ΟΙΚΟΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ - 4η ΔΙΕΘΝΗΣ

I. Πρόλογος

Η ανθρωπότητα έχει έρθει και σε άλλες εποχές αντιμέτωπη με οικολογικά προβλήματα, ωστόσο σήμερα, λόγω της έκτασης και της βαρύτητάς τους, η αντιμετώπισή τους έχει καταστεί επιτακτική ανάγκη. Η βλάβη στο περιβάλλον έχει συχνά μια μη αναστρέψιμη επίδραση πάνω στον άνθρωπο και τη φύση, ενώ η οικολογική κρίση που προβάλλει στον ορίζοντα στην αρχή του 21ου αιώνα θέτει σε κίνδυνο τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Σ' αντίθεση με τα ρεύματα που επικρατούν στο εργατικό κίνημα, τα οποία έχουν την τάση να αγνοούν ή να υποβαθμίζουν τα περιβαλλοντικά θέματα, πρέπει να αναγνωρίσουμε στα οικολογικά κινήματα και στα κόμματα των πρασίνων ότι εισήγαγαν αυτά τα ζητήματα στην ημερησία διάταξη. Εντούτοις, οι λύσεις τις οποίες προβάλλουν είναι σε τελευταία ανάλυση εσφαλμένες, διότι παραγνωρίζουν τον εγγενή δεσμό μεταξύ της οικολογικής καταστροφής και της λογικής του κέρδους που κυριαρχεί στον καπιταλισμό. Προκειμένου να καταπιαστούμε σοβαρά με τους κινδύνους που απειλούν το περιβάλλον, είναι ανάγκη να έρθουμε σε ρήξη με το πλαίσιο που έχει δημιουργηθεί από το κίνητρο του κέρδους τασσόμενοι στην προοπτική μιας δημοκρατικά σχεδιασμένης σοσιαλιστικής κοινωνίας.

II. Στοιχεία της οικολογικής κρίσης

Η οικολογική κρίση, ως αποτέλεσμα της ανθρώπινης επίδρασης πάνω στη φύση, έχει φτάσει στο σημείο που θα μπορούσε να απειλήσει την ίδια την επιβίωση της ανθρώποτητας. Σε συμφωνία με τα οικονομικά συμφέροντα μιας μικρής μειοψηφίας, ολοένα και με μεγαλύτερη ταχύτητα εφαρμόζονται νέες μορφές παραγωγής χωρίς καμμία προηγούμενη αξιολόγηση των οικολογικών τους συνεπειών. Τα μειοψηφικά αυτά συμφέροντα απαιτούν επίσης τη διατήρηση αποδεδειγμένα επιβλαβών παραγωγικών τεχνικών. Όλα αυτά συνεχίζονται, ενόσω η τεχνολογική πρόοδος αυξάνει τη ικανότητά μας να επενεργούμε πάνω στη φύση και επομένως να διαταράζουμε τις ισορροπίες της ή να την καταστρέφουμε.

Η βιομηχανική επανάσταση που συνδέεται με την άνοδο του καπιταλισμού τον 19ο αιώνα αύξησε κατά πολύ το επίπεδο εκπομπής ατμοσφαιρικών ρύπων βλάπτοντας σοβαρά την υγεία των εργατών και εργατριών, καθώς και των κατοίκων των πόλεων. Εξαπολύθηκε από τον άνθρωπο μια καθολική επίθεση που κλόνισε τις οικολογικές ισορροπίες. Και όμως η οικολογική κρίση, όπως τη γνωρίζουμε, δεν είναι η γραμμική έκβαση της βιομηχανικής ανάπτυξης από τον 19ο αιώνα μέχρι σήμερα. Είναι αποτέλεσμα ενός ποιοτικού άλματος: της γενίκευσης της μαζικής χρήσης του πετρελαίου και του φαινομένου της διάδοσης του αυτοκινήτου, της χημικής βιομηχανίας και της χρήσης της σ' όλους τους τομείς της οικονομίας, ιδιαιτέρως στη γεωργία μέσω των λιπασμάτων και των παρασιτοκτόνων. Από τη δεκαετία του 1970 το ποιοτικό αυτό άλμα έχει αποκτήσει ακόμη πιο εντυπωσιακές διαστάσεις ακολουθώντας την κρίση των γραφειοκρατικά σχεδιασμένων οικονομιών και προπαντώς ακολουθώντας, μ' ένα ιδιαζόντως δραματικό τρόπο, το συνδυασμό της οικονομικής κρίσης με την ανεξέλεγκτη εκβιομηχάνιση στον «Τρίτο Κόσμο». 

Κλιματικές αλλαγές

Παράλληλα με τις γεωργικές, ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως εκείνες που εξαρτώνται από καύσιμες ύλες (ενεργειακή παραγωγή, μεταφορές) ή βασίζονται στην καύση ξυλείας για οικιακή χρήση στον Τρίτο Κόσμο με επακόλουθο τη δραματική αποψίλωση των δασών, αποτελούν μια ουσιαστική αιτία της υφιστάμενης υπερθέρμανσης του πλανήτη. Αυτές ευθύνονται για την έκλυση στην ατμόσφαιρα 7 δισεκατομμυρίων ανά έτος τόνων αερίων που επηρρεάζουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου (CO2, CH4, N20 και CFC). Η μισή απ' αυτή τη ποσότητα δεν μπορεί να ανακυκλισθεί από τους ωκεανούς ή τα δάση. Το αποτέλεσμα είναι το φαινόμενο του θερμοκηπίου, υπεύθυνο για τη διατήρηση της θερμοκρασίας που επιτρέπει την επιβίωση της ζωής πάνω στην επιφάνεια της γης, να γίνει τελείως ανεξέλεγκτο οδηγώντας σε μια επιδείνωση της διατάραξης του πολύπλοκου κλιματικού συστήματος του πλανήτη. Η υπερθέρμανση του παγκόσμιου κλίματος αποτελεί μόνο μία από τις όψεις αυτού του προβλήματος. Σε πολλές περιοχές, οι συνέπειες θα είναι καταστροφικές για την οικονομία τεραστίων ανθρωπίνων κοινοτήτων. Οι διαταραχές του ατμοσφαιρικού υδάτινου κύκλου αποτελούν τη πιο σημαντική αιτία ανησυχίας, καθώς προκαλούν μεταβολές στο σύστημα της εξάτμισης των υδάτινων μαζών και του κύκλου των βροχών, αυξάνοντας τον αριθμό και την καταστροφικότητα των τροπικών κυκλώνων. Είναι πιθανή η ανύψωση του επιπέδου της θαλάσσιας επιφάνειας και ανάλογα με την έκταση του φαινομένου το αποτέλεσμα θα είναι να εκτεθούν σε κίνδυνο συγκεκριμένες νησιωτικές και παράκτιες περιοχές. Σύμφωνα με τις επικρατούσες προβλέψεις, αυτές οι κλιματικές διαταραχές θα συνδυαστούν με μια συνεχιζόμενη μείωση του ποσοστού του ατμοσφαιρικού όζοντος και μια επακόλουθη αύξηση των καρκινογενών ηλιακών υπεριωδών ακτίνων που θα βρίσκουν προσπέλαση στην επιφάνεια της γης. Η καταστροφή του στρώματος του όζοντος οφείλεται στις επιδράσεις των συνθετικών οργανικών αλλογόνων όπως οι τετραχλωράνθακες (CFCs) που αρχικά χρησιμοποιούνταν στις καταψύξεις και στα σπρέυ με συμπιεσμένο αέριο. Μολονότι αυτά έχουν τυπικά απαγορευθεί, η καταστροφική επίδραση των CFCs που έχουν ήδη έχουν εκλυθεί στην ατμόσφαιρα απέχει πολύ από το τερματισμό της και προβλέπεται να διαρκέσει μέχρι το 2060. Οι παγκόσμιες μεταβολές στους ρυθμιστικούς μηχανισμούς στο εσωτερικό και μεταξύ των πρωταρχικών συνιστωσών του περιβάλλοντος της γης (ατμόσφαιρα, ωκεανοί και βιόσφαιρα) θα έχουν αντίκτυπους σ' ολόκληρη τη διάρκεια του 21ου αιώνα. Το χρονικό πλαίσιό τους θα ποικίλει, αλλά γενικά θα ξεπεράσει τα χρονοδιαγράμματα των ιδίων των ανθρωπίνων δραστηριοτήτων που τις προκαλούν. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει την επιτακτική ανάγκη να ενσωματωθούν οι οικολογικές επιταγές στη συνολική οργάνωση των κοινωνιών. 

Μόλυνση του αέρα

Η βιομηχανία, οι μεταφορές και οι βλάβες των λιγότερο ή περισσότερο διαρκών καταναλωτικών αγαθών εκλύουν μια μεγάλη ποικιλία από τοξικές ουσίες στον αέρα. Η αχαλίνωτη και φανερά ανεξέλεγκτη αύξηση της κυκλοφορίας μηχανοκίνητων οχημάτων τα καθιστά την πρωταρχική πηγή διοξειδίου του θείου και μονοξειδίου του άνθρακα πολύ περισσότερο απο την οικιακή και βιομηχανική θέρμανση. Μυρμηκική αλδεΰδη, ψευδάργυρος και αμίαντος, για παράδειγμα, είναι βιομηχανικές πηγές μόλυνσης. Τα στοιχεία αυτά επίσης ανευρίσκονται σ' ένα πολύ σημαντικό βαθμό σε καθημερινά καταναλωτικά αγαθά, όπως σε δομικά υλικά στην περίπτωση της μυρμηκικής αλδεΰδης και του αμιάντου και στις μπαταρίες στην περίπτωση του υδραργύρου. Ο αέρας στις πόλεις μπορεί να περιέχει 1000 φορές περισσότερο από το επίπεδο στο οποίο αυτές οι τοξικές ουσίες απαντούν στον αέρα των υπαιθρίων περιοχών. Η μόλυνση του αέρα έχει γίνει μια σοβαρή ασθένεια των μεγάλων αστικών κέντρων, τόσο στις πλούσιες χώρες, όσο και στις ιδιόρρυθμα εξαπλωνόμενες, άναρχες πόλεις που βρίσκονται στις φτωχές χώρες. Στο περιβάλλον των πόλεων, αυτή η μόλυνση έχει οδηγήσει σε μια ανησυχητική αύξηση των αναπνευστικών νοσημάτων: άσθμα, βρογχίτιδα και καρκίνο του λάρυγγα. Ευρωπαϊκές μελέτες έχουν αποκαλύψει ότι η μόλυνση στις μεγαλύτερες μητροπολιτικές περιοχές της δυτικής Ευρώπης μπορεί να κατηγορηθεί για αρκετές χιλιάδες θανάτων κάθε χρόνο. Ο αμίαντος προκαλέι την αύξηση πολλών μοιραίων μορφών καρκίνου ανάμεσα στους εργάτες των ναυπηγείων και των κατασκευών. Επειδή αυτοί οι καρκίνοι βρίσκονται για μια περίοδο σε λανθάνουσα μορφή, ο ετήσιος φόρος ζωής αυξάνεται αλματωδώς αποκαλύπτοντας την έκταση του προβλήματος. Πάνω από 100.000 θάνατοι σχετιζόμενοι με τον αμίαντο προβλέπεται ότι θα λάβουν χώρα μόνο στη Γαλλία το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα. Οι διαμαρτυριές ενάντια στους κινδύνους που συνεπάγεται ο αμίαντος έχουν επιφέρει μια ριζική μείωση της χρήσης του στις πλούσιες βιομηχανικές χώρες και μια αναζήτηση για υποκατάστατα υλικά. Ωστόσο η χρήση του στον «Τρίτο Κόσμο» συνεχίζει να παρουσιάζει αυξητικές τάσεις. Το διοξείδιο του θείου και το μονοξείδιο του άνθρακα αποτελούν την αιτία της όξινης βροχής, το πιο σημαντικό παράγοντα καταστροφής των εύκρατων δασών του βορείου ημισφαιρίου. 

Μόλυνση των υδάτων και υποβάθμιση του εδάφους

Τα λύμματα, οικιακής, αγροτικής και βιομηχανικής προέλευσης, μεταφέρονται στον παγκόσμιο υδροφόρο οριζοντα μετατρέποντάς τον σ' ένα γιγάντιο χώρο εναπόθεσης απορριμάτων. Τα ηπειρωτικά ύδατα είναι αυτά που πλήττονται εντονότερα, αλλά η μόλυνση φτάνει ολοένα και περισσότερο στη θάλασσα μέσω των ποταμών και των παραθαλάσσιων πόλεων. Η άμεση συνέπεια είναι η συσσώρευση βαρέων μετάλλων: υδράργυρος, κάδμειο και λοιπά μέταλλα, καθώς και έντονα τοξικές συνθετικές, οργανικές ουσιές καθιζάνουν στο ανώτερο στρώμα του ωκεάνιου βυθού, στις κοίτες των ποταμών και στους πυθμένες των λιμνών. Προπάντων η εναπόθεση λιπασμάτων, που περιλαμβάνουν νιτρικά και φωσφορικά άλατα, έχει οδηγήσει στον ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό των μικροοργανισμών και των φυτών που ζουν στο νερό. Η αποσύνθεσή τους, στη συνέχεια, εξαντλεί το οξυγόνο που διαλύεται στο νερό επιφέροντας ένα μαζικό θάνατο της υδάτινης ζωής. Η κατάσταση των ωκεανών ταχύτατα χειροτερεύει γιατί ολοένα και περισσότερο μολύνονται άμεσα από αστρονομικές ποσότητες πετρελαιοκηλίδων προερχόμενες από τις υποθαλάσσιες τοποθεσίες άντλησης και τις διαρροές πλοίων αλλά, επίσης, μολύνονται και από τοξικά, χημικά και ραδιενεργά απόβλητα. Η μόλυνση των υδάτων συνδέεται με τη μόλυνση του εδάφους, η οποία είναι ταυτοχρόνως αιτία και αποτέλεσμα ορισμένων μορφών μόλυνσης των υδάτων και της ατμόσφαιρας. Πρόκειται για το αποτέλεσμα πρακτικών στη γεωργία που επιβάλλονται υπό την πίεση της αγοράς: εντατική αγροτική παραγωγή (κατάχρηση λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων), μονοκαλλιέργεια και καλλιέργεια φυτών που δεν είναι συμβατά με τα τοπικά οικοσυστήματα και κλίματα κτλ. Αυτό σημαίνει μαζική καταστροφή καλλιεργήσιμου εδάφους σε παγκόσμια κλίμακα· ένα εκρηκτικό μείγμα μόλυνσης, εξάντλησης, ερημοποίησης, μαζικής διάβρωσης, όλα αδιαχώριστα από τις οικονομικές και κοινωνικές αιτίες της πείνας που επιδρούν πάνω σε 800 εκατομμύρια ανθρώπων στον Τρίτο Κόσμο. 

Καταστροφή των δασών

Ανάμεσα στις πιο δραματικές εκδηλώσεις της οικολογικής κρίσης, η καταστροφή των δασών του πλανήτη συγκαταλέγεται στις πιο συνταρακτικές εξαιτίας της έκτασης των συνεπειών της. Σε 50 χρόνια το ένα τρίτο των δασικών εκτάσεων του κόσμου έχει εξαφανιστεί. Το φαινόμενο αυτό έχει πλήξει σκληρότερα τις χώρες της τροπικής ζώνης. Στις βιομηχανικές χώρες, η δασώδης επιφάνεια γης έχει διατηρηθεί σχετικά σταθερή, αλλά τα δάση αργοπεθαίνουν από τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, του εδάφους και των υδάτων. Εντούτοις, στον «Τρίτο Κόσμο», η αποδάσωση κείται στην καρδιά της οικολογικής κρίσης. Η αποδάσωση είναι το προϊόν ενός αδυσώπητου κύκλου φτώχειας και εξάντλησης της καλλιεργήσιμης γης. Ένα άλλο αίτιο είναι η υπερ-υλοτόμηση των τροπικών δασών χωρίς μέριμνα για τη βιωσιμότητά τους. Έτσι καταστρέφεται η βιοποικιλότητα – τα τροπικά δάση φιλοξενούν το 50% των φυτικών και ζωϊκών ειδών του πλανήτη μας – αλλά εξαντλούνται και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές του πληθυσμού που διαβιεί σε δασικές περιοχές, προκειμένου να εξασφαλίστουν φτηνές πρώτες ύλες για τις κατασκευές και την επιπλοποιεία στον δυτικό κόσμο. Επιπλέον, από το 1997, η Αμαζονία, η κεντρική Αμερική, η Ρωσία και η νοτιοανατολική Ασία μαστίζονται από αυξανόμενα ξεσπάσματα δασικών πυρκαγιών. Στην Ινδονησία, γιγάντιες δασικές πυρκαγιές, που καταστρέψαν 10 εκατομμύρια εκτάρια δασικής έκτασης μέσα σε τρία χρόνια, είχαν επιπτώσεις στη ζωή 70 εκατομμυρίων ανθρώπων και κόστος πάνω από 70 δισεκατομμύρια $. Σε πλανητικό επίπεδο, η αποδάσωση επιδεινώνεται από το φαινόμενο του θερμοκηπίου. 

Απειλές κατά της βιοποικιλότητας

Η ύπαρξη δεκάδων χιλιάδων ειδών απειλείται από τις αναρίθμητες επιθέσεις έναντια στα οικοσυστήματα. Το ένα τέταρτο της βιοποικιλότητας της Γης ενδέχεται να εξαφανιστεί μέσα στα επόμενα 25 χρόνια. Σ' ορισμένες περιπτώσεις, αυτές οι επιθέσεις θα μπορούσαν να αποσταθεροποιήσουν την περιβαλλοντική ισορροπία, με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στις ανθρώπινες συνθήκες ζωής. Πρέπει να υπερασπίσουμε τη βιοποικιλότητα, όχι μόνο για συναισθηματικούς και αισθητικούς λόγους, αλλά εκ μέρους των συμφερόντων του δικού μας είδους. Αφού απέτυχε να ελέγξει τις συνέπειες των μη αντιστρέψιμών αλλαγών που έχει προκαλέσει στο περιβάλλον, το ανθρώπινο γένος οφείλει να συνεχίσει συνετά τις δραστηριότητές του σεβόμενο την οικολογική ισορροπία της φύσης. Όποιος και όποια ωστόσο επιθυμεί να συμβάλει στην προφύλαξη της οικολογικής ισορροπίας χρείαζεται να στραφεί ενάντια στην ίδια τη βάση του καπιταλισμού. Ο καπιταλισμός αδιαφορεί απόλυτα για τη μόλυνση εκμεταλλευόμενος τις πλουτοπαραγωγικές πηγές με μοναδικό σκοπό το βραχυπρόθεσμο κέρδος, ακόμη και αν αυτό απειλεί την ίδια την ύπαρξη των τροπικών δασών, του θησαυροφυλάκιου της χλωρίδας και πανίδας του πλανήτη, ή τη θαλάσσια ζωή. Παρόμοια, επιδιώκει να αξιοποιήσει τεχνολογικές καινοτομίες όπως τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς, των οποίων η διάδοση στο περιβάλλον είναι μια αμετάκλητη και εν δυνάμει επικίνδυνη διαδικάσια. Αντί να παραμείνει μια εργαστηριακή τεχνική, η παραγωγή γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών έχει γίνει μια από τις σημαντικότερες βιοτεχνολογίες που ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί προς ανεύρεση νέων αγορών. Ο καπιταλισμός επιδιώκει να επιβάλει τον έλεγχό του πάνω στο πιο βαθύ επίπεδο που μέχρι σήμερα βρισκόταν έξω από το πεδίο αρμοδιότητάς του: την αναπαραγωγή και το γενετικο έλεγχο των φυτικών και ζωϊκών ειδών. 

Βιομηχανικές καταστροφές και πυρηνική απειλή

Οι καταστροφικές οικολογικές συνέπειες της καπιταλιστικής παραγωγής παίρνουν επίσης και τη μορφή των μεγάλης κλίμακας δυστυχημάτων ή αυξάνουν τον κίνδυνο για πιθανά τέτοια δυστυχήματα, σε βιομηχανικά συγκροτήματα όπως εγκαταστάσεις χημικής βιομηχανίας ή σταθμούς πυρηνικής ενέργειας. Η καταστροφή της Bhopal (σημ: στην Ινδία το 1984) με τους 15.000 νεκρούς της, τα αμέτρητα άλλα θύματα που υπέφεραν από τα διαφυγόντα τοξικά δηλητήρια και που εξακολουθούν να πεθαίνουν κατά εκατοντάδες κάθε χρόνο υπήρξε ένα από τα πιο τραγικά παραδείγματα μαζί με το Τσερνομπίλ. Η φύση αυτή καθεαυτή της πυρηνικής ενέργειας, η ανυπολόγιστη έκταση των πιθανών ανεπιθύμητων αποτελεσμάτων της και ιδιαιτέρως η μακροπερίοδη διάρκεια των επιδράσεών της παράλληλα με την ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων δικαίως αντιπροσωπεύουν ένα εξαιρετικά ανησυχητικό παράδειγμα των παρανοϊκών επιλογών όσον αφορά την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Οι κίνδυνοι της ραδιενέργειας δεν περιορίζονται μόνο στην απειλή μεγάλων δυστυχημάτων. Ύστερα από 40 χρόνια ύπαρξης, η βιομηχανία της ατομικής ενέργειας δεν έχει ακόμη βρεί λύση στο πρόβλημα της αποκομιδής των ραδιενεργών αποβλήτων. Απειλούμενη με παρακμή προωθεί αυτή τη στιγμή νέα ηλεκτρο-πυρηνικά προγράμματα, τα οποία προς το παρόν βρίσκονται σε στασιμότητα. Υποστηρίζεται ότι η ατομική ενέργεια συνιστά ένα τρόπο για τη μείωση των εκπομπών του διοξειδίου του άνθρακα. Αυτός ο ισχυρισμός υποτιμά τους κινδύνους μόλυνσης από ραδιενέργεια (είτε αφορά τα επιτρεπτά επίπεδα εκπομπών, είτε τα ατυχήματα), καθώς και το γεγονός ότι τα αυτοκίνητα είναι η κατεξοχήν κύρια πηγή του διοξειδίου του άνθρακα. Επιπλέον, ένα τέτοιο σχετικά ανελαστικό ενεργειακό σύστημα, βασισμένο σε τεράστιες μονάδες παραγωγής και με την κατασκευή εκατοντάδων νέων ενεργειακών εγκαταστάσεων, θα μονοπωλούσε τις επενδύσεις σε βάρος άλλων συστημάτων (εξοικονόμησης ενεργειακών αποθεμάτων, ανανεώσιμων πηγών ενέργειας). Επιπρόσθετα, η παραγωγική υπερεπάρκεια και οι απώλειες στα δίκτυα διανομής θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν τη σπατάλη ενέργειας. Επίσης θα διαιώνιζαν ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο είναι επιβλαβές μακροπρόθεσμα. Η οικολογική κρίση δημιουργώντας έκτακτες ανάγκες απέχει πολύ από το να σπρώχνει στο περιθώριο τα παραδοσιακά οικονομικά, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα. Αντιθέτως όλα τα στοιχεία της είναι στενά δεμένα μαζί τους. Η οικολογική κρίση έχι γίνει ένα δραματικό και συνεχώς εξαπλωνόμενο φαινόμενο που οδηγεί σε μερικές και τοπικές καταστροφές. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτές είναι μη αναστρέψιμες, σ' άλλες μπορούν να αναστραφούν είτε βραχυπρόθεσμα ή μεσοπρόθεσμα, είτε μόνο σε δύο ή τρεις αιώνες (ηλικία πολλών ειδών δέντρων). Αυτό εξαρτάται από τις συνειδητές επιλογές που θα κάνουν οι ανθρώπινες κοινότητες. 

III. Δομικές αιτίες της οικολογικής κρίσης

Μολονότι δε μπορεί να ξεφύγει από τους νόμους της φύσης, με ποικίλες μορφές ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής έρχεται σ' αντίθεση με τη φύση και τις εξελικτικές της διαδικασίες. Για το κεφάλαιο μόνο η ποσοτική άποψη είναι αποφασιστικής σημασίας, καθοριστική για τη σχέση μεταξύ χρόνου εργασίας και χρήματος στο πλαίσιο του νόμου της αξίας, ενώ οι ποιοτικές και οι καθολικές σχέσεις δε μπορούν να λαμβάνονται υπόψη. Η καπιταλιστική παραγωγή βασίζεται στην ολοκλήρωση των διαδικασιών του οικονομικού κύκλου στο μικρότερο δυνατό χρόνο με σκοπό να αποσβεστεί το επενδυμένο κεφάλαιο. Κατ' αυτό τον τρόπο πρέπει να επιβάλει ένα ρυθμό και ένα πλαίσιο στις φυσικές διαδικασίες που είναι ξένα προς αυτές. Η εκμετάλλευση των φυσικών πηγών του πλούτου αδυνατεί να λάβει υπόψη της τον αναγκαίο για τη δημιουργία ή την ανανέωσή τους χρόνο. Η εξάπλωση της εμπορευματικής παραγωγής δε μπορεί να σεβαστεί τις προϋπάρχουσες μορφές κοινωνικής οργάνωσης. Καταλαμβάνοντας το χώρο που χρείαζεται για μια ήπια διαδικασία παραγωγής, η προμήθεια και διανομή ενέργειας είναι αναγκασμένη να προχωρήσει χωρίς να υπολογίζει το φυσικό περιβάλλον, τη πανίδα και χλωρίδα. Δεν είναι η έλλειψη σοφίας του καπιταλισμού που επιφέρει την καταστροφή του περιβάλλοντος, αλλά η ίδια η λογική που βρίσκεται πίσω από αυτό το σύστημα. Γι' αυτό όταν οι σοσιαλδημοκράτες κάνουν λόγο για μια «ποιοτική ανάπτυξη», δε μπορεί παρά να διαψευσθούν από τη λογική του κεφαλαίου: ποιοτική ανάπτυξη και νόμος της αξίας αποκλείονται αμοιβαία. Η καπιταλιστική ορθολογικότητα καθορίζει την κίνηση του ατομικού κεφαλαίου. Ωστόσο ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων καθιστά το σύστημα σα σύνολο παράλογο. Η διάνοια που ενεργοποιείται για τη βελτίωση της παραγωγής και την εξοικονόμηση πρώτων υλών σταματά μπροστά στην είσοδο της καπιταλιστικής επιχείρησης. Όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις της μόλυνσης των υδάτων, της ατμόσφαιρας και του εδάφους, οι καπιταλιστές αποποιούνται τις ευθύνες τους με συνέπεια το περιβάλλον να πληρώνει το τίμημα. Επιπλέον, ο ανταγωνισμός οδηγεί σε περιοδικές κρίσεις υπερπαραγωγής, αποκαλύπτοντας ότι μια σημαντική ποσότητα ενέργειας και υλικών έχουν επενδυθεί σε προϊόντα που δε μπορούν να πωληθούν. Περαιτέρω, η αγορά προωθεί την παραγωγή προϊόντων που είναι περιττά από την άποψη της αξίας χρήσης τους (διαφήμιση, διάφορα ναρκωτικά, όπλα κτλ) αλλά η ανταλλακτική τους αξία τα κάνει να αποφέρουν μεγάλα κέρδη. Ο ανταγωνισμός, η κούρσα για τα κέρδη και τα υπερκέρδη είναι σε τελευταία ανάλυση η αιτία πίσω από μία αναγνωρισμένη νομοθετικά ακόμη και στον ίδιο τον καπιταλισμό εγκληματική συμπεριφορά: παραβίαση ρυθμίσεων σχετικών με το περιβάλλον, χρήση τοξικών ουσιών, ανεπαρκείς έλεγχοι ποιότητας, παραπλανητικοί κατάλογοι περιεχομένων, παράνομη απόθεση λυμμάτων κτλ. 

Η οικολογική κρίση στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις

Η πιο προηγμένη οικονομική εκμετάλλευση, τουτέστι η διαδικασία της οικονομικής ποσοτικοποίησης του προΰπαρκτου φυσικού, κοινωνικού και ιστορικού υποστρώματος απαντά στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Σήμερα η εμπορευματική παραγωγή κυβερνά όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής, ενώ η κοινωνική διαδικασία της παραγωγής γίνεται ολοένα και περισσότερο αποσπασματική. Η συγκέντρωση των σχέσεων ιδιοκτησίας μεγαλώνει ολοένα και περισσότερο, αν και ο ανταγωνισμός μεταξύ των ιδιοκτητών των μέσων παραγωγής τις εμποδίζει να «παγώσουν». Το γεγονός αυτό έχει οδηγήσει στα ίδια μεγάλα οικολογικά προβλήματα σ' όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Εδώ είναι ακόμη πιο προφανές ότι αυτά τα προβλήματα δε μπορούν να θεωρηθούν σα «σφάλματα» ή «αποτυχίες του συστήματος»· ανταποκρίνονται στη λογική του συστήματος που είναι η ίδια σ' ολόκληρο τον κόσμο. Η ορατά ολοκληρωμένη αξιοποίηση και του τελευταίου τετραγωνικού εκατοστού γης με σκοπό τη χρήση του για βιομηχανικές ζώνες, εμπορικά κέντρα, προαστιακές κατοικίες, πάρκα ή ζώνες κυβερνητικών υπηρεσιών έχει αυξήσει σε μεγάλο βαθμό τη μετατροπή του χρόνου σε κυκλοφορία οχημάτων και το αντίστροφο (commuting time and traffic), ενώ η δομή των αναγκών έχει παραμείνει ουσιαστικά αμετάβλητη. Οι πολιτικές για τις μεταφορές, βασισμένες στα ιδιωτικά πετρελαιοκίνητα αυτοκίνητα, έχουν οδηγήσει σε μια χρόνια κυκλοφοριακή συμφόρηση απειλώντας όλες τις σημαντικές μητροπολιτικές περιοχές με παράλυση και ασφυξία. Ιδιαίτερα όσον αφορά το ενεργειακό πεδίο η συγκέντρωση της ιδιοκτησίας έχει υπαγορεύσει την κατασκευή τεράστιων διυλιστηρίων και σταθμών πυρηνικής ενέργειας. Αυτή η επιλογή είναι ζημιογόνα για την ποιότητα του αέρα και εντελώς παράλογη από τη σκοπιά μιας οικονομικής χρήσης της ενέργειας. Η ανορθολογικότητα της αγοράς και το κίνητρο του κέρδους παίζουν έναν αποφασιστικό ρόλο στο πρόβλημα της σπατάλης ενέργειας. Γίνεται ολοένα και πιο «επωφελές» για κάθε εταιρεία να απαλλάσσεται από ο˛τιδήποτε δεν της είναι χρήσιμο για παραγωγή. Εξού και τα βουνά απορριμάτων, ειδικά των τοξικών, έχουν γίνει στην πραγματικότητα ένα σύμβολο της κοινωνίας της καπιταλιστικής υπεραφθονίας. Οι συνέπειες αυτών των βασικών οικολογικών προβλημάτων είναι: καταστροφή φυσικών τοποθεσιών και ανεξέλεγκτη εξάπλωση των αστικών κεντρών, υπερ-συμφόρηση των οδικών συστημάτων, μόλυνση της ατμόσφαιρας εξαιτίας των ιδιωτικών αυτοκινήτων, δηλητηριασμός της από τη χημική βιομηχανία, προσβολή από ραδιενέργεια οφειλόμενη στη χρήση πυρηνικής ενέργειας, διαρκώς γιγαντούμενα βουνά απορριμάτων. Ο καπιταλισμός δεν είναι ικανός να διορθώσει αυτές τις «αποτυχίες». Αν και φυσικές πηγές όπως το νερό, τα δέντρα και το χώμα διατίθενται από την ίδια τους τη φύση ελεύθερα, στον καπιταλισμό υπόκεινται - τις περισσότερες φορές χωρίς έλεγχο - σε κατάχρηση, σπατάλη και μόλυνση. Αποτελούν - και όχι μόνο με την οικονομική έννοια – «εξωγενείς» παράγοντες. Αλλά γίνονται «εξαρτημένοι» στο μέτρο που είναι αντικείμενο της επιδίωξης του ιδιωτικού κέρδους. Με άλλα λόγια η πεπερασμένη φύση των φυσικών αγαθών γίνεται αντιληπτή μόνο απ' αυτούς που χρειάζεται να τα αγοράσουν. Οι πωλητές τους έχουν συμφέρον να διαδοθεί η χρήση τους και αντιτίθενται σε κάθε απόπειρα που έχει στόχο να εγγυηθεί την ύπαρξής τους. Όλες οι απόπειρες για την επιβολή ελέγχου πηγαίνουν κόντρα στο ρεύμα της πίεσης που ασκούν οι καπιταλιστές για ακόμη μεγαλύτερες απορρυθμίσεις. Αν αυτό δεν ισχύει, τότε μπορούν να ειδωθούν μόνο πάνω στη βάση του εσφαλμένου συλλογισμού ότι ο νόμος της αξίας μπορεί να κάνει τη διάκριση μεταξύ των «καλών» (φιλικών προς το περιβάλλον) κερδών και των «κακών» κερδών. Ως εκ τούτου οι ιμπεριαλιστικές χώρες επαναπαύονται με την προσπάθεια να μπαλώσουν τα προβλήματα αφότου η ζημιά έχει γίνει. Επί το πλείστον αυτή η προσπάθεια έχει σαν αποτέλεσμα περιορισμένες ή μερικές επανορθώσεις, όπως τα υποχρεωτικά φίλτρα για τον καθαρισμό του νερού και του αέρα και ούτω καθεξής. Η καπιταλιστική παραγωγή επίσης διαμορφώνει τους καταναλωτές της. Συνεπώς, η συμπεριφορά των ατόμων γίνεται ένας παράγοντας που επιδεινώνει την οικολογική κρίση και εμποδίζει την εξεύρεση μιας λύσης. Εντούτοις ατομικές αλλαγές συμπεριφοράς μπορούν να ασκήσουν μόνο μια αμελητέα επιρροή πάνω στη θεμελιωδώς καταστροφική για το περιβάλλον φύση της καπιταλιστικής παραγωγής. 

Η οικολογική κρίση στις εξαρτημένες χώρες

Μια μελέτη του γραφείου των Ηνωμένων Εθνών για το περιβάλλον έχει συναγάγει το διαυγές συμπέρασμα ότι τα οικολογικά προβλήματα του «Τρίτου Κόσμου» είναι προβλήματα φτώχειας. Το συμπέρασμα αυτό θα ήταν τελείως δίκαιο αν υπενθύμιζε ότι η φτώχεια αυτή δεν είναι προϊόν της μοίρας αλλά των οικονομικών πολιτικών και ενεργειών των ιμπεριαλιστικών χωρών. Διαστρέφοντας τα γεγονότα θα ήταν δυνατό να παρουσιαστεί η οικολογική κρίση στις ιμπεριαλιστικές χώρες ως συνέπεια της κοινωνίας της αφθονίας και όχι της οικονομίας της αγοράς. Ωστόσο στις εξαρτημένες χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής η σχέση μεταξύ της οικονομικής και οικολογικής κρίσης είναι ολοκάθαρη. Για εκατομμύρια ανθρώπινων υπάρξεων η αυξανόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος και της βιόσφαιρας και ο καθημερινός αγώνας για την επιβίωση είναι όψεις της ίδιας άμεσα βιωνόμενης πραγματικότητας. Πάνω από 800 εκατομμύρια ανθρώπων είναι υποσιτισμένοι, 40 εκατομμύρια πεθαίνουν κάθε χρόνο από πείνα και ασθένειες που προκαλούνται από υποσιτισμό. Σχεδόν 2 δισεκατομμύρια ανθρώπων δεν έχουν τακτική πρόσβαση σε καθαρό, πόσιμο νερό· σαν αποτέλεσμα 25 εκατομμύρια πεθαίνουν κάθε χρόνο. Ενάμιση δισεκατομμύριο άνθρωποι βασανίζονται από την οξεία έλλειψη καυσόξυλων, της μοναδικής πηγής ενέργειας που διαθέτουν. Σ' αυτό το τμήμα του κόσμου υφίσταται μια σοβαρή έλλειψη τροφής, νερού και καυσίμων, των τρίων πιο σημαντικών στοιχείων για την ίδια τη ζωή του ανθρώπου. Τα Ηνωμένα Έθνη εκτιμούν ότι σχεδόν 500 εκατομμύρια ανθρώπων συνιστούν «περιβαλλοντικούς πρόσφυγες», αναγκασμένων να εγκαταλείψουν τις περιοχές προέλευσής τους μπροστά στο κίνδυνο της ξηρασίας, των πλυμμηρών, της διάβρωσης του εδάφους, της προσανατολισμένης προς τις εξαγωγές γεωργίας κτλ. Η πραγματικότητα είναι ότι η οικολογική κρίση σ'αυτά τα μέρη του κόσμου δεν είναι μια «ωρολογιακή βόμβα», ούτε ένα πρόβλημα για το μέλλον, αλλά μία υπαρξιακή κρίση εδώ και τώρα. Η πρωταρχική αιτία της έσχατης φτώχειας και της οικολογικής κρίσης είναι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής. Οι γνωστές δομές της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης και η παγκόσμια αγορά έχουν υποβάλει το φυσικό περιβάλλον των κυριαρχουμένων χωρών σε περισσότερο άμεση και σκληρή εκμετάλλευση απ' ό˛τι συμβαίνει στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Η οικολογική καταστροφή σύμφωνα προς τις ανάγκες της παγκόσμιας αγοράς και τα συμφέροντα των πολυεθνικών έρχεται σε ακόμη πιο σκανδαλώδη αντίθεση με τις ιστορικά κληροδοτημένες κοινωνικές δομές και τρόπους ζωής. Σ' όλες αυτές τις χώρες, ο ιμπεριαλισμός έχει διαμορφώσει την εδαφική τους επικράτεια επιβάλλοντας μια υποδομή σχεδόν εξ ολοκλήρου συγκεντρωμένη γύρω από κέντρα οικονομικής δραστηριότητας εξαρτημένα από την παγκόσμια αγορά. Είναι πάνω σ' αυτή τη βάση που επιλέγονται τα «κέντρα φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών», τα επιχειρηματικά συγκροτήματα και οι ζώνες διακοπών, οι φυτείες και τα βοσκοτόπια για παραγωγή προσανατλισμένη στις εξαγωγές. Το γεγονός αυτό ασκεί μια τεράστια πίεση στους ανθρώπους, που πέφτουν θύματα αυτών των διαδικασιών, ωθώντας ποικίλους τρόπους ζωής και «αναχρονιστικές» κοινωνικές λειτουργίες στις περιφερειακές περιοχές αυτών των χωρών. Η επίδραση πάνω σ' αυτές τις χώρες έχει υπάρξει και θα συνεχίσει να είναι πολύ πιο σοβαρή από ό˛τι στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, υποκείμενες όπως είναι σε διαδικασίες που τίθενται σε κίνηση από τις τελευταίες.

Μπορούμε επίσης να παρατηρήσουμε τα μοιραία αποτελέσματα του νόμου της «συνδυασμένης και ανισομερούς ανάπτυξης» από μία οικολογική σκοπιά. Η παγκόσμια αγορά απελευθερώνει την πιο καταστροφική για το περιβάλλον δυναμική της και τις πιο σπαρακτικές αντιφάσεις της στις πιο «καθυστερημένες» γωνιές του κόσμου. Η δράση της εδώ είναι ασύγκριτα πιο ολέθρια, οι δυνάμεις που τις αντιτίθενται ασύγκριτα πιο ασθενείς. Μπορούμε να εκθέσουμε μια σειρά από δομικά χαρακτηριστικά του μηχανισμού αυτού: άμεση εκμετάλλευση των ακατέργαστων υλών προς όφελος της παγκόσμιας αγοράς (μέταλλα, ξυλεία, βαμβάκι, καουτσούκ κτλ) και παράλληλη ανάπτυξη των υποδομών, οδικού δικτύου, σιδηροδρόμων, ενεργειακών εγκαταστάσεων κτλ., αλλά και μετατροπή γης σε αγροκτήματα ή λειβάδια για βοσκή επιφυλασσόμενα για παραγωγή προϊόντων προς εξαγωγή μέσω μιας πολιτικής εκχέρσωσης γης που περιλαμβάνει έντονη χρήση χημικών λιπασμάτων και παρασιτοκτόνων με επακόλουθο τη μόλυνση. Αυτές οι δύο διαδικασίες καθιστούν το ζήτημα της γης το πιο καυτό θέμα στις περισσότερες από τις εξαρτημένες χώρες. Ο αγροτικός πληθυσμός συνωθείται σε περιοχές που δεν προσφέρονται για μόνιμη εγκατάσταση ή αγροτική παραγωγή. Αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να εκχερσώσουν γη και να χρησιμοποιήσουν γεωργικές μεθόδους που μόνο να επιταχύνουν μπορούν την εξάντληση και τη διάβρωση του εδάφους. Η αποψίλωση λοφοπλαγιών, το κάψιμο των τροπικών δασών, η κατοίκηση άνυδρων περιοχών ή αντίθετα περιοχών που κινδυνεύουν από πλημμύρες, η καταστροφή των γόνιμων χοϊκών στρωμάτων κ.α συνθέτουν το κίνδυνο μακροπρόθεσμων κλιματικών μεταβολών και «φυσικών καταστροφών». Μια αστικοποίηση προκαλείται από την ειδική οικονομική δομή (ενν: των εξαρτημένων χωρών) και από το ζήτημα της γης. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των Ηνωμένων Εθνών, οι πόλεις στις εξαρτημένες χώρες αναπτύσσονται με τριπλάσιο ρυθμό γρηγορότερα απ' ό˛τι οι πόλεις στις εκβιομηχανισμένες καπιταλιστικές χώρες. Σ' αυτές τις πόλεις, τα συνήθη προβλήματα που υπάρχουν σ'όλα τα αστικά κέντρα είναι ακόμη περισσότερο καταστροφικά για το περιβάλλον και τις βιοτικές συνθήκες. Η μόλυνση του αέρα που προκαλείται από την κυκλοφορία των οχημάτων και τις κεντρικές θερμάνσεις των κατοικιών αποτελεί μια οξυμμένη απειλή. Η ποιότητα του καθαρού και φιλτραρισμένου νερού είναι το δεύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι πόλεις στις εξαρτημένες χώρες. Η αποκομιδή των απορριμάτων είναι το τρίτο. Στις πιο μεγάλες πόλεις της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής τα σκουπίδια απλώς σχηματίζουν σωρούς ή καίγονται στον ανοιχτό αέρα. Για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των εξαρτημένων χωρών, η εξασφάλιση ενεργειακών αποθεμάτων είναι ζήτημα καθημερινής επιβίωσης. 1,5 δισεκατομμύρια ανθρώπων στερούνται ξυλείας για άναμμα φωτιάς. Ο ετήσιος χρόνος εργασίας που αφιερώνεται για το μάζεμα ξύλων (ή άλλων καύσιμων υλών όπως κοπριάς, φυτικών υπολειμμάτων κτλ) έχει αυξηθεί κατά τέσσερεις φορές, φτάνοντας μερικές φορές τις 190 ως και 300 εργάσιμες μέρες το χρόνο. Ιδιαίτερα σε αγροτικές περιοχές κοντά σε πόλεις, αλλά, επίσης, και σε πολλές άλλες περιοχές, τα δάση αποψιλώνονται εξαιτίας της έλλειψης ενέργειας. Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι εξαρτημένες χώρες, για το οποίο γίνεται ο περισσότερος λόγος σήμερα, είναι το χρέος προς τις τράπεζες και τις ιμπεριαλιστικές κυβερνήσεις. Έχει αντίκτυπο πάνω στην οικολογική κρίση επειδή το χρέος επιβάλλει την προτεραιότητα της παραγωγής με εξαγωγικό προσανατολισμό έχοντας σα συνέπεια την ενίσχυση της έντονης φτώχειας και της αγροτικής εξόδου (rural exodus). Μεταξύ του 1990 και του 1995, η αποδάσωση σε 33 αφρικανικές χώρες, που κατατάσσονται ανάμεσα στις πιο φτωχές και χρεωμένες, ήταν 50% μεγαλύτερη από την καταστροφή των δασών στις άλλες αφρικανικές χώρες και 140% μεγαλύτερη από το μέσο όρο της παγκόσμιας αποδάσωσης. Την ίδια ώρα απουσιάζουν οι πόροι για τη χρηματοδότηση μέτρων συντήρησης. Οι διεθείς οικονομικοί θεσμοί, όπως η Παγκόσμια Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, αποσπούν ένα ολοένα και βαρύτερο φόρο από τον άνθρωπο και τη φύση χάρη στις συνέπειες του χρέους. Όλα αυτά ολοκληρώνονται μ'ένα κυνικό τρόπο από μια σειρά άμεσων καταστροφών της φύσης και οικολογικών εγκλημάτων που διαπράττονται από τις μεγάλες πολυεθνικές των ιμπεριαλιστικών χωρών. Παραγωγικές μονάδες μ' ένα μεγάλο βαθμό επικινδυνότητας (κυρίως της χημικής βιομηχανίας) μεταφέρονται στις εξαρτημένες χώρες. Δεν επωφελούνται μόνο από τη φτηνή εργατική δύναμη αλλά και μπορούν να μολύνουν το περιβάλλον μέσα σ' ένα καθεστώς ασυλίας. Οι κυβερνήσεις στις πιο εξαρτημένες χώρες είναι εντελώς ανίσχυρες μπροστά στην οικολογική κρίση. Η σύνδεσή τους με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα και τα ίδια τους τα προνόμια ή τα ταξικά συμφέροντα επιτείνουν την οικονομική εξάρτηση και την οικολογική κρίση. Ακόμη και ορισμένα προγράμματα διεθνούς βοήθειας (για την καταπολέμηση της πείνας, την καταπολέμηση οικολογικών καταστροφών ή πρόσφατα σχέδια μερικής ακύρωσης του χρέους μ' αντάλλαγμα μέτρα οικολογικής προστασίας) σύχνα δεν κάνουν τίποτε περισσότερο από το να πλουτίζουν τις κυβερνώσες ελίτ αυτών των χωρών. Είναι αδιανόητη οποιαδήποτε λύση της οικολογικής κρίσης στις εξαρτημένες χώρες χωρίς ρήξη με την εξάρτηση από τον ιμπεριαλισμό. Η επιδίωξη του «εκσυγχρονισμού» μέσα από πιστώσεις και χρέος για τη λύση επείγοντων κοινωνικών προβλημάτων έχει αποδειχθεί ένα λάθος που απλά κάνει περισσότερο σύνθετη την κατάσταση. Αυτό είναι ακόμη πιο αληθινό για την οικολογική κρίση. Η φτώχεια και η οικονομική εξάρτηση αναγκάζουν εκατομμύρια ανθρώπων να συμπεριφερθούν με τρόπο που βλάπτει στον έσχατο βαθμό το περιβάλλον χωρίς τον οποίο όμως δε θα μπορούσαν να έχουν επιβιώσει. Αυτό σημαίνει ότι η διαδικασία της αντιιμπεριαλιστικής επανάστασης, της «διαρκούς επανάστασης», στις εξαρτημένες χώρες πρέπει συνειδητά να ενσωματώσει τα οικολογικά θέματα στο πρόγραμμά της στον αγώνα εναντίον της καπιταλιστικής λεηλασίας. Είναι απαραίτητος όρος για την επιτυχή οικοδόμηση εναλλακτικών, σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων. 

Η οικολογική κρίση στις πρώην γραφειοκρατικοποιημένες κοινωνίες.

Παρά την εξαφάνιση της ΕΣΣΔ και όλων των κοινωνιών που είχαν οργανωθεί πάνω στο σοβιετικό μοντέλο, είναι απαραίτητο να εξετάσουμε σύντομα τις οικολογικές πολιτικές τους. Ο οικολογικός απολογισμός της ΕΣΣΔ και γενικά των χωρών μ' ένα γραφειοκρατικό κεντρικό σύστημα σχεδιασμού είναι το ίδιο κακός, αν όχι χειρότερος, μ' εκείνον των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων, ιδιαιτέρως όσον αφορά τη μόλυνση της ατμόσφαιρας, των υδάτων και του εδάφους, τη πυρηνική ενέργεια - Τσερνομπίλ! – και τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι κυριότερες μητροπολιτικές περιοχές. Ένας από τους λόγους γι' αυτή την κατάσταση είναι το γεγονός ότι αυτές οι κοινωνίες μόνο εν μέρει επέτυχαν να ξεπέρασουν τον καπιταλιστικό νόμο της αξίας και τους αντικειμενικούς περιορισμούς που συνεπάγεται πάνω στην παραγωγή. Σε αρκετούς παραγωγικούς τομείς αποφασιστικής σημασίας, η εξάρτηση από τον καπιταλισμό και την παγκόσμια αγορά ήταν ακόμη παρούσα. Εκμετάλλευση φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών για μια εξαγωγική οικονομία και εξάρτηση από προϊόντα και τεχνολογίες που προέρχονταν από τις καπιταλιστικές βιομηχανίες επίσης οδήγησαν σε μια αναπόφευκτη καταστροφή του περιβάλλοντος σ' αυτές τις κοινωνίες. Αυτό συνέβη μ' ένα τρόπο συγκρίσιμο μ' έκεινο που βλέπουμε στις εξαρτημένες χώρες. Η σχεδιασμένη οικονομία ήταν μια προσπάθεια να αναπτυχθεί μια άμεσα κοινωνική οικονομία. Αντίθετα με τον καπιταλισμό όπου η χρησιμότητα της εργασίας βασίζεται μόνο στην αγορά, δηλαδή στην ικανότητά της να παράγει προϊόντα που μπορούν να πωληθούν, οι μη-καπιταλιστικές κοινωνίες επιχείρησαν να καθορίσουν και να σχεδιάσουν τις κοινωνικές ανάγκες πριν την παραγωγή. Είναι προφανές ότι αυτή η προσπάθεια μπορεί να επιτύχει μόνο εάν ολόκληρη αυτή η διαδικασία υποβληθεί πρώτα σε δημοκρατική συζήτηση και απόφαση. Όταν οι συνέπειες μιας πραγματικής έλλειψης πρέπει να μοιραστούν, τότε η δημοκρατία γίνεται ακόμη πιο ουσιαστική. Εντούτοις, η γραφειοκρατικοποίηση των μεταβατικών κοινωνιών εξαφάνισε τη δημοκρατία. Το πλήθος των κοινωνικών και εθνικών, πολιτιστικών και οικονομικών αναγκών των διάφορων λαών τυποποιήθηκε και αναγκαστικά ενσωματώθηκε σ' ένα σχέδιο υπαγορευμένο από τα πάνω. Καθώς όλες οι ποιοτικές όψεις θάφτηκαν μαζί με τη δημοκρατία, τα καθοριστικά χαρακτηριστικά του σχεδίου μπορούσαν να είναι μόνο ποσοτικά κριτήρια και ρυθμοί ανάπτυξης. Κατ' αυτόν το τρόπο οι μεταβατικές κοινωνίες έθεταν σε προτεραιότητα τη ποσοτική αύξηση ως προς την οικονομική ανάπτυξη, μερικές φορές ακόμη περισσότερο και από τις καπιταλιστικές κοινωνίες. Αυτοί οι ρυθμοί ανάπτυξης ανακοινώνονταν με διατάγματα και επιβάλλονταν με καταπίεση. Η προστασία των φυσικών πηγών του πλούτου και του περιβάλλοντος περιλαμβανόταν στην καλύτερη των περιπτώσεων σε τέτοια σχέδια υπό τη μορφή ποσοτικών όρων (αριθμός σταθμών καθαρισμού, φίλτρα, συγκεκριμένες προγραμματισμένες δαπάνες κτλ). Αυτός ο σχεδιασμός από τις απαρχές του ταλανιζόταν από σφάλματα και τεράστιες παραλείψεις (με μια αντίστοιχη κατάχρηση των πλουτοπαραγωγικών πηγών). Χωρίς κοινωνικό έλεγχο, τα προβλήματα αυτά επανορθώνονταν μόνο όταν αναγνωριζόταν ότι το πλάνο είχε θέσει «υψηλότερους» στόχους από τους εφικτούς. Επιπλέον τα διάφορα τμήματα του πλάνου ανταποκρίνονταν στα συμφέροντα διαφορετικών μερίδων της γραφειοκρατίας και καθορίζονταν απ' αυτά. Μ' αυτό τον τρόπο κατέληξαν στον τόσο χαρακτηριστικό για την ΕΣΣΔ και τα άλλα γραφειοκρατικά κράτη γιγαντισμό. Όσο μεγαλύτερου μεγέθους, κλίμακας και συγκεντρωτικού χαρακτήρα ήταν τα σχέδια (παράδειγμα: η εκτροπή των σιβηρικών ποταμών), τόσο μεγαλύτερη εξουσία σήμαιναν για τους γραφειοκράτες. Από τη δεκαετία του 1970, γραφειοκράτες προβληματισμένοι με τα οικολογικά ζητήματα εμφάνιστηκαν όντως στην πολιτική σκηνή, αλλά στερούνταν πυγμής και παρέμειναν περιορισμένοι σε μικρές και χαμηλής πολιτικής βαρύτητας γεωγραφικές περιφέρειες. Οπτιμισμός και πίστη στην πρόοδο συνιστούσαν αξιώματα της γραφειοκρατικής ιδεολογίας. Οι γραφειοκρατίες πρότασσαν την προοπτική του «ανταγωνισμού μεταξύ των δύο συστημάτων» και του «προσπεράσματος» των καπιταλιστικών κοινωνιών. Απ' αυτή τη σκοπιά, το καπιταλιστικό καταναλωτικό και εκσυγχρονιστικό μοντέλο, που έχει προκαλέσει τέτοια οικολογική ζημιά, εκλαμβανόταν ως μία ιδεολογική αξία που έπαιζε ρόλο στη διαμόρφωση του πλάνου. Η γραφειοκρατία έκανε χρήση μόνο μοντέλων που βασίζονταν στην ποσοτικοποίηση των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών (δηλαδή μοντέλων συγκρίσιμων με εκείνα που χρησιμοποιούν οι συντηρητικοί αστοί οικονομολόγοι). Είναι περιττό να σημειώσουμε ότι η οικολογική κρίση μόνο να οξυνθεί μπορεί στο πλαίσιο της οικονομικής λεηλασίας και του αχαλίνωτου καπιταλισμού που τώρα κυριαρχεί στη Ρωσία μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ με τις ευλογίες των δυτικών δυνάμεων και του ΔΝΤ.

IV. Εργατικό κίνημα και οικολογία

Οι οικολόγοι απευθύνουν στους Μαρξ και Ένγκελς την κατηγορία του παραγωγισμού. Είναι δικαιολογημένη αυτή η κατηγορία; Όχι, στο μέτρο που κανένας άλλος δεν είχε εκφραστεί με τέτοια δύναμη όπως ο Μαρξ ενάντια στην καπιταλιστική λογική της παραγωγής για χάρη της ίδιας της παραγωγής, της καπιταλιστικής συσσώρευσης, της παραγωγής πλούτου και εμπορευμάτων ως αυτοσκοπών. Η ίδια η ιδέα του σοσιαλισμού - σ' αντίθεση με τις αξιοθρήνητες γραφειοκρατικές καρικατούρες της - είναι η παραγωγή αξιών χρήσης, αγαθών αναγκαίων για την ικανοποίηση των ανθρωπίνων αναγκών. Ο απώτατος στόχος της τεχνικής προόδου στα μάτια του Μαρξ δεν είναι η ατελεύτητη αύξηση των αγαθών («έχειν») αλλά η μικρότερη εργάσιμη μέρα και ο μεγαλύτερος ελέυθερος χρόνος («είναι»). Ωστόσο αληθεύει ότι βρίσκουμε ορισμένες φορές στους Μαρξ και Ένγκελς - και ακόμη περισσότερο στον ύστερο μαρξισμό - μια τάση να καθιστούν την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» τον κύριο παράγοντα της προόδου και μια σχετικά μη-κριτική στάση απέναντι στο βιομηχανικό πολιτισμό, ειδικά όσον αφορά την καταστροφική του σχέση με το περιβάλλον. Το ακόλουθο απόσπασμα από τα Grundrisse είναι ένα χαρακτηριστικό πάραδειγμα άκριτου σε μεγάλο βαθμό θαυμασμού από το Μαρξ της «εκπολιτιστικής» αποστολής της καπιταλιστικής παραγωγής, και της βάναυσης εργαλειοποίησης της φύσης απ' αυτήν: «Κατ' αυτόν τον τρόπο το κεφάλαιο δημιουργεί την αστική κοινωνία και την καθολική οικειοποίηση της φύσης εξίσου με τον κοινωνικό δεσμό ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας. Εξού η μεγάλη εκπολιτιστική επίδραση του κεφαλαίου· η παραγωγή από το κεφάλαιο ενός νέου κοινωνικού σταδίου σε σύγκριση με το οποίο όλα τα προηγούμενα εμφανίζονται ως απλές τοπικές αναπτύξεις της ανθρωπότητας και ως ειδωλολατρεία της φύσης. Για πρώτη φορά, η φύση γίνεται καθαρά ένα αντικείμενο για την ανθρωπότητα, καθαρά μια ύλη προς χρήση· παύει να αναγνωρίζεται ως μια δύναμη καθεαυτήν και η θεωρητική ανακάλυψη των αυτοτελών νόμων της εμφανίζεται απλά ως ένα στρατήγημα που επιτρέπει στους ανθρώπους να την υποτάξουν κάτω από τις ανθρώπινες ανάγκες, είτε ως ένα αντικείμενο κατανάλωσης, είτε ως ένα μέσο παραγωγής».

Από την άλλη πλευρά, βρίσκουμε επίσης κείμενα από το Μαρξ που ρητά αναφέρονται στις λεηλασίες του φυσικού περιβάλλοντος που έχει διαπράξει το κεφάλαιο - δινόντας μια μαρτυρία ενός διαλεκτικού οράματος των αντιφάσεων της «προόδου» που προκαλούν οι παραγωγικές δυνάμεις - για παράδειγμα, στο περίφημο απόσπασμα του «Κεφαλαίου» πάνω στην καπιταλιστική γεωργία: «η αυξημένη παραγωγικότητα και ποσότητα της εργασίας που τίθενται σε κίνηση ξεπληρώνονται μ' αντάλλαγμα τη σπατάλη και την ανάλωση από τις ασθένειες της ίδιας της εργατικής δύναμης. Επιπλέον, κάθε πρόοδος στην καπιταλιστική γεωργία είναι μια πρόοδος και στην τέχνη όχι μόνο της ληστείας του εργάτη αλλά και της ληστείας του καλλιεργήσιμου εδάφους· κάθε πρόοδος στην αύξηση της γονιμότητας του εδάφους για μια δοσμένη περίοδο είναι μια πρόοδος στη λεηλασία των μόνιμων πηγών αυτής της γονιμότητας. Όσο περισσότερο μια χώρα αρχίζει την ανάπτυξή της πάνω στα θεμέλια της σύγχρονης βιομηχανίας, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, τόσο ταχύτερη γίνεται αυτή η διαδικασία της καταστροφής. Η καπιταλιστική παραγωγή, επομένως, αναπτύσσει την τεχνολογία και συνδυάζει όλες μαζί τις ποικίλες διαδικασίες σ' ένα κοινωνικό σύνολο, μόνο εξαντλώντας τις πρωταρχικές πηγές κάθε πλούτου - τη γη και τον εργάτη.»

Ακόμη και στον Ένγκελς, που τόσο συχνά εξύμνησε την «εξουσία» και την «κυριαρχία» πάνω στη φύση, μπορούμε να βρούμε κείμενα που μας εφιστούν την προσοχή με το πιο κατηγορηματικό τρόπο στους κινδύνους μιας τέτοιας θεώρησης. Για παράδειγμα, μπορούμε να αναφέρουμε το ακόλουθο απόσπασμα στο άρθρο «Ο ρόλος της εργασίας στη μετάβαση από τον πίθηκο στον άνθρωπο» (1876): «Ας μην κολακεύουμε, ωστόσο, τόσο υπερβολικά τους εαυτούς μας εξαιτίας των ανθρωπίνων νικών πάνω στη φύση. Διότι για κάθε μία τέτοια νίκη η φύση παίρνει την εκδίκησή της από εμάς. Κάθε νίκη, είναι αλήθεια, κατά πρώτο φέρνει τα αποτελέσματα που προσδοκούσαμε, αλλά κατά δεύτερο και κατά τρίτο έχει αρκετά διαφορετικές και απρόβλεπτες συνέπειες οι οποίες συχνά ακυρώνουν τα πρώτα. Οι άνθρωποι που στη Μεσοποταμία, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία και σε άλλα μέρη κατάστρεψαν τα δάση για να εξασφαλίσουν καλλιεργήσιμη γη, πότε δε φαντάστηκαν ότι απομακρύνοντας μαζί με τα δάση τα κέντρα συλλογής και τις δεξαμενές της υγρασίας, έθεταν τις βάσεις για τη σημερινή κατάσταση εγκατάλειψης αυτών των χωρών. (...) Τοιουτοτρόπως σε κάθε βήμα μας γίνεται η υπενθύμιση ότι δεν κυριαρχούμε κατά κανένα τρόπο πάνω στη φύση όπως ένας κατακτητής πάνω σ' ένα ξένο λαό· σαν κάποιο που στέκεται έξω από τη φύση - αλλά ότι εμείς, με τη σάρκα, το αίμα και το μυαλό μας, ανήκουμε στη φύση και υπάρχουμε εν μέσω της, και όλη μας η εξουσία πάνω της συνίσταται στο γεγονός ότι έχουμε το πλεονέκτημα σε σχέση μ' όλα τα άλλα έμβια πλάσματα ότι είμαστε ικανοί να μάθουμε τους νόμους της και να τους εφαρμόσουμε σωστά». Δε θα ήταν δύσκολο να βρούμε άλλα παραδείγματα. Παρολαυτά το γεγονός ότι οι Μαρξ και Ένγκελς δε διαθέτουν μια συνολική οικολογική θεώρηση παραμένει. Το ζήτημα της οικολογίας είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για μια ανανέωση της μαρξιστικής σκέψης στην αυγή του 21ου αιώνα. Απαιτεί από τους μαρξιστές μια συνολική κριτική επανεκτίμηση της παραδοσιακής τους έννοιας των «παραγωγικών δυνάμεων» και μια ριζική ρήξη με την ιδεολογία της γραμμικής προόδου και το τεχνολογικό και οικονομικό παράδειγμα του μοντέρνου βιομηχανικού πολιτισμού. Παράλληλα με την ανάπτυξη του ρεφορμισμού στις γραμμές του εργατικού κινήματος, οι κριτικοί στοχασμοί των Μαρξ και Ένγκελς πάνω στην απειλή που ο καπιταλιστικός πολιτισμός συνιστά για τη φύση υποβαθμίστηκαν. Ο ρεφορμισμός υιοθέτησε τις παραγωγίστικες ιδέες/κοσμοαντίληψη της αστικής κοινωνίας καθώς μετατρεπόταν σ' ένα αναπόσπαστο τμήμα της αποδεχόμενος τους κυριότερους θεσμούς της (κράτος, στρατός,νομοθεσία κτλ). Για παράδειγμα, στις αρχές του 20ου αιώνα η Deutscher Metallarbeiterverband (DMV), η οργάνωση των μεταλλεργατών, που ελεγχόταν από τη σοσιαλδημοκρατία, εξηγούσε σε μια χαρακτηριστική δήλωση: «Όσο ταχύτερη είναι η τεχνική ανάπτυξη, τόσο ταχύτερα ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής θα φτάσει στο σημείο που θα μπλοκάρει τον ίδιο του τον εαυτό και θα πρέπει να αντικατασταθεί από ένα ανώτερο τρόπο παραγωγής». Η σοσιαλδημοκρατία και ο σταλινισμός, παρά τις διαφορές τους σε πολλά ζητήματα, μοιράζονται μια παραγωγικίστικη αντίληψη της οικονομίας και μια βαθειά έλλειψη ευαισθησίας απέναντι στα οικολογικά ζητήματα. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι γενικά τα επαναστατικά ρεύματα - και η Τέταρτη Διεθνής ιδιαιτέρως - καθυστέρησαν πολύ να ενσωματώσουν στο πρόγραμμά τους το οικολογικό ζήτημα. Η διάδοση των οικολογικών καταστροφών, η ανάπτυξη των κινημάτων προστασίας του περιβάλλοντος, οι μερικές νίκες αυτών των κινημάτων και οι προσπάθειές τους να οργανωθούν πολιτικά («πράσινα» κόμματα κτλ) έχουν οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος. Σε μια σειρά από χώρες, ολόκληρα συνδικάτα ή τουλάχιστον ισχυρές μειοψηφιές τους μέσα στις γραμμές τους αντιτίθενται στην «ειρηνική» χρήση της πυρηνικής ενέργειας, όπως η CGIL στην Ιταλία και οι βρετανοί ανθρακωρύχοι – και επίσης επιδεικνύουν μια αυξημμένη ευαισθησία στα οικολογικά ζητήματα: CUT στη Βραζιλία, SUD στη Γαλλία, Commisiones Obreras στην Ισπανία, IG-Metall στη Γερμανία, κτλ. Προς το παρόν μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερα ρεύματα μέσα στα κόμματα και τα συνδικάτα που αξιώνουν να ομιλούν εκ μέρους των εργατών και εργατριών: α) η σκληροπυρηνική μερίδα που θέλει τα πράγματα να συνεχίσουν όπως έχουν χωρίς να αλλάξει τίποτα. Ακόμη και αυτή η μερίδα είναι αναγκασμένη να προβεί σε κάποιες προσαρμογές, στο φως των καταστροφικών εξελίξεων που αφορούν το περιβάλλον. Το ρεύμα αυτό διατυπώνει τώρα αιτήματα αναφορικά με επίπεδα εκπομπών και νέες ρυθμίσεις, αλλά εξακολουθεί να συνηγορεί στη συνεχιζόμενη χρήση της πυρηνικής ενέργειας. Χωρίς να αναθεωρεί τις κοντόθωρες θέσεις του, έχει διακηρύξει τη συμφωνία του με «οικολογικά ψευτομπαλώματα», ειδικά αν αυτά συνδυάζονται με το άνοιγμα νέων αγορών. β) ένα τεχνοκρατικό ρεύμα που θεωρεί ότι μπορεί να λύσει οικολογικά προβλήματα δια μέσου της υψηλής τεχνολογίας. Στην πραγματικότητα αυτές οι λύσεις είναι ικανές μόνο να μεταθέσουν κάπου αλλού τα προβλήματα που υποτίθεται ότι λύνουν: για παράδειγμα, τι πρέπει να γίνει με τις τεράστιες ποσότητες των βιομηχανικών αποβλήτων που πρέπει να φιλτραριστούν, των λυμμάτων των υπονόμων που πρέπει να καθαριστούν και γενικά όλων των απορριμάτων; Ο Peter Glotz του γερμανικού SPD ζητά τη συνεργασία με εκείνη τη μερίδα του μεγάλου κεφαλαίου που επιθυμεί το «τέλος της τεχνολογίας του σωλήνα». Μέσα από μια συμμαχία μεταξύ «της παραδοσιακής αριστεράς, των τεχνικών ελίτ και κρίσιμων μειοψηφιών των καπιταλιστών με μια υγιή αντίληψη όσον αφορά την ανάπτυξη», ο κοινωνικά κατευθυνόμενος νεωτερισμός μπορεί να επιτευχθεί. Ρητά απορρίπτει οποιαδήποτε αμφισβήτηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. γ) το τρίτο ρεύμα, που θα μπορούσε να αποκληθεί «ρεφορμιστικο-οικολογικό», επίσης αρνείται να μιλήσει σχετικά με τις παραγωγικές σχέσεις. Για μια ακόμη φορά ισχυρίζονται ότι είναι εφικτό να απαλλάξουμε τον καπιταλισμό, ή όπως πιο «μετριοπαθώς» το διατυπώνουν, τη «βιομηχανική κοινωνία» από τις αμαρτίες της ενάντια στην οικολογική ισορροπία. Ο Erhard Eppler, ως πρόεδρος της «Επιτροπής Θεμελιακών Αξιών» του γερμανικού SPD έδωσε την ακόλουθη εξήγηση: «Περισσότερο από ποτέ άλλοτε ο στόχος της σοσιαλδημοκρατίας είναι να προχωρήσει, μέσα από μια νέα πολιτική μεταρρυθμίσεων, σε δημοκρατικές, ανθρώπινες και οικολογικές διορθώσεις της βιομηχανικής κοινωνίας.» δ) το τέταρτο ρεύμα, στη μειοψηφία, αλλά απέχοντας πολύ από το να είναι αριθμητικά αμελητέο, είναι ο οικο-σοσιαλισμός που ενσωματώνει τα επιτεύγματα του μαρξισμού - ενώ ταυτόχρονα τον αποκαθαίρει από την παραγωγίστικη σκουριά. Οι οικοσοσιαλιστές κατανοούν ότι η αγορά και η λογική του κέρδους (όπως εξίσου και ο αυταρχισμός των νεκρών «λαϊκών δημοκρατιών») δεν είναι συμβατά με τις οικολογικές απαιτήσεις. Ενόσω ασκούν κριτική στην ιδεολογία που εκφράζουν τα κυρίαρχα ρεύματα του εργατικού κινήματος, κατανοούν ότι οι εργάτες και οι εργάτριες καθώς και οι οργανώσεις τους είναι μια ουσιαστική δύναμη για το μετασχηματισμό του συστήματος. Ο οικο-σοσιαλισμός είναι το ρεύμα μέσα στο εργατικό και οικολογικό κίνημα που είναι το πιο ευαίσθητο στα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των λαών του Νότου. Έρχεται σε ρήξη με την παραγωγίστικη ιδεολογία της προόδου – στην καπιταλιστική και/ή γραφειοκρατική της μορφή (του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού») - και αντιτίθεται στην απεριόριστη επέκταση ενός περιβαλλοντικά καταστροφικού συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης. Κατανοεί ότι η «αειφόρος ανάπτυξη» είναι ανέφικτη μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας της αγοράς. Ως επαναστάτες και επαναστάτριες ο αντικειμενικός μας στόχος είναι να ενώσουμε τις δυνάμεις μας μ' αυτό το ρεύμα και να πείσουμε τους εργάτες και τις εργάτριες ότι οι μεταρρυθμίσεις των επι μέρους είναι εξολοκλήρου ανεπαρκείς. Η μικρο-ορθολογικότητα (micro-rationality) πρέπει να αντικατασταθεί με τη σοσιαλιστική, οικολογική μακρο-ορθολογικότητα (macro-rationality) που επιζητεί μια αυθεντική πολιτισμική αλλαγή. Αυτό είναι αδύνατο χωρίς ένα σε βάθος τεχνολογικό αναπροσανατολισμό με επιδίωξη την αντικατάσταση των σύγχρονων ενεργειακών πηγών με άλλες μη ρυπογόνες και ανανεώσιμες όπως η ηλιακή ενέργεια. Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο θέμα που βρίσκεται μπροστά μας είναι το ζήτημα του ελέγχου πάνω στα μέσα παραγωγής και πάνω απ' όλα στις αποφάσεις που σχετίζονται με τις επενδύσεις και την τεχνολογική μεταβολή. Μια καθολική αναδιοργάνωση του τρόπου παραγωγής και κατανάλωσης είναι αναγκαία, θεμελιωμένη σε κριτήρια ξένα προς την καπιταλιστική αγορά: τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων και τη προστασία του περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια μια οικονομία σε μετάβαση προς το σοσιαλισμό, βασισμένη στη δημοκρατική επιλογή των προτεραιοτήτων και των επενδύσεων από τους ίδιους τους ανθρώπους - και όχι από τους νόμους της αγοράς ή από ένα πανόπτη-πολιτικό γραφείο. Μια σχεδιασμένη οικονομία, ικανή να βρίσκει μόνιμους τρόπους να ξεπερνά τις εντάσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ανάγκες και τις επιταγές της περιβαλλοντικής προστασίας. Μια μετάβαση που θα οδηγήσει σ' ένα εναλλακτικό τρόπο ζωής, ένα νέο πολιτισμό, πέρα από την κυριαρχία του χρήματος, των καταναλωτικών συνηθειών που τεχνητά υποδαυλίζονται από τη διαφήμηση και την ατελείωτη παραγωγή περιβαλλοντικά επιβλαβών αγαθών (ιδιωτικό αυτοκίνητο!).

V. Επιτεύγματα και όρια του οικολογικού κινήματος

Το θεμελιακό επίτευγμα του κινήματος της οικολογίας, που έχει προκαλέσει μια αλλαγή σε βάθος στη δημόσια ενημέρωση γύρω από τα οικολογικά ζητημάτα, ήταν και είναι η κατανόηση της έκτασης στην οποία ο ύστερος καπιταλισμός έχει καταστρέψει το περίβαλλον. Η καταστροφή της φύσης έχει φτάσει σ' ένα σημείο που εκθέτει σε κίνδυνο το σύνολο της ανθρωπότητας. Εδώ, όπως και στη περίπτωση ενός παγκόσμιου πυρηνικού πολέμου, πρόκειται για ένα ζήτημα επιβίωσης. Εντούτοις σ' αντίθεση με τον κίνδυνο της πυρηνικής καταστροφής, έχουμε να κάνουμε ένα πρόβλημα που είναι πάντα «νέο» και προφανώς γίνεται ολοένα και πιο σοβαρό. Το θεμελιακό επίτευγμα του κινήματος της οικολογίας είναι ταυτόχρονα και το βασικό του όριο. Καθώς το κίνημα αυτό βλέπει το οικολογικό ζήτημα σα ζωτικό για όλη την ανθρωπότητα, αναζητά διαταξικές λύσεις και επομένως αποτυγχάνει να κινητοποιήσει επαρκή μέσα (ταξική πάλη κατά του κεφαλαίου). Ένα άλλο επίτευγμα του κινήματος της οικολογίας είναι ο τρόπος με τον οποίο αμφισβητεί την ιδέα της «προόδου». Έχει δείξει τις αδυναμίες της μαρξιστικής ανάλυσης του ύστερου καπιταλισμού. Δε μπορούμε πλέον να μιλάμε όπως στη διάρκεια των αρχών της καπιταλιστικής ανάπτυξης για μια θετική ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων παρεμποδιζόμενης μόνο από την ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής ή πραγματοποιούμενης σε βάρος του προλεταριάτου. Ολοένα και περισσότερο ο καπιταλισμός, έχοντας επιβιώσει πολύ παραπάνω από ό˛τι ήταν ιστορικά αναγκαίο για την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, μετετρέπει τις παραγωγικές δυνάμεις σε καταστροφικές. Αλλά αυτό επίσης σημαίνει ότι αυτές οι δυνάμεις δε μπορεί να απελευθερωθούν σαν τέτοιες, δηλαδή να χρησιμοποιηθούν σ' ένα σοσιαλιστικό σύστημα εκ μέρους όλων. Θα πρέπει να εξεταστούν εξονυχιστικά και κριτικά να αναλυθούν. Αυτο δεν είναι απλά ένα θεωρητικό ζήτημα αλλά ένα επίσης πολύ πρακτικό, που προϋποθέτει την κριτική της ιδέας του «προσπεράσματος του καπιταλισμού», τόσο τυπική της σταλινικής γραφειοκρατικής σκέψης. Επιπλέον μια περισσότερο εκλεπτυσμένη ανάλυση της υλικής πλευράς της παραγωγής (αξία χρήσης) πραγματοποιείται για πρώτη φορά με τη διερώτηση αναφορικά με το ποια προϊόντα είναι επιθυμητά από οικολογική και κοινωνική άποψη κτλ. Μετά τις υποχωρήσεις που ακολούθησαν το κίνημα του 1968, το οικολογικό κίνημα ξανάφερε για άλλη μια φορά την ουτοπική διάσταση στην πολιτική. Συζητήσεις πάνω στην ανάγκη μιας θεμελιακής αλλαγής του κοινωνικού συστήματος, ενός άλλου τρόπου ζωής και παραγωγής γίνεται δυνατό να επανεισαχθούν πάνω στη βάση των οικολογικών αιτημάτων. Η παραπάνω αναφερθείσα συζήτηση σχετικά με την αξία χρήσης των προϊόντων συμπεριλαμβάνει μια συζήτηση για την κοινωνικά χρήσιμη παραγωγή. Νέες ουτοπικές ιδέες για μια διαφορετική κοινωνία διατυπώνονται και συγκεκριμένα «σχέδια αναμόρφωσης» αδρογραφούνται. Το κίνημα της οικολογίας πρώτα αναπτύχθηκε στην Ευρώπη. Είχε σα συνέπεια μαζικές κινητοποιήσεις ακόμη και σε χώρες που το εργατικό κίνημα βρισκόταν στην άμυνα, όπως στην Αυστρία, την Ελβετία και τη Γερμανία. Μαχητικές και συγκεκριμένες μορφές πάλης, όπως διαδηλώσεις, αποκλεισμούς δρόμων και καταλήψεις τοποθεσιών, προήγαγαν μια «κουλτούρα αντίστασης». Στην αρχή αυτοί οι αγώνες εστίαζαν πρωτ' απ' όλα στο ζήτημα της πυρηνικής απειλής, αλλά το κίνημα υιοθετεί και αναπτύσσει δράση και γύρω από άλλα ζητήματα τέτοια όπως η μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων, καθώς και για τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς. Σκάνδαλα όπως η κρίση των «τρελλών αγελάδων» έχουν αυξήσει τη δημόσια ενημέρωση σχετικά με τη ποιότητα διατροφής και τους κίνδυνους που προέρχονται από τη λογική της καπιταλιστικής αγοράς. Στη Γαλλία η αγροτική συνομοσπονδία (Ένωση των Μικρών Αγροτών) ήταν ο καταλύτης μιας ριζοσπαστικής δυναμικής. Ξεκινώντας με μία συμβολική πράξη (διάλυση ενός Mc Donald's) σ' αντίποινα στις αμερικανικές κυρώσεις που βασίστηκαν στην απαγόρευση απ' τη Γαλλία του ορμονούχου βοδινού κρέατος, η πάλη του διευρύνθηκε για να συμπεριλάβει τον ΠΟΕ - με υποστήριξη από συνδικάτα, οικολογικές οργανώσεις και αριστερά κόμματα, καθώς και με μια έντονη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Πολλές οικολογικές κινητοποιήσεις επίσης έχουν λάβει χώρα στις Η.Π.Α και έδωσαν ώθηση σ' ένα σύνθετο και ετερογενές κίνημα που εκτείνεται από τη «βαθιά οικολογία» - η οποία ισχυρίζεται ότι δίνει προτεραιότητα στα φυτικά και ζωϊκά είδη πάνω από τους ανθρώπους - ως τον οικοσοσιαλισμό. Οι πρόσφατες κινητοποιήσεις την άνοιξη του 2000 στο Σηάτλ έδειξαν τη δύναμη αυτού του κινήματος και την προθυμία διαφόρων συνιστωσών του - για παράδειγμα της μεγαλύτερης οικολογικής ομοσπονδίας «Φίλοι της Γης» - να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τα συνδικάτα και την αριστερά για να αγωνιστούν ενάντια στον ΠΟΕ και ένα κόσμο που συνεχώς εμπορευματοποιείται. Το Σηάτλ επίσης επέτρεψε μια αρχική αγωνιστική σύγκλιση των κινημάτων από τη Βόρεια Αμερική, την Ευρώπη - η γαλλική αγροτική συνομοσπονδία ήταν εκεί δια του Jose Bove - και εκείνων του Τρίτου Κόσμου. Θα αποτελούσε ένα σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε ότι τα οικολογικά θέματα αφορούν μόνο τις χώρες του Βορρά - μια πολυτέλεια των πλούσιων κοινωνιών. Ολοένα και περισσότερο, κοινωνικά κινήματα με μια οικολογική διάσταση αναδύονται στην περιφέρεια του καπιταλισμού, το «Νότο». Τα κινήματα αυτά αντιδρούν στα εντεινόμενα οικολογικά προβλήματα στην Ασία, Αφρική και Λατινική Αμερική, μια συνέπεια τη σχεδιασμένης από τις ιμπεριαλιστικές χώρες πολιτικής της «εξαγωγής της μόλυνσης» και της αχαλίνωτης παραγωγικότητας που επιβάλλεται από την «ανταγωνιστικότητα». Είμαστε μάρτυρες της εμφάνισης λαϊκών κινητοποιήσεων στο Νότο στην υπεράσπιση των αγροτικών καλλιεργειών των χωρικών, της κοινοτικής πρόσβασης στις φυσικές πλουτοπαραγωγικές πηγές που απειλούνται με καταστροφή από την επιθετική επέκταση της αγοράς (ή του κράτους). Άλλοι αγώνες αναδύονται με σκοπό τη μάχη ενάντια στην άμεση βλάβη που προξενείται από την άνιση ανταλλαγή, την εξαρτημένη εκβιομηχάνιση και την ανάπτυξη του καπιταλισμού στην ύπαιθρο («agribusiness»). Συχνά αυτά τα κινήματα δεν αυτοαποκαλούνται οικολογικά, αλλά η πάλη τους έχει μια ουσιαστική οικολογική διάσταση. Είναι περιττό να τονίσουνε ότι αυτά τα κινήματα δεν αντιτίθενται σε βελτιώσεις που μπορούν να πραγματοποιηθούν με τη βοήθεια της τεχνολογικής προόδου. Αντιθέτως, τα αιτήματα για ηλεκτροδότηση, τρεχούμενο νερό, κατάλληλα αποχετευτικά συστήματα και καλύτερη ιατροφαρμακευτική βοήθεια εμφανίζονται ψηλά στους καταλόγους με τις διεκδικήσεις τους. Αυτό που αρνούνται είναι η μόλυνση και η καταστροφή του οικολογικού τους περιβάλλοντος στο όνομα των «νόμων της αγοράς» και των επιταγών της καπιταλιστικής «επέκτασης». Ένα κείμενο γραμμένο το 1991 από το περουβιανό αγροτικό ηγέτη Hugo Blanco (της Τέταρτης Διεθνούς) αποτελεί μια αξιοσημείωτη έκφραση της σημασίας αυτής της «οικολογίας των φτωχών». Σε μια πρώτη ματιά, αυτοί που υπερασπίζονται ή επιθυμούν να διατηρηθεί το περιβάλλον μοιάζουν με συμπαθητικούς πλην όμως λίγο εκκεντρικούς τύπους, που ο κύριος στόχος τους στη ζωή είναι η πρόληψη της εξάλειψης της γαλάζιας φάλαινας ή των πάντα. Οι κοινοί άνθρωποι αντιμέτωπιζουν πιο πιεστικές ανησυχιές όπως την εξασφάλιση του επόμενου τους γεύματος για παράδειγμα. Εντούτοις στο Περού υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων που υπερασπίζεται το περιβάλλον. Βεβαίως, αν τους πει κανείς ότι είναι οικολόγοι, πιθανόν θα απαντούσαν «οικολόγοι, μα τι λες τώρα». Και πάλι: μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι οι κάτοικοι της πόλης του Ilo και των γύρω χωριών που αγωνίζονται ενάντια στη μόλυνση, που προκαλεί η Εταιρεία Χαλκού του Βόρειου Περού, υπερασπίζονται το περιβάλλον; Και ότι ο πληθυσμός του Αμαζονίου δεν αποτελείται από εντελώς οικολόγους, έτοιμους να πεθάνουν για να υπερασπιστούν τα δάση τους από την ερήμωση; Ή ο φτωχός πληθυσμός της Λίμα που διαμαρτύρεται για το μολυσμένο νερό; Η Βραζιλία είναι μια απ' τις χώρες που η σύνδεση μεταξύ των κοινωνικών και οικολογικών ζητημάτων έχει πραγματοποιηθεί σε μια μαζική κλίμακα. Μπορούμε να δούμε το Κίνημα των Ακτημόνων Χωρικών (MST) να κινητοποιείται εναντίον των γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών σε μια ευθεία σύγκρουση με τη μεγάλη πολυεθνική Mosanto. Δήμοι και περιφέρειες που κυβερνώνται από το Κόμμα Εργαζομένων (PT) επιχειρούν να κάνουν τους οικολογικούς στόχους ένα τμήμα του προγράμματός τους της συμμετοχικής δημοκρατίας. Η κυβέρνηση της επαρχίας του Rio Grande do Sul, που βρίσκεται κοντά στο MST και το PT θέλει να απαγορεύσει τα μεταλλαγμένα στην περιοχή. Οι πλούσιοι γαιοκτήμονες της περιοχής είναι εξαγριωμένοι με γραπτά διατυπωμένη την αντίθεση σ' αυτό που αποκαλούν «αρχαϊκή αντίληψη». Θεωρούν τον αγώνα εναντίον του «διαγενούς» σπόρου σα μια «συνωμοσία για την επιβολή της αγροτικής μεταρρύθμισης». Οι ιθαγενείς λαοί που ζουν σε άμεση επαφή με το δάσος συγκαταλέγονται ανάμεσα στα πρώτα θύματα του «εκσυγχρονισμού» που εκπορεύεται από τον αγροτικό καπιταλισμό. Ως αποτέλεσμα, κινητοποιούνται σε πολλές λατινοαμερικάνικες χώρες για να υπερασπιστούν τον παραδοσιακό τρόπο ζωής τους, σ' αρμονία με το περιβάλλον και σ΄αντίθεση με τις μπουλντόζες του καπιταλιστικού «πολιτισμού». Ανάμεσα στις αμέτρητες εκδηλώσεις της βραζιλιάνικης «οικολογίας των φτωχών», ένα κίνημα έχει ξεχωρίσει σαν ιδιαίτερα παραδειγματικό μέσα από το κοινωνικό και οικολογικό, τοπικό και πλανητικό, «κόκκινο» και «πράσινο» εύρος του. Μιλάμε για τον αγώνα του Chico Mendes και του Συνασπισμού των Λαών του Δάσους στην υπεράσπιση της αμαζόνιας περιοχής της Βραζιλίας, εναντίον των ολέθριων ορέξεων των μεγαλογαιοκτημόνων και των πολυεθνικών αγροτο-επιχειρήσεων («agribusiness»). Ας ανακαλέσουμε στη μνήμη σύντομα τα σημαντικότερα γεγονότα αυτής της αναμέτρησης. Ο Chico Mendes ήταν ένας ακτιβιστής συνδικαλιστής με δεσμούς με την εργατική συνομοσπονδία (CUT) και το Κόμμα Εργαζομένων (PT) της Βραζιλίας. Με ρητές αναφορές στο σοσιαλισμό και την οικολογία, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ο Mendes οργάνωσε καταλήψεις γης από τους seringueiros, χωρικούς που ζούσαν μαζεύοντας καουτσούκ, εναντίον των λατιφουντιστών (σημ: μεγαλογαιοκτημόνων) που έστελναν μπουλντόζες για να ισοπεδώσουν το δάσος και να αντικαταστήσουν με βοσκοτόπια. Στη συνέχεια, κατόρθωσε να ενώσει μαζί χωρικούς, εργάτες γης, seringueiros, συνδικαλιστές και ιθαγενικές φυλές - με την υποστήριξη των κοινοτήτων βάσης της εκκλησίας – στη Συμμαχία των Λαών του Δάσους, που ήταν σε θέση να αποτρέψει πολλές επιχειρήσεις εκχέρσωσής του. Η διεθνής ενημέρωση γι' αυτές τις δράσεις του απέδωσαν το Παγκόσμιο Οικολογικό Βραβείο το 1987. Ωστόσο λίγο αργότερα οι μεγαλογαιοκτήμονες απέσπασαν ένα βαρύ αντάλλαγμα γι' αυτόν τον οικολογικό αγώνα του δολοφονώντας τον με πληρωμένους φονιάδες. Με δεδομένους τους δεσμούς που σφυρηλάτησε μεταξύ των κοινωνικών και οικολογικών αγώνων, της αντίστασης των χωρικών και των ιθαγενών, την επιβίωση των ντόπιων πληθυσμών και τη διασφάλιση μιας οικουμενικής προσταγής (προστασία του τελευταίου μεγάλου τροπικού δάσους), αυτό το κίνημα θα μπορούσε να αποτελέσει ένα παράδειγμα για τις μέλλουσες λαϊκές κινητοποιήσεις στο «Νότο». Σε ορισμένες χώρες - ιδιαιτέρως στην Ευρώπη - το οικολογικό κίνημα έχει επιτύχει πολλές μεταρρυθμίσεις επιβραδύνοντας εν μέρει τον ιλιγγιώδη ρυθμό της οικολογικής κταστροφής. Για παράδειγμα, πρακτικά καμία νέα πυρηνική εγκατάσταση δε χτίζεται, η παραγωγή ορισμένων χημικών προϊόντων (τετραχλωράνθρακες, λιπάσματα κτλ) έχει περιοριστεί και αυστηροί κανόνες έχουν ενεργοποιηθεί για συγκεκριμένα εργοστάσια, μηχανοκίνητα οχήματα κτλ. Μια καπιταλιστική οικολογική βιομηχανία έχει αναδυθεί και οι οικολογικές μεταρρυθμίσεις αρχίζουν ακόμη και να βρίσκουν το δρόμο τους στα πολιτικά προγράμματα των αστικών κομμάτων. Όμως παρόλες τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες, παρά την οικολογική βιομηχανία, η καταστροφή σε παγκόσμια κλίμακα είναι σοβαρότερη παρά ποτέ. Η μολύνση της θάλασσας, η εκχέρσωση των τροπικών δασών και οι κλιματικές αλλαγές, όλα τους δείχνουν ότι η παγκόσμια δυναμική της οικολογικής κρίσης παραμένει αναλλοίωτη. Απ' αυτή τη σκοπιά, αυτή η κρίση φανερώνει την ανάγκη για μια συνολική αλλαγή στην κοινωνία μας πάνω και πέρα από κάθε μεταρρύθμιση που πρόκειται να έρθει στο φως της ημέρας. Καθώς το κίνημα της οικολογίας δεν έχει κανένα συνεκτικό επαναστατικό πρόγραμμα και αποτυγχάνει να δει τους εργάτες και τις εργάτριες σαν επαναστατικό υποκείμενο, είναι μακρύς ο δρόμος προτού εκπληρωθεί η φιλοδοξία του να καταλάβει ή να κληρονομήσει το χώρο του εργατικού κινήματος. Αν παρόλαυτα αφήσουμε απ' έξω τις ρητώς αστικές και αντιδραστικές ομάδες, μικρές σ' αριθμό στο κίνημα της οικολογίας, αυτό παραμένει ένας σημαντικός σύμμαχος για τους επαναστάτες και τις επαναστάτριες στους συνολικούς αγώνες ενάντια στο καπιταλιστικό σύστημα. 

 VI. Περιβαλλοντικά προβλήματα και αστική κυριαρχία

Εξαιτίας της επίδρασης της καπιταλιστικής παραγωγής στο περιβάλλον, η καταστροφή της φυσικής βάσης των ανθρωπίνων κοινωνιών έχει φτάσει σ΄ένα νέο επίπεδο. Έχει γίνει ένα πρόβλημα στην ίδια και για την ίδια την αστική τάξη πραγμάτων και ιδεολογία. Η οικολογική κρίση είναι οικουμενική και στο ανταγωνιστικό πλαίσιο που είναι εγγενές στον καπιταλισμό μπορεί να θεωρηθεί μόνο σαν ένα γενικό δεινό· ορισμένες αιτίες της οικολογικής κρίσης μπορούν να βρεθούν πολλά χρόνια πίσω στο χρόνο, άλλες είναι το αποτέλεσμα της συνδυασμένης εξέλιξης ποικίλων διακριτών παραγόντων. Στο ίδιο πνεύμα μιλώντας, η τιθάσευση της οικολογικής κρίσης απαιτεί χρόνο και επενδύσεις που θα σήμαναν την αναίρεση των αστικών ιδεών περί κύκλου εισροών/εκροών. Τελικά, αντίθετα προς αυτό που παρατηρείται στις κλασικές οικονομικές κρίσεις, τις επιβλαβείς κοινωνικές συνέπειες του καπιταλισμού καθώς ακόμη και την επαύριο στρατιωτικών συγκρούσεων, οι κυριαρχούμενες και υφιστάμενες την εκμετάλλευση τάξεις μπορούν να πληρώσουν μόνο ένα από τα μέρη του λογαριασμού. Εντούτοις είναι αναμφισβήτητο ότι οι καταπιεζόμενες τάξεις φέρουν το μεγαλύτερο μερίδιο του φορτίου ειδικά στις εξαρτημένες χώρες. Αυτό αληθεύει ακόμη περισσότερο με δεδομένη την αλληλεπίδραση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης με την οικολογική. Η αυξανόμενη επίγνωση σχετικά με την οικολογική κρίση και το οικολογικό κίνημα, αναπτυσσόμενο ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, αντιπροσωπεύουν μια σθεναρή επίθεση σε μια από τις ιδέες αποφασιστικής σημασίας για την αστική ιδεολογία - την ιδέα ότι ότι η αστική κοινωνική και οικονομική τάξη πραγμάτων είναι ικανή να εγγυηθεί τη συνεχή «πρόοδο για όλους» και ότι η επιβολή πάνω στη φύση είναι εγγενώς θετική και όλα τα προβλήματα που αναφέρονται σ' αυτήν μπορούν να λυθούν. Προκειμένου να αντιμετωπισθεί αυτή η ιδεολογική αμφισβήτηση, έχουν γίνει προσπάθειες για την ανανέωση της αστικής ιδεολογίας. Η πρώτη, γνωστή σ' ολόκληρο τον κόσμο, ήταν η έκθεση της Λέσχης της Ρώμης («Τα όρια της ανάπτυξης», 1972). Αυτή η έκθεση κατέγραφε την ταχεία πρόοδο της οικολογικής καταστροφής και πρότασσε μια υπερεθνική πολιτική κατά της δημογραφικής ανάπτυξης, της σπατάλης των φυσικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, της οικολογικής καταστροφής κτλ. Αυτή η μελέτη όπως και άλλες ήταν ένα δίκοπο μαχαίρι. Από τη μία μεριά η επιστήμη και η αστική ιδεολογία ξαναέπαιρναν την πρωτοβουλία πάνω στα οικολογικά ζητήματα και αναλάμβαναν μια συζήτηση με στόχο την πρόγνωση και την προώθηση λύσεων. Από την άλλη, αυτές οι μελέτες υποστήριζαν πεσσιμιστικές απόψεις πάνω στο μέλλον του πλανήτη και έδιναν μια περαιτέρω ορμή στο κίνημα της οικολογίας. Η υπαρκτή τάξη πραγμάτων της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς απώλεσε την αύρα ανωτερότητάς της· ο οριστικός χαρακτήρας της και οι μηχανισμοί της αμφισβητήθηκαν από τα μέσα. Την ίδια ώρα, αυτές οι αναλύσεις οδήγησαν σε καταλόγους αιτημάτων που έτειναν να προωθούν τον παγκόσμιο σχεδιασμό και μια πολιτική ρύθμιση της οικονομίας. Μ' αυτό τον τρόπο ήρθαν σ' ευθεία σύγκρουση με την καπιταλιστική οικονομία της αγοράς, τον οικονομικό φιλελευθερισμό και τις κυβερνητικές επιθέσεις απορρύθμισης που βρίσκονταν σ' ολόκληρο τον κοσμο στην ημέρησια διάταξη την ίδια εποχή. Όχι αργότερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 μια δεύτερη αστική επίθεση στο χώρο της οικολογίας αποδείχτηκε απαραίτητη. Μετά από αυτήν έγινε αναγκαία η παροχή λύσεων, ειδικά όσον αφορά τις συγκεκριμένες πολιτικές απέναντι σ' αυτές τις αντιφάσεις. Η έκθεση Bruntland («Το κοινό μας μέλλον»), που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1988, ήταν μια έκφρασή της. Είναι εξαρχής εντελώς εμποτισμένη με την αστική πεποίθηση ότι παρόλο που ο καπιταλισμός βλάπτει το περιβάλλον, μας παρέχει ταυτόχρονα τη θέση για να προβούμε στις αναγκαίες διορθώσεις. Ως εκ τούτου ισχυρίζεται ότι συνενώνει τα στοιχεία για μια πιο ισορροπημένη μορφή ανάπτυξης («αειφόρος ανάπτυξη»). Τα χρόνια της δεκαετίας του 1990 είδαν μια εμβάνθυνση της αντίφασης ανάμεσα στις υποσχέσεις για νέες διεθνείς ρυθμίσεις του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού και της εξαιρετικά αδυσώπητης κοινωνικής και οικολογικής επίδρασης αυτού του συστήματος. Η διακύρηξη του Ρίο, που προήλθε από τη Συνδιάσκεψη Κορυφής για τη Γη (1992) βέβαια εξέθεσε ορισμένες αρχές, όπως την αρχή της προφύλαξης, η οποία πράγματι αντιπροσωπεύει μια πρόοδο στην επίγνωση των στοιχείων που αναφέρονται στην οικολογική κρίση. Ούτε η Ατζέντα 21, ένα γιγαντιαίο, ανάμικτο πακέτο από 2500 μέτρα, ούτε οι διεθνείς συμβάσεις πάνω στη βιοποικιλότητα και τις κλιματικές αλλαγές έχουν οδηγήσει στις απαραίτητες ριζοσπαστικες λύσεις. Με τη γέννηση του ΠΟΕ, που υποβάλλει περαιτέρω το περιβάλλον στις επιδράσεις του απελευθερωμένου διεθνούς εμπορίου, αυτές οι συμβάσεις απέφεραν ελάχιστα αποτελέσματα. Οι εξαγγελίες για την υπεράσπιση της βιοποικιλότητας είναι ανίσχυρες εναντίον της συνεχιζόμενης ζημιάς στο φυσικό περιβάλλον. Στο πολιτικό επίπεδο έχουν να ανταπεξέλθουν στα συμφέροντα των αγρο-χημικών και φαρμακευτικών πολυεθνικών που επιδιώκουν να ασκήσουν τον έλεγχό τους πάνω σε ζωντανούς οργανισμούς με αυξημμένη χρήση μεταλλαγμένων οργανισμών και γενετικών ευρυσυτεχνιών. Το πρωτόκολο του Κιότο (1997) πάνω στο φαινόμενο του θερμοκηπίου δεν επιβάλλει κανένα άχθος πάνω στις πλούσιες χώρες προκειμένου να εφαρμόσουν μέτρα για την επίτευξη του πλέον μετριόφρονος αντικειμενικού σκοπού της μείωσης των εκπομπών αερίων που επιβαρύνουν το φαινόμενο. 125 δισεκατομμύρια δολλάρια για ένα διάστημα 10 χρόνων είχαν ανακοινωθεί στο Ρίο για πολιτικές υπεράσπισης του περιβάλλοντος σε παγκόσμια κλίμακα. Το 1996 μόνο 315 εκατομμύρια είχαν επενδυθεί. Μεταξύ των ρεφορμιστικών ιδεών που προτάθηκαν από την έκθεση Bruntland και ξανά έπειτα στο Ρίο και του κυρίαρχου υπερφιλελεύθερου ιμπεριαλιστικού μοντέλου, το τελευταίο έχει βγει κερδισμένο προς το παρόν. Σήμερα μια πρακτική προσέγγιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων είναι μέρος του προγράμματος κάθε αστικής κυβέρνησης. Γενικά καταβάλλεται μια προσπάθεια να μπουν κάποια όρια στη μόλυνση της ατμόσφαιρας, του εδάφους και των υδάτων. Σ' αυτά προστίθενται σχέδια προοδευτικής μείωσης των επικίνδυνων επιπτώσεων των υπολειμμάτων της παραγωγικής διαδικασίας. Τούτων ειπωθέντων και πραχθέντων, καταλαβαίνουμε ότι έχουμε να κάνουμε με εμβαλωματικά μέτρα που δεν αντισταθμίζουν την πραγματική καταστροφή που λαμβάνει χώρα. Οικονομικά προγράμματα και πολιτικοί προσανατολισμοί σχετικοί με την «οικολογική οικονομία της αγοράς» αυξάνουν σε σημασία. Μέχρι αυτή τη στιγμή, οι απόπειρες ανα-προσανατολισμού της καπιταλιστικής οικονομίας σε μια φιλική προς το περιβάλλον λειτουργία δεν έχει περάσει τους τέσσερεις τοίχους του γραφείου. Ωστόσο, στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, μια τεράστια επίθεση βρίσκεται σ' εξέλιξη για να επιβληθεί ένα σύστημα «αγοραπωλησίας δικαιωμάτων ρύπανσης» σε παγκόσμια κλίμακα με σκοπό να μειωθεί η ποσότητα των αερίων που ευθύνονται για το φαινόμενο του θερμοκηπίου. Με τη συνηγορία των Ηνωμένων Πολιτειών, αυτός ο μηχανισμός έγινε αποδεκτός από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Πρόκειται για μία επικίνδυνη εξέλιξη που πρέπει να πολεμηθεί. Πρώτον, διότι ανοίγει το δρόμο για την ενίσχυση της εξάρτησης των υπαναπτύκτων χωρών απ' το Βορρά. Σ' ένα μηχανισμό που καθορίζει για κάθε χώρα ένα ανταλλάξιμο ποσοστό μόλυνσης, η εξουσία λήψης αποφάσεων ανήκει σ' αυτούς που διαθέτουν την οικονομική δύναμη να εμπορεύονται μολύνοντας όταν το θεωρούν συμφέρον. Οι πολύ χρεωμένες χώρες του Νότου και της Ανατολής θα διέτρεχαν τον κίνδυνο να πωλήσουν το ποσοστό τους στις βόρειες χώρες, μολονότι οι τελευταίες μολύνουν πολύ περισσότερο. Επιπλέον, το σύστημα στοχεύει να κάνει τη μόλυνση ένα εμπόρευμα, άρα και μια πηγή κέρδους. Πως θα μπορούσαμε να φανταστούμε ότι κάτω από τέτοιες συνθήκες αυτό θα οδηγούσε στη δραστική μείωση της μόλυνσης; Τελικά πρέπει να τονισθεί μ' έμφαση ότι ο σκοπός αυτού του μηχανισμού, το αποφασιστικό στοιχείο της φιλελεύθερης επίθεσης στο οικολογικό πεδίο, είναι να διασκορπίσει την ανατρεπτική δύναμη της οικολογικής κριτικής, η οποία εγείρει μια πρόκληση για το σύνολο της λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος. Στοχεύει στην αποκατάσταση του κύρους της ιδέας ότι η αγορά είναι το καλύτερο όργανο στον αγώνα κατά της μόλυνσης, ότι περισσότερος καπιταλισμός θα σήμαινε αυτοδικαίως «καθαρότερο» καπιταλισμό. Αυτή η ιδέα πρέπει να πολεμηθεί όπως και η θέση σύμφωνα με την οποία η οικολογική προστασία θα μπορούσε να γίνει ο κινητήρας πίσω από «ένα νέο εκσυγχρονισμό της καπιταλιστικής οικονομίας». Ένα τεράστιο χάσμα χωρίζει τα πλούσια κράτη από τα φτωχά. Ενώ στις πλούσιες ιμπεριαλιστικές χώρες, έχει σημειωθεί μια ορισμένη πρόοδος που συγκρατεί κάποια από τα πιο σημαντικά προβλήματα μόλυνσης και καταστροφής, στις φτωχές χώρες ακόμα και τα ελαφρύτερα αναγκαία μέτρα δεν πετυχαίνουν εξαιτίας της έλλειψης χρηματοδότησης ή μπροστά στα στα συμφέροντα μιας χούφτας εταιρειών που κατορθώνουν να βγάζουν κέρδος ακριβώς με το να βλάπτουν το περιβάλλον. 

VII. Εμπειρίες από την πολιτική οργάνωση του οικολογικού κινήματος

Σ' ένα αυξανόμενο αριθμό από χώρες, τα πράσινα κόμματα αναπτύσσονται. Στη δυτική Ευρώπη έχουν αποκτήσει κοινοβουλευτική εκπροσώπηση σε χώρες τόσο διαφορετικές, όσο η Γερμανία, η Γαλλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Σουηδία και η Πορτογαλία και συγκροτούν μια σημαντική ομάδα στο ευρωκοινοβούλιο αποτελούμενη από 47 μέλη. Σήμερα συμμετέχουν σε τρεις αριστερούς κυβερνητικούς συνασπισμούς της ευρωπαϊκής ένωσης: σε Γερμανία, Γαλλία και Βέλγιο. Πράσινα κόμματα έχουν ιδρυθεί ακόμη και σ' εξαρτημένες χώρες όπως η Βραζιλία και η Τουρκία. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η υποψηφιότητα του Ralph Nader στην προεδρική κούρσα συμβολίζει την πολιτική ανάδυση ενός μετώπου που ενώνει περιβαλλοντιστές, νεολαία και συνδικαλιστές στη βάση των αντιπαγκοσμιοποιητικών αγώνων. Βέβαια η ανάπτυξη των πράσινων κομμάτων και οργανώσεων τα προηγούμενα είκοσι, περίπου, χρόνια μπορεί εύκολα να εξηγηθεί με την εμφάνιση της οικολογικής κρίσης σε παγκόσμια κλίμακα. Εντούτοις δε μπορεί να κατανοηθεί χωρίς την παραπομπή σε συμπληρωματικούς πολιτικούς παράγοντες τέτοιους όπως η έλλειψη συνολικών προοπτικών από τις παραδοσιακές ηγεσίες του εργατικού κινήματος και η απουσία επαναστατικών ξεσπασμάτων στην καπιταλιστική Ευρώπη μετά το 1968. Είναι εντελώς εσφαλμένο να βάλουμε όλες τις «πράσινες» εμπειρίες στο ίδιο τσουβάλι. Εξαρτώμενα από τις χώρες τους, τις πολιτικές κουλτούρες, τις συγκεκριμένες ιστορικές καταγωγές τους, τα πράσινα κόμματα έχουν το καθένα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Η παλέτα τους κυμαίνεται από μια έντονη επιρροή των αστικών και μικροαστικών δυνάμεων ως τη συνύπαρξη με αριστερούς, εναλλακτικούς και οικοσοσιαλιστές και περιλαμβάνουν, επίσης, και μεταρρυθμιστικά πράσινα ρεύματα. Μπορούμε να πούμε μ' ένα γενικο τρόπο και με κάθε προφύλαξη: πρόκειται κυρίως για προσπάθειες οργάνωσης εντός της ρεφορμιστικής αριστεράς, συχνότερα κάπου στ' αριστερά των παραδοσιακών ηγεσιών· μολονότι το 75% της οργανωμένης βάσης τους αποτελείται από μισθωτούς εργαζόμενους/ες, αυτά τα ρεύματα δεν αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως ένα τμήμα του εργατικού κινήματος. Ενώ συχνά ξεκινούν σαν άτυπες εκλογικές δομές βασισμένες σε οικολογικά προσανατολισμένες πλατφόρμες, τα πράσινα κινήματα έχουν τηρήσει μια κριτική στάση και σε άλλους τομείς επίσης (κοινωνική πολιτική, εξοπλιστικός ανταγωνισμός, Τρίτος Κόσμος κτλ). Η δραστηριότητα των πρασίνων φέρει το σημάδι ενός συνδυασμού συχνά σωστών κριτικών συγκεκριμένων κοινωνικών αδικιών μαζί με ψευδαισθητικές ρεφορμιστικές «στρατηγικές». Στις περισσότερες περιπτώσεις η συμμετοχή σε κυβερνήσεις ή η κοινοβουλευτική δραστηριότητα στεγνώνει αισθητά τον ακτιβισμό των αγωνιστών της βάσης των πράσινων κομμάτων, υποθάλπει την εμφάνιση παραδοσιακών μορφών πολιτικής εκπροσώπησης και κατ' αυτόν τον τρόπο τείνει να υπονομεύσει τη ριζοσπαστική φύση του κινήματος. Ακόμη χειρότερα τα πράσινα κόμματα, για παράδειγμα, βρίσκονται σε πορεία απώλειας συνολικά της ουτοπικής δύναμης που ενσάρκωνε η οικολογική κριτική και γίνονται ένα απλό «μεταρρυθμιστικό κόμμα» ανάμεσα σε άλλα. Όταν οι Gronen εισήλθαν στη κυβέρνηση στα τέλη του 1998, αυτό επέφερε ένα αληθινό πολιτικό σεισμό μέσα στις γραμμές τους. Αλλεπάλληλα κύματα - ένας δύσκολος συμβιβασμός στο ζήτημα των πυρηνικών, ο πόλεμος στο Κόσοβο και η εντεινόμενη νεοφιλελεύθερη πορεία της κυβέρνησης - συνέχισαν να συγκλονίζουν το κόμμα. Εξίσου ανώφελο είναι να κάνουμε υποθέσεις πάνω στους ρυθμούς και τις μορφές των αλλαγών που ενδέχεται τα οικολογικά κόμματα να υποστούν και σε ποιο βαθμό οι Πράσινοι πρόκειται να μεταλλαχθούν από τις επιλογές και τις πολιτικές μετατοπίσεις τους. Οι επαναστάτες μαρξιστές κρίνουν τους πολιτικούς παράγοντες πριν απ' όλα όχι πάνω στη βάση των δικών τους ισχυρισμών, των προγραμμάτων και της συνείδησης που έχουν για τον εαυτό τους αλλά πάνω στη βάση της πραγματικής τους λειτουργίας μέσα στην ταξική πάλη. Γενικά μπορούμε να βεβαιώσουμε ότι η εμφάνιση των πράσινων οργανώσεων και κομμάτων δεν απετέλεσε ένα βήμα οπισθοδρόμησης. Αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις επεξέτεινε το πεδίο δράσης της αριστεράς. Οι πράσινοι δεν πρέπει να λησμονούνται· το αντίθετο, μια ενεργητική πολιτική πρέπει να ασκείται προς στην κατεύθυνσή τους: κοινές δράσεις, συζητήσεις πάνω σε θεωρητικές θέσεις κτλ. Σε ορισμένες χώρες έχουν ανακύψει κόμματα διαμαρτυρίας και οικολογικά κινήματα σχηματίζοντας εκλογικούς συνασπισμούς και ελέγχοντας ένα κρίσιμο κομμάτι της κοινής γνώμης. Εναπόκειται σε κάθε τμήμα της διεθνούς να αποφασίσει την καλύτερη μορφή συνεργασίας με τέτοια κόμματα ή κινήματα.

VIII. Η Τέταρτη Διεθνής και η οικολογική κρίση

Όπως έχουμε δει στο κεφάλαιο 4, βρίσκουμε τις προκείμενες μιας ριζοσπαστικής οικολογικής κριτικής του καπιταλισμού στα βασικά μαρξιστικά κείμενα. Αλλά όπως ήταν ο κανόνας στα περισσότερα κόμματα μέσα στο εργατικό κίνημα, η διεθνής μας απέτυχε να θέσει το ζήτημα αυτό τα πρώτα χρόνια της ύπαρξής του. Για παράδειγμα θα ήταν ανώφελο να το αναζητήσουμε στο Μεταβατικό Πρόγραμμα, το βασικό προγραμματικό ντοκουμέντο του ιδρυτικού συνεδρίου του 1938. Στη περίοδο που ακολούθησε το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο οι επαναστάτες μαρξιστές δεν αγνόησαν την περιβαλλοντική καταστροφή ή τη μόλυνση της ατμόσφαιρας και των υδάτων. Εντούτοις αυτά τα φαινόμενα αντιμετωπίζονταν σαν συνέπειες ενός εκμεταλλευτικού και απάνθρωπου συστήματος και δε θεωρούνταν ένα καθολικό φαινόμενο που απειλούσε να καταστρέψει την ίδια τη βάση κάθε ζωής. Αυτό έχει αλλάξει από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, όταν η αυτοκαταστροφική δύναμη της καπιταλιστικής κοινωνίας έγινε ένα ευρέως διαδεδομένο αντικείμενο συζήτησης· ένα αντικείμενο συζήτησης ακόμη και για τους αστούς ιδεολόγους της Λέσχης της Ρώμης το 1972. Άρθρα και μελέτες γραμμένα από μέλη του κινήματος μας άρχιζαν να εμφανίζονται. Αλλά το αληθινό τεστ για οργανώσεις του εργατικού κινήματος ήταν η γέννηση ενός λαϊκού κινήματος κατά της πυρηνικής ενέργειας, ιδιαίτερα στην Ιαπωνία, τη δυτική Ευρώπη και τις Ηνωμένες Πολιτείες. Πρακτικά όλα τα τμήματα της 4ης Διεθνούς εμπλάκηκαν σ' αυτά τα μαζικά κινήματα, μολονότι πολύ λίγα τμήματα βρήκαν τρόπους να παγιώσουν την οικολογική δουλιά τους, όταν το αντι-πυρηνικό κίνημα υποχώρησε. Η εμπειρία αυτών των κινημάτων άνοιξε το δικό της δρόμο ανάμεσα στις συζητήσεις μας στα παγκόσμια συνέδρια. Στα κείμενα του 10ου συνεδρίου η οικολογία και τα συναφή ζητήματα ούτε που αναφέρονταν. Ωστόσο στο επόμενο συνέδριο το 1979, ο αγώνας ενάντια στην πυρηνική ενέργεια γινόταν αντιληπτός ως ένα «ζήτημα επιβίωσης για την εργατική τάξη» και διακηρύχθηκε ως στόχος της Διεθνούς και των τμημάτων της «η ενδυνάμωση του κινήματος με την είσοδο των βιομηχανικών εργατών» στον αγώνα του. Στο συνέδριο του 1985 οι θέσεις αναπτύχθηκαν περαιτέρω. Τα ντοκουμέντα περιλαμβάνουν περισσότερο λεπτομερειακές αναλύσεις για καθέναν από τους τομείς της παγκόσμιας επανάστασης. Η κύρια απόφαση καλούσε τη Διεθνή και τα τμήματά της να δώσουν πολύ μεγαλύτερη έμφαση στο ζήτημα της οικολογίας στην προπαγάνδα και τις δραστηριότητές τους καθώς και να οργανώνουν κοινές δράσεις μαζί με τα κινήματα της οικολογίας. Το 1990 μια επιτροπή που αποτελούνταν από μέλη διαφόρων τμημάτων της Διεθνούς επεξεργάστηκε ένα σχέδιο απόφασης πάνω στην οικολογία, που παρουσιάστηκε στη διάρκεια των συζητήσεων του 13ου συνεδρίου, αλλά αποφασίσαμε να παρατείνουμε τη συζήτηση, προτού υιοθετηθεί μια απόφαση. Σήμερα η Τέταρτη Διεθνής αντιλαμβάνεται την οικολογική καταστροφή σα μια από τις κύριες απειλές εναντίον της ανθρωπότητας, ένα πρόβλημα που δίνει μια καινούργια σημασία στη περίφημη διατύπωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ: «σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα». Βλέπει τη στράτευση του εργατικού κινήματος και των οργανώσεών του στον αγώνα ενάντια στην πλανητική καταστροφή ως το πρωταρχικό της καθήκον σ' αυτόν το τομέα δράσης. Αγωνίζεται να ανοίξει το δρόμο για τη συνεργασία μεταξύ του εργατικού και οικολογικού κινήματος όχι μόνο εναντίον των διαφόρων μορφών που παίρνει η οικολογική καταστροφή αλλά και εναντίον πρωτίστως του συστήματος που τις προκαλεί. Επιθυμεί να συνεισφέρει στις συζητήσεις αυτών των κινημάτων και προσπαθεί να αντιπαρατεθεί στις πλατιά διαδεδομένες αυταπάτες για την δυνατότητα ενός «καθαρού» καπιταλισμού. Σε πολλές χώρες η Τέταρτη Διεθνής παίζει έναν ενεργό ρόλο στους συνεχιζόμενους αγώνες, όπως στο κίνημα κατά των γενετικά μεταλλαγμένων οργανισμών και την καταστροφή του αμαζόνιου δάσους στη Βραζιλία. Τα ευρωπαϊκά τμήματα ολοένα και περισσότερο εμπλέκονται στα οικολογικά κινήματα των χωρών τους. Στις αναλύσεις μας το θέμα της οικολογίας είναι ένας από τους πιο σημαντικόυς πόλους γύρω από τον οποίο το εργατικό κίνημα πρέπει να ανασυνταχθεί. Όλα αυτά δε σημαίνουν ότι δεν αντιμετωπίσαμε προβλήματα φέρνοντας αυτά τα «νέα ζητήματα» στις δραστηριότητες των οργανώσεών μας. Πολλοί σύντροφοι συνέχιζαν να αντιμετωπιζουν τα οικολογικά προβλήματα σαν μία αντίφαση του καπιταλισμού μεταξύ πολλών άλλων. Δεν τα είχαν δει σαν προβλήματα στενά συνδεδεμένα με τους καθημερινούς αγώνες για την επιβίωση της εργατικής τάξης εναντίον των απάνθρωπων βιοτικών και εργασιακών συνθηκών και της απειλής του πολέμου. Πολλά από τα τμήματα άρχισαν να υπολογίζουν τα οικολογικά ζητήματα μόνο όταν έγιναν τίτλοι ειδήσεων ύστερα από την κινητοποίηση άλλων δυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν η συζήτηση στο εσωτερικό της Διεθνούς να πάρει μορφή αρκετά καθυστερημένα. Ενώ άλλα ρεύματα και άτομα συζητάνε για το θέμα της οικολογίας σε σχέση με το σοσιαλισμό εδώ και δεκαετίες, οι επαναστάτες μαρξιστές και οι επαναστάτριες μαρξίστριες έχουν παραμείνει σχετικά σιωπηλοί/ες. Γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι οι μαρξιστές/ριες πρέπει να καταβάλουν μια ιδιαίτερη προσπάθεια προκειμένου να εφαρμόσουν τη μέθοδό τους στα πραγματικά προβλήματα που βρίσκονται μπροστά μας. Δεν είναι πλέον δυνατό να παίρνουμε απλά ορισμένα στοιχεία οικολογικής σκέψης και να τους κάνουμε μια επάλειψη με κόκκινο λούστρο. Η Τέταρτη Διεθνής δεν επιθυμεί απλά να πάρει μέρος σε συζητήσεις πάνω στις συγκεκριμένες οικολογικές πολιτικές. Θέλει επίσης να κάνει τα απαραίτητα πολιτικά και οργανωτικά βήματα προς τα εμπρός τα οποία είναι αναγκαία για μαζικές δράσεις. Μόνο μέσα από τη δράση μαζικών κινημάτων οι σημερινές συνθήκες μπορεί να αλλάξουν. 

IX. Πρόγραμμα δράσης

Σήμερα σ' ολόκληρο τον κόσμο υφίσταται μια ευρεία ποικιλία πρωτοβουλίων και κινημάτων κατά της λεηλασίας και καταστροφής της φύσης. Η Τέταρτη Διεθνής υποστηρίζει αυτές τις πρωτοβουλίες και κινήματα και παίρνει μέρος σ' αυτά· ορισμένες φορές συμμετέχει κριτικά επειδή η γενική θεώρηση πολλών οικολόγων είναι κατά καιρούς πολύ συγχυσμένη. Οι εμπειρίες του κινήματος της οικολογίας αποδεικνύουν ότι μόνο πλατιές κινητοποιήσεις και μαζικές διαμαρτυρίες μπορούν να κερδίσουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης και να επιτύχουν πραγματικά αποτελέσματα. Σε μεγάλο βαθμό η οικολογική κρίση και η κοινωνική κρίση τροφοδοτούνται από ταυτόσημους μηχανισμούς. Τα συμφέροντα των μεγάλων οικονομικών λόμπυ, η διαρκώς εισχυόμενη αποκλειστική δικτατορία των «αγορών», η παγκόσμια τάξη πραγμάτων που ενσαρκώνεται από τον ΠΟΕ, το ΔΝΤ, τη Παγκόσμια Τράπεζα, το G8 κ.α, συνενώνονται για να αφαιμάξουν ανθρώπους και φύση. Κοινοί παράγοντες ενεργοποιούνται στη σύγχρονη οικολογική και κοινωνική κρίση, κοινές θεραπείες μπορουν και πρέπει να προταχθούν. Είναι ουσιαστικό να αποτινάξουνμε το ζυγό του «οικονομικού φιλελευθερισμού» και να βάλουμε μπροστά τις ανθρώπινες ανάγκες και τις οικολογικές επιταγές. Γι' αυτό το λόγο υφίσταται μια κοινότητα των οικολογικών με τους κοινωνικούς αγώνες και ένα κοινό πεδίο για σύγκλιση. 

1. Υπεράσπιση των δημόσιων υπηρεσιών

Το παράδειγμα των μεταφορών είναι ένα σαφές παράδειγμα για την έκταση στην οποία δημόσια πολιτική απαιτείται ως επαρκής απάντηση στις επιτακτικές ανάγκες της οικολογίας και της κοινωνίας. Στην Ευρώπη η λογική των αγορών απαιτεί τη συρρίκνωση του σιδηροδρομικού συστήματος στις «κερδοφόρες» τεχνολογίες και γραμμές εμπιστευόμενη τη λύση γι' ο˛τιδήποτε σε δρόμους και λεωφόρους. Οι κοινωνικές ανάγκες (οικονομικές δημόσιες μεταφορές, ένα ολοκληρωμένο συγκοινωνιακό σύστημα που να εξυπηρετεί το σύνολο των περιοχών, αξιοπρεπείς μισθοί και εργασιακές συνθήκες) και οι οικολογικές (μείωση των πιο ρυπογόνων, καταστροφικών για τη φύση και υψηλής ενεργειακής κατανάλωσης μορφές μεταφορών) απαιτούν την αναπτύξη ενός δημόσιου συστήματος μεταφορών στη λογική μιας δημόσιας υπηρεσίας. Το ίδιο ισχύει και σε άλλους τομείς. Όμως αυτή η παρατήρηση δεν κλείνει τη συζήτηση για το πως οι δημόσιες υπηρεσίες πρέπει να είναι οργανωμένες στο σύγχρονο κόσμο. Στην πραγματικότητα τα κρατικά μονοπώλια τείνουν να αναπτυσσούν τις πολιτικές τους στη βάση μη-δημοκρατικών αντικειμενικών στοχεύσεων. (Στο ενεργειακό πεδίο, μπορούμε να παρατηρήσουμε τις διασυνδέσεις μεταξύ των πετρελαιοπαραγωγών χωρών και των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων στην Αφρική, ή τις διασυνδέσεις μεταξύ των στρατιωτικών και των συμβατικών χρήσεων της πυρηνικής ενέργειας) Χρησιμοποιούν αυστηρά καπιταλιστικές διαχειριστικές προσεγγίσεις και παραγωγικά μοντέλα, εφαρμόζοντας κριτήρια μεγιστοποίησης του κέρδους/αποδοτικότητας αντιγραμμένα από τα ιδιωτικά μονοπώλια.

2. Ο αγώνας εναντίον της μόλυνσης

Αποκτάμε ολοένα και μεγαλύτερη επίγνωση του ανθρωπίνου κόστους (βλάβες υγείας, άνοδος τιμών κτλ) και των συνεπειών πανω στη φύση (επιθέσεις στη βιοποικιλότητα) από τη μόλυνση, καθώς και του ρόλου που παίζουν πολλά συγκεκριμένα οικονομικά συμφέροντα στην επιδείνωση αυτού του προβλήματος· της κυρίαρχης θέσης του αυτοκινήτου, της απορρέουσας απ' αυτήν μόλυνσης της ατμόσφαιρας και της αύξησης των προβλημάτων υγείας στα αστικά κέντρα - της δύναμης που κατέχουν οι «agrobusiness», της βάναυσης μόλυνσης των υδάτινων συστημάτων και της σχεδόν μη αναστρέψιμης μόλυνσης των υδάτων του εδάφους· του βάρους του πυρηνικού λόμπυ και της συσσώρευσης των ραδιενεργών αποβλήτων στη διάρκεια εκτεταμμένων περιόδων, στη Γαλλία και σ' άλλες χώρες· του ρόλου που παίζουν σημαίνοντα ιδιωτικά συμφέροντα στην κοινωνικά απαράδεκτη αύξηση του κόστους του πόσιμου νερού στο Βορρά - και τη μαζική έλλειψη πρόσβασης σε πόσιμο νερό στο Νότο. Σε κάθε μία απ' αυτές τις περιοχές οι οικολογικοί και κοινωνικοί αγώνες απαιτούν την αντιπαράθεση μιας εναλλακτικής λογικής σ' αυτήν που προβάλλεται από τις κυρίαρχες οικονομικές δυνάμεις. Η βαρύτητα της μόλυνσης και των προβλημάτων δημόσιας υγείας έχει οδηγήσει σε μια αύξηση της δημόσιας συνειδητοποίησης της σημασίας τους. Έχει γίνει δυσκολότερο να παρουσιάζονται τα λεγόμενα οικολογικά ζητήματα σα περιθωριακά ζητήματα, ως άσχετα με τα κοινωνικά ζητήματα ή σαν ελιτίστικές ανησυχίες και μικροαστικές πολυτέλειες. Στην Ευρώπη η κρίση των «τρελλών αγελάδων» σηματοδότησε μια αλλαγή συγκυρίας ανάλογη με το Τσερνομπίλ στην περιοχή της πυρηνικής ενέργειας. Φώτισε τη σοβαρή απειλή που αποτελεί ο τρόπος λειτουργίας του καπιταλισμού στον αγροτικό τομέα. Είναι επίσης αναγκαίο να καταπολεμήσουμε απατηλές στρατηγικές όπως εκείνη της «αγοράς δικαιωμάτων ρύπανσης» που οι χώρες του Βορρά επιχειρούν να επιβάλουν πάνω στον πλανήτη. Η μόλυνση θα έπρεπε μα εξαλειφθεί και όχι να πωληθεί στο μεγαλύτερο πλειοδότη. 

3. Στην υπεράσπιση της απασχόλησης

Μια πολιτική οικολογικης προστασίας θα δημιουργούσε πολλές νέες θέσεις εργασίας σε πολλούς τομέις. Είναι επίσης ουσιαστικό να καταδείξουμε ότι η κυρίαρχη οικονομική λογική, η οποία σημαίνει υπερεκμετάλλευση του φυσικού περιβάλλοντος, επίσης αυξάνει και την ανεργία. Αυτή είναι η κατάσταση με τις αγροτο-επιχειρήσεις οι οποίες αδειάζουν την ύπαιθρο τόσο από τα φυσικά (δραστική μείωση της ποικιλίας των τοπίων και της βιοποικιλότητας), όσο και από τα ανθρώπινα (δραστική μείωση της απασχόλησης και αγροτική έξοδος) διακριτικά της γνωρίσματα. Αυτή είναι η κατάσταση επίσης και με τη βιομηχανία, που στηρίζεται στον αυτοματισμό, η οποία μειώνει μαζικά την εργατική δύναμη που χρησιμοποιεί, ενώ αυξάνει την παραγωγικότητά της και ο λόγος της γίνεται νόμος όσον αφορά τα μέσα μεταφορών, το σχεδιασμό των πόλεων και των περιφερειών και την ανάπτυξη των άστεων. Μια εναλλακτική κοινωνικο-οικονομική πολιτική θα καθιστούσε εφικτή την ανάπτυξη μέσων παραγωγής που θα ήταν λιγότερο ληστρικά σε σχέση με τη φύση και τον τρόπο ζωής μας, ενώ θα δημιουργούσαν περισσότερες θέσεις εργασίας. 

4. Ο αγώνας για γη

Αυτός αποτελεί έναν από τους πιο αποφασιστικούς παράγοντες για τη σύγκλιση μεταξύ των κοινωνικών και οικολογικών κινημάτων σε διεθνή κλίμακα. Δεν είναι τυχαίο ότι τα πιο ριζοσπαστικά από κοινωνική άποψη αγροτικά κινήματα είναι και εκείνα που έχουν την πιο προωθημένη οικολογική συνείδηση. Είναι κατά των ρυπογόνων μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων με τους γενετικά μεταλλαγμένους οργανισμούς τους, τα χημικά λιπάσματά τους και τα παρασιτοκτόνα τους που δηλητηριάζουν το περιβάλλον· η στάση που τηρούν είναι εχθρική προς την καπιταλιστική γεωργία που καταστρέφει το καλλιεργήσιμο έδαφος και τα δάση. Στις χώρες του Νότου ο αγώνας αυτός είναι αδιαχώριστος από τον αγώνα για ριζοσπαστική αγροτική μεταρρύθμιση, εναντίον των μονοπωλίου των «λατιφουντιστών» πάνω στην ιδιοκτησία της γης και υπέρ της αναδιανομής της. Αλλά ο αγώνας για μια εναλλακτική γεωργία που να σέβεται το περιβάλλον και να βασίζεται στη μικρή αγροτική επιχείρηση, τις συνεργατικές επιχειρήσεις, τις αγροτικές ή ιθαγενικές κοινότητες συνιστά μια πλανητική πρόκληση τόσο για τον Τρίτο Κόσμο, όσο και για τις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Μια από τις πιο σημαντικές δυνάμεις σ' αυτή τη μάχη για τη γη είναι η «Via Campesina», ένα διεθνές δίκτυο της αγροτικής αριστεράς, φτιαγμένο από κινήματα τόσο σημαντικά, όσο το βραζιλιάνικο MST ή η γαλλική αγροτική συνομοσπονδία. Αυτά τα κινήματα προωθούν μια άλλη αντίληψη για τη γεωργική παραγωγή με στόχο την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών του πληθυσμού περισσότερο από εκείνες της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς και με σεβασμό στο δικαίωμα των λαών να μπορούν οι ίδιοι να εξασφαλίσουν την τροφή τους.

5. Περιορίζοντας το σύστημα του χρέους

«Η ανάπτυξη μέσω χρέους», που απέκτησε την αρχική της ορμή από τις χρηματιστικές δυνάμεις του Βορρά, οδήγησε σ' ένα σύστημα ελέγχου των οικονομικών πολιτικών των οφειλέτριων χωρών (προπάντων εκείνων του Νότου) και ενδυνάμωσε τις εξουσίες του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας (ακόμη και στο Βορρά). Η δικτατορία των όρων αποπληρωμής του χρέους και των υπερφιλελεύθερων σκληρών ντιρεκτίβων της παγκόσμιας τράπεζας έχουν αξιοθρήνητες συνέπειες πάνω στις ανθρώπινες κοινωνίες (αποδιάρθρωση του κοινωνικού δικτύου προστασίας, της παραδοσιακής αγροτικής παραγωγής κτλ) και τη φύση (καταστροφή των φυσικών πλουτοπαραγωγιών πηγών για εξαγωγικούς σκοπούς). Αυτό σημαίνει ότι οφείλουμε να πολεμήσουμε τους θεμελιώδεις μηχανισμούς του συστήματος κυριαρχίας τόσο από κονωνική, όσο και από οικολογική σκοπιά. Οι εμπορικοί κανόνες που επιβλήθηκαν από τη GATT και ακολουθώνται από τον ΠΟΕ, ενισχύουν την κυριαρχία των μεγαλύτερων πολυεθνικών του Βορρά. Εξαναγκάζοντας τις τοπικές αγορές να ανοίξουν στα προϊόντα των πολυεθνικών, αυτοί οι υπερεθνικοί θεσμοί έχουν αυξήσει την εξάρτηση των χωρών του Νότου (ακόμη και στο επίπεδο της τροφής), υπονομεύσει τις κοινωνικές ισορροπίες και οδηγήσει σε μια παράλογη αύξηση του διεθνούς εμπορίου, που τρέφει την ενεργειακή και οικολογική κρίση. 

6. Μακροπρόθεσμες προοπτικές και δημοκρατία

Το οικολογικό ζήτημα απαιτεί να λάβουμε υπόψη μας τις μακροπρόθεσμες συνέπειες, καθώς οι ρυθμοί των φυσικών διαδικασιών έχουν ένα πολύ διαφορετικό χρονοδιάγραμμα από τους αναγκαστικά σύντομους χρονικούς ρυθμούς της αγοράς. Πολλές κοινωνικές ανάγκές (εκπαίδευση, υγεία κτλ) επίσης απαιτούν ένα μεγαλύτερο χρονικό ορίζοντα απ' αυτόν που η «παντοδύναμη» αγορά χρειάζεται για να πετύχει τους δικούς της σκοπούς - και αυτός είναι ένας από τους κυριότερους λόγους ύπαρξης των δημόσιων υπηρεσιών. Οι οικολογικές συνέπειες και οι ανθρώπινες ανάγκες εξίσου επιβάλλουν στις εναλλακτικές μας πολιτικες να λαμβάνουν υπόψη αυτά τα μακροπρόθεσμα και ακόμη απώτερα χρονικά πλαίσια. Αυτό σημαινεί να σκεφτόμαστε με όρους αλληλεγγύης μεταξυ των γενεών. Μετά από την ανάγκη της υπεράσπισης των κοινωνικών αναγκών, η οικολογία δικαιώνει εκ νέου την ιδέα του σχεδιασμού. Τι είναι σχεδιασμός, αν όχι το να λαμβάνονται τα μακροπρόθεσμα αποτελέσματα υπόψη; Αλλά επίσης η οικολογία έχει συνεισφέρει σε μια βαθιά κριτική των γραφειοκρατικών εμπειριών των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ. Είναι αυτή η απαραίτητη συνάντηση μεταξύ οικολογικών, δημοκρατικών, κοινωνικών ζητημάτων και δυνάμεων εφικτή; Ναι, διότι η σύγχρονη οικολογική κρίση μοιράζεται με την κοινωνική την ίδια προέλευση: τον καπιταλισμό. Κοινά αίτια απαιτούν κοινές λύσεις. Ο αντικαπιταλισμος δεν είναι ένα σύνολο «αρνητικών» ιδεών. Καθιστά πράγματι εφικτή την πρόβλεψη ενός κοινού εδάφους για τους οικολογικούς και κοινωνικούς αγώνες. Επίσης συμβάλλει στη διατύπωση κοινών εναλλακτικών προτάσεων μ' ένα θετικό πνεύμα αλληλεγγύης. Μας διαφωτίζει για τις αιτίες και τις λύσεις. Από την άλλη πλευρά, αν η πολιτική οικολογία αποτύχει να ενσωματώσει μια κριτική του καπιταλισμού, κινδυνεύει να προσαρμοσθεί στο κυρίαρχο ρεύμα χάνοντας τη ριζοσπαστική της αιχμή και ξεπέφτοντας σ' ελιτίστικες και σε τελευταία ανάλυση αντιδημοκρατικές λύσεις μη εξισωτικές κοινωνικά, την ίδια στιγμή αναποτελεσματικές και άδικες. Υπάρχει λοιπόν η απαίτηση για αληθινούς δεσμούς και όχι απλά να ταυτίζεται η οικολογία με την κοινωνική της επιρροή. Η οικολογική σκέψη έχει πράγματι κομίσει μια μείζονα διάσταση που δε μπορεί σαν τέτοια να βρεθεί στην κοινωνική σκέψη - μια ανάλυση των σχέσεων ανάμεσα στις ανθρώπινες κοινωνίες και τη φύση. Αυτή είναι η αυθεντική συμβολή της και ο ειδικός της χώρος. Έτσι μπορούμε να πούμε ότι δεν πρέπει ούτε να περιορίζουμε το ζήτημα της οικολογίας στο κοινωνικό πεδίο μόνο, αλλά ούτε και να αγνοούμε τους κοινωνικούς ανταγωνισμούς στο όνομα των πλανητικών οικολογικών επιτακτικών αναγκών.