνδυνα» της Γιούτα Ντίτφουρτ[3], η έκδοση του οποίου συμπίπτει με την εσωτερική κρίση στους «Πράσινους» της Γερμανίας.

Σχετικά με το σύγχρονο θεωρητικό οικοσοσιαλιστικό λόγο τα βασικά άρθρα που κυκλοφόρησαν ήταν: του James O' Connor στο περιοδικό «Κοινωνία και Φύση»[4], η συλλογή άρθρων «Κοινωνία και Φύση»[5] και το άρθρο του Michael Lowy στην «Εποχή»[6]. Πρόσφατα κυκλοφόρησε και το βιβλίο του John Bellamy Foster «Οικολογία και Καπιταλισμός»[7].

Ο στόχος του παρόντος κειμένου θα μπορούσε να χαρακτηριστεί μάλλον παιδευτικός.

Σκοπεύει να συγκροτήσει μια συνεκτική γενεαλογία του οικοσοσιαλιστικού ρεύματος στη βάση του τρέχοντος διεθνούς προβληματισμού. Παράλληλα, στοχεύει να συζητήσει τα βασικά ζητήματα που συγκροτούν την οικοσοσιαλιστική προοπτική και να την εντάξει στην προσπάθεια για ένα παγκόσμιο κίνημα κοινωνικής απελευθέρωσης.

 Προς μια λειτουργική γενεαλογία του Οικοσοσιαλισμού

Ο οικοσοσιαλισμός αναπτύχθηκε στη διάρκεια των τριάντα τελευταίων ετών, χάρις στις εργασίες στοχαστών όπως ο Raymond Williams, οι Rudolf Bahro και André Gorz (στα πρώτα έργα τους), από τις συνεισφορές των James O' Connor, Barry Commoner, John Bellamy Foster[8], Joel Covel, Jean Paule Déléage, Michael Lowy, Robyn Eckersley, Frieder Otto Wolf και άλλων, καθώς και από την δραστηριότητα των περιοδικών Capitalism, Nature and Socialism, Red Pepper κλπ.

Κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης εργασίας για την Οικολογία και το Σοσιαλισμό, το Σεπτέμβριο του 2001, συντάχθηκε στο Παρίσι από τον Joel Covel και τον Michael Lowy το «Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο». Το πολιτικό ντοκουμέντο με τίτλο «Οικολογία και Σοσιαλισμός» το οποίο υιοθετήθηκε από την Τέταρτη Διεθνή, εν πολλοίς απηχεί τις θέσεις και τη λογική που αναπτύσσονται στο μανιφέστο[9].

Tο οικοσοσιαλιστικό ρεύμα το οποίο αναπτύσσεται, στα κόμματα των «Πρασίνων», στα «πράσινα και κόκκινα κινήματα», στην άκρα αριστερά αλλά και στην «παραδοσιακή» αριστερά, δεν είναι ομογενές. Επομένως κάθε προσπάθεια για την ανίχνευση μιας κοινής φιλοσοφικής αφετηρίας θα ήταν ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη. Εν τούτοις από διάφορες πηγές τονίζεται η συνάφεια των οικοσοσιαλιστικών προσεγγίσεων με τις πρώτες αναλύσεις της σχολής της Φραγκφούρτης.

Ο D. Kellner[10] στην ανάλυσή του για τη σχέση της Κριτικής θεωρίας με τα νέα κοινωνικά κινήματα, αναφέρει ότι ο οικοσοσιαλισμός αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης του W. Rudig[11] ήδη από το 1985.

Ο Michael Lowy αναφέρεται στον Benjamin θεωρώντας ότι υπήρξε ένας από τους πρώτους μαρξιστές του 20ού αιώνα που ήδη από το 1928, στο βιβλίο του «Μονόδρομος», κατήγγειλε την ιδέα της κυριαρχίας πάνω στη φύση σαν «ιμπεριαλιστική θεωρία» και πρότεινε μια νέα αντίληψη της τεχνικής ως «τον έλεγχο της σχέσης μεταξύ της φύσης και της ανθρωπότητας».

Εκτός από την απόρριψη της δέσμευσης για τη μαζική παραγωγή και τη μαζική κατανάλωση, οι οικοσοσιαλιστές μοιράζονται μαζί με την πρώιμη σχολή της Φρανκφούρτης, την κριτική στον "επιστημονικό σοσιαλισμό" ως υπερβολικά αισιόδοξου στην πίστη στην απεριόριστη δύναμη της επιστημονικής κατανόησης, του τεχνικού ελέγχου και της επικυριαρχίας της φύσης.

Απέναντι στην κριτική του εργαλειακού λόγου από την πρώιμη Σχολή της Φρανκφούρτης, ορισμένοι από τους οικοσοσιαλιστές προτάσσουν, σε διαφορετικό βαθμό, μια μερική επιστροφή σε μια προ-μαρξιστική /ρομαντική κριτική της βιομηχανικής κοινωνίας.

Μέσα στα «φονταμενταλιστικά» οικολογικά κινήματα (πχ. της Βαθιάς Οικολογίας), φαίνεται να διαγράφεται, κάτω από την ένταση της κριτικής στον ανθρωποκεντρισμό, μία άρνηση του ανθρωπισμού, που οδηγεί σε σχετικιστικές θέσεις, με το να τίθενται όλα τα είδη της ζωής στο ίδιο επίπεδο. Οι Οικοσοσιαλιστές αντιτίθενται σ' αυτήν τη θεώρηση του βιολογικού εξισοτισμού.

Η Robyn Eckersley εκκινώντας από τις θεωρήσεις της Σχολής της Φραγκφούρτης εξετάζει τα κοινά σημεία μεταξύ των οικοσοσιαλιστικών προσεγγίσεων και του οικοκεντρισμού της Βαθιάς Οικολογίας και καταλήγει στο να θεωρήσει ότι ο οικοσοσιαλισμός μπορεί να ενταχθεί στα μεταμαρξιστικά ρεύματα[12]. Αυτή είναι πράγματι μια πολύ ενδιαφέρουσα θεώρηση. Άπτεται όμως ενός γενικότερου προβληματισμού, αυτού της σχέσης των κοινωνικών κινημάτων και ιδιαίτερα του οικολογικού με το μεταμοντέρνο και ξεφεύγει από το πλαίσιο που το άρθρο αυτό έχει θέσει για τον εαυτό του. Ο προβληματισμός αυτός έχει όμως αρχίσει να αναπτύσσεται και στην Ελλάδα.

Είναι αλήθεια ότι πρώην μαρξιστές που ασπάστηκαν την οικολογία, δηλώνουν αβασάνιστα «Αντίο Προλεταριάτο» (André Gorz), την ίδια ώρα που άλλοι (Alain Lipietz) επιμένουν ότι πρέπει να αφήσουμε το «κόκκινο» και να αποδεχτούμε το «πράσινο», ως το νέο «παράδειγμα» που θα δώσει, υποτίθεται, απαντήσεις σε όλα τα προβλήματα, οικονομικά και κοινωνικά.

Οι οικοσοσιαλιστές ασκούν κριτική στην ιδεολογία των κυρίαρχων σήμερα τάσεων του εργατικού κινήματος, γνωρίζουν όμως καλά ότι οι εργαζόμενοι και οι οργανώσεις τους είναι μία βασική συνιστώσα για το όλο εγχείρημα του ριζοσπαστικού μετασχηματισμού του σημερινού οικονομικού συστήματος, καθώς και για την εγκαθίδρυση μιας νέας κοινωνίας, σοσιαλιστικής και οικολογικής.

Ο James O' Connor ορίζει ως οικοσοσιαλιστικές τις θεωρίες εκείνες και τα κινήματα που φιλοδοξούν να υποτάξουν την ανταλλακτική αξία στην αξία χρήσης, με το να οργανώνουν την παραγωγή ώστε να υπηρετεί τις κοινωνικές ανάγκες και τις απαιτήσεις για τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος.

 Η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και το έργο του Μαρξ

Οι οικολόγοι ασκούν κριτική στο έργο των Μαρξ και Ένγκελς για προσήλωση στην άκριτη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Είναι δικαιολογημένη αυτή η κριτική;

Η απάντηση είναι ένα κάθετο «όχι» από τον H. L. Parsons που παρουσίασε μια ανθολογία των κειμένων των Μαρξ και Ένγκελς για την Οικολογία[13].

Πιστεύουμε ότι στα κείμενα του Μαρξ και ιδιαίτερα του Ένγκελς υπάρχουν στοιχεία που μπορούν να στηρίξουν την κριτική των οικολόγων. Το οικολογικό ζήτημα θεωρείται ότι αποτελεί τη μεγάλη πρόκληση για μια νέα άνθηση της Μαρξιστικής σκέψης στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Απαιτείται από τους μαρξιστές να κάνουν μια βαθιά κριτική αναθεώρηση της παραδοσιακής αντίληψης περί «παραγωγικών δυνάμεων», και να έρθουν σε ριζική ρήξη τόσο με την ιδεολογία της γραμμικής προόδου, όσο  και  με το οικονομικό και τεχνολογικό «παράδειγμα» του σύγχρονου βιομηχανικού πολιτισμού.

Πολλοί αναλυτές, συμπεριλαμβανομένων μερικών οικοσοσιαλιστών, είναι έτοιμοι να αναγνωρίσουν ότι ο Μαρξ είχε συγκεκριμένες αντιλήψεις για το περιβαλλοντικό πρόβλημα, αλλά αυτές οι ιδέες ήταν οριακές στο έργο του, το οποίο δεν απελευθερώθηκε ποτέ από ένα "Προμηθεανισμό"[14], και ότι ο Μαρξ δεν άφησε μια θεωρητική παρακαταθήκη στην σύγχρονη σοσιαλιστική σκέψη που να είχε οποιαδήποτε σχέση με την οικολογία.

Σε μια πρόσφατη συζήτηση[15] υποστηρίχτηκε ότι ο Μαρξ δεν θα μπορούσε να έχει συμβάλει στην ανάπτυξη της οικολογικής σκέψης, δεδομένου ότι έγραψε στο 19ο αιώνα, πριν από την πυρηνική εποχή και δεν χρησιμοποίησε ποτέ τη λέξη "οικολογία" στα κείμενά του.

Η άποψη του John Bellamy-Foster, για την ιστορία της οικολογικής σκέψης και της σχέσης της με το σοσιαλισμό, είναι διαφορετική[16]. Πιο συγκεκριμένα σημειώνει ότι, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι οι Μαρξ και Ένγκελς, μαζί με άλλους πρωτο-σοσιαλιστές φιλοσόφους όπως ο Προυντόν, είχαν το πλεονέκτημα να ζουν είτε στην εποχή της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό είτε σε μια εποχή που η μετάβαση αυτή είχε μόλις πραγματοποιηθεί. Ως εκ τούτου τα ζητήματα που έθεσαν για την καπιταλιστική κοινωνία ή ακόμη και για τη σχέση κοινωνίας και φύσης ήταν περισσότερο θεμελιώδη από ότι χαρακτηρίζει σήμερα την οικολογική σκέψη, ακόμη και στην αριστερά.

Είναι αλήθεια, ότι από τότε η τεχνολογία έχει αλλάξει, εισάγοντας νέες απειλές για τη βιόσφαιρα. Αλλά, όλως παραδόξως, η ανταγωνιστική σχέση του καπιταλισμού με το περιβάλλον, που βρίσκεται στον πυρήνα της σημερινής κρίσης, ήταν με κάποιο τρόπο προφανέστερη στους σοσιαλιστές του 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα από ότι είναι στην πλειοψηφία των σημερινών πράσινων φιλοσόφων.

Αυτό απεικονίζει το γεγονός ότι δεν είναι η τεχνολογία που είναι το πρωταρχικό πρόβλημα, αλλά μάλλον η φύση και η λογική του καπιταλισμού ως συγκεκριμένος τρόπος παραγωγής. Οι σοσιαλιστές έχουν συμβάλει με διάφορους τρόπους στην ανάπτυξη της σύγχρονης οικολογικής κριτικής. Η αποκάλυψη αυτής της άγνωστης κληρονομιάς είναι ένα ζωτικής σημασίας τμήμα της προσπάθειας για την ανάπτυξη μιας υλιστικής οικολογικής ανάλυσης.

Συχνά υποστηρίζεται ότι ο μαρξισμός μετά από τους Μαρξ και Ένγκελς είτε παρέλειψε την ανάπτυξη της οικολογικής σκέψης συνολικά είτε ήταν αντι-οικολογικός και ότι δεν υπήρξε καμία σημαντική συνεισφορά στη μελέτη της φύσης μετά από τον Engels μέχρι τη Σχολή της Φρανκφούρτης και την εμφάνιση της μελέτης του Alfred Schmidt[17]. Αυτή η θέση είναι λανθασμένη. Υπήρξαν στην πραγματικότητα πολυάριθμες συνεισφορές μαρξιστών στην ανάλυση της σχέσης φύσης και κοινωνίας.

Οι σοσιαλιστές διαδραμάτισαν πολύ μεγάλο ρόλο στην ανάπτυξη της οικολογίας, ιδιαίτερα στα πρώτα στάδια της διαμόρφωσής της. Μεταξύ των σοσιαλιστών που ενσωμάτωσαν τις φυσιοκρατικές και οικολογικές αντιλήψεις στη σκέψη τους, μπορούμε να συμπεριλάβουμε τους Β. Ι. Vernadsky,  Ι. Vavilov, Α. Oparin, C. Caudwell, L. Hogben, J. D. Bernal, B. Farrington, J. B. S. Haldane και J. Needham και στην Φαβιανή παράδοση, αλλά συνδεδεμένους με το μαρξισμό, τους R. Lankester[18] και A. Tansley στον οποίο οφείλεται και η επινόηση της έννοιας του οικοσυστήματος.

Είναι σήμερα ο Μαρξισμός ικανός να μας δώσει τα αναλυτικά εργαλεία για μια συνεκτική ανάλυση της οικολογικής κρίσης και των περιβαλλοντικών προβλημάτων;

Ναί, απαντά ο Jonathan Hughes στη διδακτορική του διατριβή[19]. Άλλες θεωρήσεις τοποθετούνται διαφορετικά. O James O' Connor υποστηρίζει ότι θα πρέπει να προστεθεί στην πρωταρχική αντίφαση του καπιταλισμού, αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στους παραγωγικές σχέσεις, και μία δεύτερη αντίφαση, αυτή ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις συνθήκες παραγωγής. Λόγω της επεκτατικής δυναμικής που έχει, το κεφάλαιο θέτει σε κίνδυνο ή καταστρέφει τις ίδιες του τις προϋποθέσεις, αρχίζοντας από το φυσικό περιβάλλον, ενδεχόμενο που ο Μαρξ δεν είχε ποτέ λάβει επαρκώς υπ' όψιν του.

Μία άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση συναντάται σε κείμενο του T. Bagarolo: "Το μοντέλο σύμφωνα με το οποίο γίνεται ένας μετασχηματισμός των δυνητικά παραγωγικών δυνάμεων, σε δυνάμεις πραγματικά καταστροφικές, ειδικά σε σχέση προς το περιβάλλον, μας φαίνεται πιο κατάλληλο, από το πολύ γνωστό σχήμα της αντίθεσης ανάμεσα σε παραγωγικές δυνάμεις και σε σχέσεις παραγωγής»[20].

Ο Michael Lowy υποστηρίζει, ότι η συζήτηση θα μπορούσε να υιοθετήσει την πρόταση που διατυπώνει ο Daniel Bensaid στο πρόσφατο έργο του για τον Μαρξ[21]: αναγνωρίζοντας ότι θα ήταν καταχρηστικό να απαλλάξουμε τον Μαρξ από τις «προμηθεϊκές» ιδέες που κυριαρχούσαν στην εποχή του, θα ήταν πολύ πιο γόνιμο να εγκατασταθούμε μέσα στις αντιφάσεις του έργου του Μαρξ και να τις μελετήσουμε.

Φυσικά, η σημαντικότερη αντίφαση είναι εκείνη μεταξύ των διακηρύξεών του για την οργάνωση της παραγωγής που εμφανίζονται σε ορισμένα κείμενά του και της διαίσθησής του ότι η πρόοδος μπορεί να αποτελέσει αιτία μη αναστρέψιμης καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος.

Συγκροτώντας την οικοσοσιαλιστική προοπτική: Ο Χαρακτήρας της οικολογικής κρίσης

Η οικολογική κρίση, ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης επίδρασης πάνω στη φύση, έχει φτάσει στο σημείο που θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Τα οικονομικά συμφέροντα πολυεθνικών βιομηχανικών κολοσσών επιβάλλουν την ολοένα και με ταχύτερους ρυθμούς εφαρμογή νέων τεχνικών παραγωγής χωρίς καμία προηγούμενη αξιολόγηση των οικολογικών τους συνεπειών, καθώς επίσης και τη συνεχιζόμενη χρησιμοποίηση παραγωγικών τεχνικών που αποδεδειγμένα επιφέρουν ανεπανόρθωτες καταστροφές στο περιβάλλον.

Θα πρέπει βέβαια να υπογραμμιστεί ότι η «τεχνολογική πρόοδος» είναι εκείνη που σε τελική ανάλυση αυξάνει τη ικανότητά μας να επενεργούμε πάνω στη φύση διαταράσσοντας τις ισορροπίες της.

Η βιομηχανική επανάσταση του 19ου αιώνα αύξησε κατά πολύ το επίπεδο εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων βλάπτοντας σοβαρά την υγεία όχι μόνο των εργαζομένων στα εργοστάσια αλλά και γενικά όλων των κατοίκων των πόλεων. Στην ουσία εξαπολύθηκε από τον άνθρωπο μια καθολική επίθεση στη φύση με σκοπό την όσο δυνατόν πιο αποδοτική εκμετάλλευση των φυσικών πόρων, γεγονός που κλόνισε τις οικολογικές ισορροπίες.

Και όμως η οικολογική κρίση, όπως τη γνωρίζουμε σήμερα, δεν είναι η γραμμική έκβαση της βιομηχανικής ανάπτυξης από τον 19ο αιώνα μέχρι τώρα. Είναι αποτέλεσμα ενός ποιοτικού άλματος που έχει άμεση σχέση με τη γενίκευση της χρήσης του πετρελαίου (και της διάδοσης του αυτοκινήτου) και με την ανάπτυξη της χημικής βιομηχανίας και της χρήσης της σε πάρα πολλούς τομείς της οικονομίας, ιδιαιτέρως δε στη γεωργία με τα λιπάσματα και τα φυτοφάρμακα.

Από τη δεκαετία του 1970 το ποιοτικό αυτό άλμα έχει αποκτήσει ακόμη πιο εντυπωσιακές διαστάσεις λόγω του συνδυασμού της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης με την ανεξέλεγκτη εκβιομηχάνιση  του «Τρίτου Κόσμου».

Η οικολογική κρίση, αν και δημιουργεί νέα προβλήματα που αναζητούν άμεση λύση, απέχει πολύ από το να βάλει στο περιθώριο τα παραδοσιακά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Αντίθετα όλα τα στοιχεία της κρίσης είναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους.

Η οικολογική κρίση είναι ένα φαινόμενο που συνεχώς εξαπλώνεται και οδηγεί, προς το παρόν, σε τοπικές καταστροφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις οι καταστροφές αυτές είναι μη αναστρέψιμες, σ' άλλες περιπτώσεις είναι δυνατόν να αναστραφούν είτε βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα. Αυτό εξαρτάται από τις συνειδητές επιλογές που θα κάνουν οι ανθρώπινες κοινότητες.

Μολονότι δε μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της φύσης, με διάφορες μορφές ο σημερινός τρόπος παραγωγής έρχεται σ' αντίθεση με τη φύση και τις εξελικτικές της διαδικασίες. Για το κεφάλαιο μόνο η ποσοτική σχέση μεταξύ χρόνου εργασίας και χρήματος, στο πλαίσιο του νόμου της αξίας, έχει αποφασιστική σημασία. Οι ποιοτικές σχέσεις δε λαμβάνονται υπόψη. Η παραγωγή βασίζεται στην ολοκλήρωση των διαδικασιών του οικονομικού κύκλου στο μικρότερο δυνατό χρόνο με σκοπό να αποσβεστεί το επενδυμένο κεφάλαιο. Με αυτό τον τρόπο επιβάλλεται ένας ρυθμός και ένα πλαίσιο στις φυσικές διαδικασίες που είναι ξένα προς αυτές. Η εκμετάλλευση των φυσικών πόρων του πλανήτη δε λαμβάνει υπόψη της τον αναγκαίο για τη δημιουργία ή την ανανέωσή τους χρόνο[22].

Η εξάπλωση της γενικευμένης εμπορευματικής παραγωγής καταλαμβάνει το χώρο που απαιτείται για μια ήπια διαδικασία παραγωγής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη το φυσικό περιβάλλον. Δεν είναι η έλλειψη σοφίας του συστήματος που επιφέρει την καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά η ίδια η λογική που βρίσκεται πίσω από αυτό το σύστημα παραγωγής. Γι' αυτό ο λόγος για μια «αειφόρο ανάπτυξη», δε μπορεί παρά να διαψεύδεται από τη λογική του κεφαλαίου: αειφόρος ανάπτυξη και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία.

Η ορθολογικότητα του συστήματος παραγωγής καθορίζει την κίνηση του μεμονωμένου κεφαλαίου. Ωστόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων καθιστά το οικονομικό σύστημα παράλογο. Η ορθολογικότητα που ενεργοποιείται για τη βελτίωση της παραγωγής και την εξοικονόμηση πρώτων υλών σταματά μπροστά στην είσοδο της καπιταλιστικής επιχείρησης.

Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της ρύπανσης των νερών, της ατμόσφαιρας και του εδάφους, οι μεγάλες πολυεθνικές βιομηχανίες αποποιούνται τις ευθύνες τους με συνέπεια το περιβάλλον να πληρώνει το τίμημα. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός οδηγεί σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής, αποκαλύπτοντας ότι μια σημαντική ποσότητα ενέργειας και πρώτων υλών έχουν επενδυθεί σε προϊόντα που δε μπορούν να πωληθούν.

Επιπλέον, προωθείται η παραγωγή εμπορευμάτων που είναι περιττά από την άποψη της αξίας χρήσης τους (διαφήμιση, μόδα, διάφορα ναρκωτικά, όπλα κτλ) αλλά η ανταλλακτική τους αξία αποφέρει μεγάλα κέρδη. Ο ανταγωνισμός, ο αγώνας δρόμου για το κέρδος, είναι σε τελική ανάλυση η αιτία πίσω από την παράλογη συμπεριφορά σε σχέση με το περιβάλλον.

Η οικολογική κρίση είναι οικουμενική και μέσα σε ένα πλαίσιο οικονομικού ανταγωνισμού, μπορεί να θεωρηθεί ως το μεγαλύτερο από τα δεινά της σύγχρονης εποχής. Ορισμένες αιτίες της οικολογικής κρίσης μπορούν να ανιχνευθούν πολλά χρόνια πίσω, άλλες όμως είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης εξέλιξης διαφόρων, συγκεκριμένων όμως, κοινωνικο-οικονομικών παραγόντων του τελευταίου αιώνα.

Ο έλεγχος της οικολογικής κρίσης απαιτεί χρόνο και επενδύσεις που θα σήμαναν την αναίρεση βασικών θεωρήσεων για τον κύκλο του κεφαλαίου. Ακριβώς όπως και στις κλασικές οικονομικές κρίσεις, οι κυριαρχούμενες κοινωνικές τάξεις φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο του φορτίου, ιδιαίτερα στις εξαρτημένες χώρες με δεδομένη την αλληλεπίδραση της οικονομικής κρίσης με την οικολογική.

Η αυξανόμενη συνειδητοποίηση, σχετικά με την οικολογική κρίση που αναπτύσσεται ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αντιπροσωπεύει μια σθεναρή αντίσταση και αμφισβήτηση στην ιδέα ότι η υπάρχουσα κοινωνική και οικονομική τάξη πραγμάτων είναι ικανή να εγγυηθεί τη συνεχή «πρόοδο για όλους» και ότι η κυριαρχία πάνω στη φύση είναι εγγενώς θετική και ότι όλα τα προβλήματα που έχουν σχέση με αυτήν μπορούν να λυθούν.

Τα τελευταία χρόνια, οικονομικά προγράμματα και πολιτικοί προσανατολισμοί σχετικοί με την «οικολογική οικονομία της αγοράς» έχουν αρχίσει να αυξάνονται σε αριθμό αλλά και σημασία. Μέχρι αυτή τη στιγμή όμως, οι απόπειρες ανα-προσανατολισμού του σημερινού οικονομικού συστήματος σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία δεν έχουν ξεπεράσει το στάδιο της μελέτης.

Ωστόσο, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης, μια τεράστια προσπάθεια βρίσκεται σ' εξέλιξη για να επιβληθεί ένα σύστημα «αγοραπωλησίας δικαιωμάτων ρύπανσης» σε παγκόσμια κλίμακα με αφορμή τον στόχο να μειωθεί η ποσότητα των θερμοκηπικών αερίων. Με τη συνηγορία των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτός ο μηχανισμός αγοραπωλησίας έγινε αποδεκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για μία επικίνδυνη εξέλιξη που πρέπει να σταματήσει. Πρώτον, γιατί ανοίγει το δρόμο για την ενίσχυση της εξάρτησης των υπό ανάπτυξη χωρών απ' το Βορρά. Σ' ένα μηχανισμό που καθορίζει για κάθε χώρα ένα ανταλλάξιμο ποσοστό ρύπανσης, η εξουσία λήψης αποφάσεων ανήκει σ' αυτούς που διαθέτουν την οικονομική δύναμη να  εμπορεύονται ρυπαίνοντας όταν το θεωρούν συμφέρον. Οι χρεωμένες χώρες του Νότου και της Ανατολής θα μπορούσαν να πωλήσουν το ποσοστό τους στις βόρειες χώρες, μολονότι οι τελευταίες ρυπαίνουν πολύ περισσότερο. Επιπλέον, το σύστημα στοχεύει να κάνει τη ρύπανση εμπόρευμα, άρα και μια πηγή κέρδους.

Τελικά πρέπει να τονισθεί μ' έμφαση ότι το αποφασιστικό στοιχείο της φιλελεύθερης επίθεσης στο οικολογικό πεδίο, είναι να διαλύσει την ανατρεπτική δύναμη της οικολογικής κριτικής, η οποία εγείρει μια πρόκληση για το σύνολο της λειτουργίας του συστήματος. Στοχεύει στην αποκατάσταση του κύρους της ιδέας ότι η αγορά είναι το καλύτερο όργανο στον αγώνα κατά της ρύπανσης. Αυτή η ιδέα όπως και η θέση σύμφωνα με την οποία η προστασία του περιβάλλοντος θα μπορούσε να γίνει η ατμομηχανή για «ένα νέο εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής οικονομίας» αποτελούν τις νέες προκλήσεις για το ριζοσπαστικό οικολογικό κίνημα.

Τα οικολογικά κινήματα στο Νότο

Τίποτε δεν θα ήταν πιο λαθεμένο από το να θεωρηθεί ότι τα οικολογικά ζητήματα απασχολούν μόνο τις χώρες του «Βορά» – ότι είναι δηλαδή μια πολυτέλεια που έχουν οι πλούσιες κοινωνίες. Ολοένα και περισσότερο αναπτύσσονται στις χώρες του περιφερειακού καπιταλισμού κοινωνικά κινήματα με οικολογική διάσταση.

Αυτά τα κινήματα αντιδρούν στην εντεινόμενη επιδείνωση των οικολογικών προβλημάτων της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής.

Στις χώρες του Νότου κάνουν την εμφάνισή τους κινήματα «της οικολογίας των φτωχών» ή ακόμη και «οικολογικά νεο-αγροτικά» κινήματα. Πρόκειται για λαϊκές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της αγροτικής καλλιέργειας, καθώς και της κοινής για όλους πρόσβασης στους φυσικούς πόρους, αγαθά τα οποία απειλούνται από την επέκταση της αγοράς. Πρόκειται για κινητοποιήσεις ενάντια στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος που πηγάζει από την «άνιση ανταλλαγή», από την εξαρτημένη εκβιομηχάνιση, από τις γενετικά τροποποιημένες καλλιέργειες και από την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ύπαιθρο («αγρο-business»). Συχνά τα κινήματα αυτά δεν αυτοπροσδιορίζονται ως οικολογικά, αλλά ο αγώνας τους έχει μία καθαρά οικολογική διάσταση.

Τα κινήματα αυτής της κατηγορίας, δεν αντιτίθενται στη βελτίωση του επιπέδου διαβίωσης που επιφέρει η τεχνολογική πρόοδος. Αντίθετα, τα αιτήματα για ηλεκτροδότηση, για τρεχούμενο νερό, για οργανωμένο αποχετευτικό δίκτυο, και για αύξηση του αριθμού των ιατρικών κέντρων, βρίσκονται σε περίοπτη θέση στην πλατφόρμα των διεκδικήσεών τους. Αυτό που αρνούνται τα κινήματα αυτά, είναι η ρύπανση και η καταστροφή του φυσικού τους ενδιαιτήματος, στο όνομα των «νόμων της αγοράς» και των επιταγών της καπιταλιστικής «ανάπτυξης».

Ανάμεσα στις εκδηλώσεις του κινήματος της «οικολογίας των φτωχών», ένα παράδειγμα στέκεται ως εξαιρετικά χαρακτηριστικό, λόγω της εμβέλειας που απέκτησε. Ένα κίνημα που είναι ταυτόχρονα κοινωνικό και οικολογικό, τοπικό και οικουμενικό, «κόκκινο» και «πράσινο»: ο αγώνας του Chico Mendes και της Συμμαχίας των Ανθρώπων του Δάσους[23], για την υπεράσπιση του δάσους του Αμαζονίου από το καταστροφικό έργο των μεγάλων γαιοκτημόνων και των πολυεθνικών γεωργικών επιχειρήσεων.

Το κίνημα αυτό, με τη σύνδεση που πέτυχε ανάμεσα σε σοσιαλισμό και οικολογία, με τον κοινό αγώνα αγροτών και ιθαγενών φυλών, με το στόχο που έθεσε: την επιβίωση των τοπικών πληθυσμών και την υπεράσπιση του τελευταίου μεγάλου τροπικού δάσους στον πλανήτη, μπορεί να αποτελέσει το παράδειγμα για τις μελλοντικές λαϊκές κινητοποιήσεις στο «Νότο».΄

Για έναν Οικολογικό Σοσιαλισμό

Σήμερα, στην αυγή του 21ου αιώνα, η σοσιαλιστική οικολογία αποτελεί μια από τις βασικότερες συνιστώσες του ευρύτερου κινήματος ενάντια στην νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση, η οποία αναπτύσσεται με την ίδια ένταση και στο Βόρειο και στο Νότιο Ημισφαίριο του πλανήτη.

Ο Οικοσοσιαλισμός, καθώς έχει έλθει σε ρήξη με την ιδεολογία του «παραγωγισμού» και με δεδομένο ότι αντιτίθεται στην απεριόριστη επέκταση ενός μοντέλoυ παραγωγής και κατανάλωσης που αποδείχθηκε καταστροφικό για το περιβάλλον, αντιπροσωπεύει την πλέον προχωρημένη τάση του οικολογικού κινήματος, την πλέον ευαισθητοποιημένη στα ζητήματα που αφορούν τους εργαζομένους και τους λαούς του Nότου. Έχει συνειδητοποιήσει την αδυναμία επίτευξης της «είτε βιώσιμης είτε αειφόρου ανάπτυξης» μέσα στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς.

Ο οικοσοσιαλισμός προτείνει μία μορφή οικολογικής σκέψης και δράσης  που οικειοποιείται τα κεκτημένα του μαρξισμού, απαλλαγμένα από τα κατάλοιπα του παραγωγισμού. Για τους οικοσοσιαλιστές, η λογική του κέρδους και του γραφειοκρατικού αυταρχισμού, είναι ασύμβατες με τις  απαιτήσεις που έχει η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος.

Ένας οικολογικός σοσιαλισμός, θα απέβλεπε σε μια κοινωνία οικολογικά ορθολογική, θεμελιωμένη πάνω στο δημοκρατικό έλεγχο στην παραγωγή και στην κοινωνική δικαιοσύνη. Μια τέτοια κοινωνία προϋποθέτει τη συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, έναν δημοκρατικό προγραμματισμό που επιτρέπει στην κοινωνία να καθορίζει η ίδια τους στόχους της παραγωγής και τέλος προϋποθέτει μια νέα τεχνολογική συγκρότηση των παραγωγικών δυνάμεων.



[1] Ενδεικτικά και μόνο θα αναφέρουμε: Ρενέ Ντυμόν,  «Μόνο μια Σοσιαλιστική Οικολογία», Δωδώνη 1978 και Michel Bosquet (Αντρέ Γκορζ), «Οικολογία και Πολιτική», Νέα Σύνορα-Μικρή Βιβλιοθήκη, 1984.

[2] Το 1991, κυκλοφόρησε από την εφημερίδα «Εποχή» μια μπροσούρα με τίτλο: «Το Μανιφέστο των Οικοσοσιαλιστών – Η Πράσινη Εναλλακτική Πρόταση για την Ευρώπη», της οποίας όμως ο πραγματικός τίτλος όπως αναφέρεται στο εσώφυλλο (και ταυτίζεται με τον υπότιτλο) είναι «Pour une alternative verte en Europe».

[3] Γιούτα Ντίτφουρτ, «Ζήσε Άγρια και Επικίνδυνα: Προοπτικές μιας Ριζοσπαστικής Οικολογίας», Στάχυ, 1992

[4] Ιδιαίτερη μνεία αξίζει να γίνει στο αφιέρωμα στη Φιλοσοφία της Οικολογίας, στο περιοδικό «Κοινωνία και Φύση», Τεύχος 2, Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος 1992, όπου εμφανίζεται και το άρθρο του James O' Connor «Καπιταλισμός, Φύση, Σοσιαλισμός» στη σελ. 187

[5] Α. Βλάχου, T. Benton, R. Grundmann, «Κοινωνία και Φύση: Μια συζήτηση για την Οικολογία, το Μαρξισμό και την Γνωσιοθεωρία», Δελφίνι 1995

[6] Michael Lowy, «Από τον Μαρξ στον Οικοσοσιαλισμό», Εφημερίδα «Εποχή» (σε τρεις συνέχειες), 9 Φεβρουαρίου 1997, Μτφ. Β. Παπακριβόπουλος.

[7] John Bellamy Foster,  «Οικολογία και Καπιταλισμός», Μεταίχμιο 2005

[8]  Από το σημαντικό έργο του ξεχωρίζουν: The Vulnerable Planet (1994, 1999), Marx's Ecology (2000), Hungry for Profit (2000, με τους Fred Magdoff και Frederick Buttel), και  Ecology Against Capitalism (2002, το μεταφρασμένο στα ελληνικά το 2005)-όλα από το Monthly Review Press

[9] International Viewpoint, Special Issue: Fourth International 15th World Congress, Summer 2003, p. 56

[10] Douglas Kellner, "Critical Theory, Marxism and Modernity", Johns Hopkins University Press, Baltimore 1989

[11] Wolfgang Rudig, "Ecosocialism: Left Environmentalism", New Political Science 14, Winter 1985-86, pp. 3-38

[12] Robyn Eckersley, «Ecosocialism: The PostMarxist Synthesis", στην ιστοσελίδα: http://prome.snu.ac.kr/~skkim/data/article/files/ecosocia.htm

[13] H. L. Parsons (Ed.), "Marx and Engels on Ecology", Greenwood Press, London 1977

[14] όρος που συνήθως αναφέρεται σε μια ακραία δέσμευση για την εκβιομηχάνιση με οποιοδήποτε κόστος

[15] M. de Kadt and S. Engel-Di Mauro, 'Failed Promise', Capitalism, Nature, Socialism, Vol. 12, no2 p. 52, June 2001

[16] John Bellamy-Foster, "Marx's Ecology in Historical Perspective", International Socialism Journal   96, Winter 2002

[17] Alfred Schmidt, « The Concept of Nature in Marx», New Left Books, London 1962

[18] John Bellamy Foster, 'E. Ray Lankester, Ecological Materialist: An Introduction to Lankester's "Effacement of Nature by Man", Organization and Environment, Vol. 13, no2 , p. 233-235, June 2000

[19] Jonathan Hughes, 'Ecology and Historical Materialism', Cambridge University Press 2000

[20] Tiziano Bagarolo, 'Marxisme et Ecologie', Quatrieme Internationale No 34, pp. 27-45, Aout - Octobre 1989

[21] Daniel Bensaid, Marx L' Intempestif, Grandeurs et misères d'une aventure
critique (XIXe - XXe siècles), Paris, Fayard, 1995

[22] Carolyn Merchant, 'Radical Ecology: The Search for a Livable World', Routledge 1992

[23] Ας θυμηθούμε συνοπτικά τις κυριότερες στιγμές όλης αυτής της σύγκρουσης: Στρατευμένος συνδικαλιστής, ενταγμένος στην Ενιαία Ομοσπονδία Εργατών, ο Chico Mendes οργανώνει, στις αρχές της δεκαετίας του '80, καταλήψεις της γης από τους αγρότες που ζουν από τη συλλογή του καουτσούκ (τους λεγόμενους seringueiros). Οι καταλήψεις αυτές είχαν στόχο την αντίσταση στους μεγάλους γαιοκτήμονες, που έστελναν τις μπουλντόζες να αποψιλώσουν το δάσος, με στόχο να το μετατρέψουν με βοσκότοπους. Ο Mendes επιτυγχάνει να ενώσει τους αγρότες, τους seringueiros, τους συνδικαλιστές και τις ιθαγενείς φυλές του Αμαζονίου στην επονομαζόμενη  Συμμαχία των Ανθρώπων του Δάσους, κάνοντας έτσι να αποτύχουν πολλές προσπάθειες αποδασοποίησης. Ο διεθνής απόηχος της δράσης του, τον καταξιώνει ώστε να του απονεμηθεί, το 1987, το Παγκόσμιο Οικολογικό Βραβείο. Λίγο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1988, οι μεγαλογαιοκτήμονες τον δολοφονούν. Η αδελφή Dorothy Stang, που ήταν μια από τις συνεχίστριες του οικολογικού αγώνα του Mendes στον Αμαζόνιο, δολοφονήθηκε κι αυτή στις 12 Φεβρουαρίου 2005, πάλι από πληρωμένους δολοφόνους της περιοχής.