ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΑΣ - Κώστας Σκορδούλης

Κάθε Επιστήμη συγκροτείται από το αντικείμενό της, από το σύστημα των εννοιών της (το εννοιολογικό της πλαίσιο) και από τις πειραματικές διαδικασίες που της προσιδιάζουν. Κανένα από τα τρία αυτά στοιχεία δεν προϋπάρχει του άλλου. Όλα συγκροτούνται ταυτόχρονα μέσα από μια διαδικασία αμοιβαίων προσδιορισμών και ελέγχων όπου κάθε στοιχείο προϋποθέτει την ύπαρξη των άλλων.
Η επιστημονική εργασία επιτελείται στα πλαίσια μιας ορισμένης επιστημονικής κοινότητας σε διάλογο με άλλους ερευνητές οι οποίοι είναι ενεργά μέλη ενός κοινωνικού συνόλου. Ως εκ τούτου η επιστήμη αλλά και η διαδικασία συγκρότησής της δεν μπορεί παρά να είναι κοινωνικές δραστηριότητες.
Σύμφωνα με την προσέγγιση του Πασκάλ Ακότ, η Επιστήμη της Οικολογίας συγκροτείται στα τέλη του 19ου αιώνα με το έργο του Ερνστ Χαίκελ (1834-1919) σε ένα κλίμα που διαμορφώνεται από την «Γεωβοτανική Πραγματεία» του Ευγένιου Βάρμινγκ[1], το «Δοκίμιο για τη Γεωγραφία των Φυτών» του Α. Χούμπολτ[2] και τη «Φυσική Οικονομία» του Κ. Λίνεους[3]. Η προ-επιστημονική της φάση αντιπροσωπεύεται από τα κείμενα του Αριστοτέλη, του Θεόφραστου, του Πλίνιου κλπ.
Σύμφωνα με τον ορισμό που έδωσε ο Ερνστ Χαίκελ το 1866, η Οικολογία συγκροτείται ως η επιστήμη που μελετά τις σχέσεις αλληλεξάρτησης των ζωικών και φυτικών κοινοτήτων μέσα στο περιβάλλον στο οποίο ζουν και αναπαράγονται (αντικείμενο της επιστήμης). Επινόησε τον όρο οικολογία (oecologie) από τις ελληνικές λέξεις οίκος και λόγος.Έδωσε πέντε ορισμούς για την επιστήμη της Οικολογίας:

1.   είναι η επιστήμη της οικονομίας, του τρόπου ζωής, των ζωτικών εξωτερικών σχέσεων των οργανισμών

2.   είναι η επιστήμη των σχέσεων των οργανισμών με το περιβάλλον

3.  η επιστήμη του συνόλου των σχέσεων των οργανισμών με τον περιβάλλοντα εξωτερικό κόσμο, με τις οργανικές και ανόργανες συνθήκες ύπαρξης

4.  είναι το σύνολο των γνώσεων που αφορούν την οικονομία της φύσης, τη μελέτη των σχέσεων του ζώου με το οργανικό και ανόργανο περιβάλλον του, δηλαδή είναι η μελέτη των σύνθετων σχέσεων, στις οποίες αναφέρεται ο Δαρβίνος με την έκφραση συνθήκες πάλης για την επιβίωση.

5. το σύνολο των τόσο ποικίλων σχέσεων ζώων και φυτών, των σχέσεων τους με το εξωτερικό τους κόσμο, που καθορίζονται από τη θεωρία της προσαρμογής και της κληρονομικότητας. 

Η έννοια του οικοσυστήματος

Η θεμελιώδης έννοια της Οικολογίας είναι η έννοια του οικοσυστήματος [4]. Πρόκειται περί ενός χώρου σχετικά ομογενούς, επαρκώς οριοθετημένου του οποίου η λειτουργία αποτελεί το βασικό γνωστικό αντικείμενο της συγκεκριμένης επιστήμης. Στην έννοια του οικοσυστήματος περιλαμβάνονται:

·    τα ζωντανά είδη που ζούν στο οικοσύστημα και αποτελούν αυτό που ονομάζεται «βιόκοινο»

·    το ανόργανο περιβάλλον (βράχοι, έδαφος, νερό, ατμόσφαιρα, άνεμοι) μέσα στο οποίο ζουν τα ζωντανά είδη και ονομάζεται «βιότοπος»

·    η ενέργεια που προσλαμβάνεται από τον ήλιο και μετατρέπεται σε άλλης μορφής ενέργεια στο οικοσύστημα
 
·    οι κύκλοι που επιτελούνται στα πλαίσια του οικοσυστήματος και οι ανταλλαγές με τα γειτονικά οικοσυστήματα
 
·    όλες οι σχέσεις ανάμεσα στα στοιχεία που προαναφέρονται. 

Τα κρίσιμα προβλήματα

Τα όρια του κάθε συγκεκριμένου οικοσυστήματος είναι δύσκολο να καθοριστούν. Υπάρχει ένας πλούτος συνοριακών ζωνών μέσω των οποίων τροφοδοτούνται τα γειτονικά οικοσυστήματα. Οι ερευνητικές ανάγκες έχουν οδηγήσει στην υποδιαίρεση μερικών οικοσυστημάτων ή στην ενοποίηση άλλων.Το κριτήριο για την οριοθέτηση ενός οικοσυστήματος υπαγορεύεται πολλές φορές από τις ανάγκες της επιστημονικής δραστηριότητας. Δεν συνεπάγεται όμως ότι η φυσική πραγματικότητα οριοθετείται κατ' αυτόν τον τρόπο.
Το μεγαλύτερο οικοσύστημα που βιότοπός του θεωρείται ολόκληρη η Γη ονομάζεται οικόσφαιρα. Ο άνθρωπος είναι ενεργό μέλος της οικόσφαιρας. Σύμφωνα με ένα τέτοιο συλλογισμό, και η ανθρώπινη κοινωνία θεωρούμενη ως συνιστώσα της οικόσφαιρας θα μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης της Οικολογίας. Η παραδοχή αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί αυθαίρετη. Στην περίπτωση των ανθρώπινων κοινωνιών, η σχέση μεταξύ κοινωνικής οργάνωσης και επιβίωσης του ανθρώπινου είδους είναι καταφανής. Πράγματι, έχουν συσσωρευτεί τόσα προβλήματα που μας επιτρέπουν να πούμε ότι αν το συγκεκριμένο σύστημα οργάνωσης της παραγωγής των βιομηχανικών κοινωνιών εξακολουθήσει να αναπτύσσεται με τη μορφή που σήμερα το χαρακτηρίζει, τότε ο πλανήτης θα φτάσει στα όρια μιας μείζονος οικολογικής καταστροφής η οποία θέτει επί τάπητος το ζήτημα της επιβίωσης και του ίδιου του ανθρώπινου είδους.
Μπροστά σε μια τέτοια προοπτική κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η κοινωνική οργάνωση της παραγωγής αποτελεί παράγοντα ανισορροπίας στην οικόσφαιρα. Και επειδή οι σχέσεις του ανθρώπινου είδους με την περιβάλλουσα φύση είναι και σχέσεις κοινωνικές, οι όροι και οι συνθήκες επιβίωσης των ανθρώπων προσδιορίζονται και από τις σχέσεις που οι ίδιοι οι άνθρωποι συνάπτουν μεταξύ τους, το ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον τα κοινωνικά γεγονότα και οι κοινωνικές διαδικασίες που συνιστούν τα αίτια της ανισορροπίας στην οικόσφαιρα μπορούν να νομιμοποιήσουν την αντιμετώπιση της ανθρώπινης κοινωνίας με το εννοιολογικό πλαίσιο μιας φυσικής επιστήμης όπως είναι η Οικολογία.

Υπάρχουσες Προσεγγίσεις

1. Μία πρώτη προσέγγιση υποστηρίζει ότι σε διαφορετικούς τομείς της πραγματικότητας (στη συγκεκριμένη περίπτωση Φύση και Κοινωνία) λειτουργούν διαφορετικοί νόμοι οι οποίοι δεν έχουν την ίδια ισχύ στο επίπεδο της γενικότητας ούτε τον ίδιο βαθμό αναγκαιότητας. Επομένως οι νόμοι που μορφοποιούν το γίγνεσθαι στη φύση δεν είναι δυνατόν να αναχθούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Οι κοινωνικές σχέσεις είναι εξ ορισμού αντικείμενο των κοινωνικών επιστημών και δεν μπορούν να προσεγγιστούν από μία φυσική επιστήμη.

2. Μια δεύτερη προσέγγιση προτείνει την άκριτη εισαγωγή εννοιών και μεθοδολογικών εργαλείων από τις φυσικές επιστήμες στην ανάλυση της κοινωνίας. Πράγματι, οι επιστήμες της νεωτερικότητας συγκροτούνται στη βάση μιας αντίληψης του ντετερμινισμού δανεισμένης από τη Φυσική και μιας αντίληψης του εξελικτικισμού δανεισμένης από τη Βιολογία. Και ο ντετερμινισμός αλλά και ο εξελικτικισμός υπήρξαν εξαιρετικά ισχυρά παραδείγματα και προοδευτικά για την εποχή τους, όμως η εισαγωγή τους στο χώρο των κοινωνικών επιστημών υπήρξε ζημιογόνος. Δεν είναι τυχαίο που ο βιολογικός δαρβινισμός, αυτή η μεγάλη κατάκτηση των φυσικών επιστημών, όταν μετατρέπεται σε κοινωνικό δαρβινισμό καθίσταται αντιδραστικός και επικίνδυνος.

3. Η προσέγγιση εκείνη όμως που ασκεί τη μεγαλύτερη επιρροή τα τελευταία είκοσι περίπου χρόνια είναι αυτή που θεωρεί τις Φυσικές Επιστήμες ως Κοινωνικές Κατασκευές. Σύμφωνα με αυτή την προσέγγιση, η αντίληψή μας για τη Φύση είναι μία κοινωνική κατασκευή και αυτό στο οποίο αναφερόμαστε ως «νόμο της φύσης» είναι απλά το αποτέλεσμα της ίδιας της ανθρώπινης νοητικής δραστηριότητας. Η φύση ως τέτοια δεν έχει νόμους. Τέτοιου είδους κατασκευαστικές προσεγγίσεις αντιμετωπίζουν τις αντιλήψεις μας για τη φύση και συνεπώς και τις επιστημονικές θεωρίες ως ιστορικές κατασκευές και άρα προσωρινές και όχι απόλυτες. Η επιστήμη της Φυσικής για παράδειγμα, θεωρείται ότι είναι μια κοινωνική κατασκευή η οποία εξελίσσεται ιστορικά μέσα σε μεταβαλλόμενα κοινωνικά πλαίσια και αυτό που ονομάζεται «νόμος της φύσης» είναι κοινωνικά κατασκευασμένο και ιστορικά μεταβλητό. Είναι το αποτέλεσμα της υπόθεσης ότι η ανθρώπινη γνώση εμπεριέχεται μέσα στην ιδιαιτερότητα της γλώσσας και της γενικότερης κουλτούρας και ως εκ τούτου η επιστήμη δεν δύναται να προσεγγίσει την εξωτερική πραγματικότητα. Εφόσον η επιστημονική αλήθεια δεν είναι συνυφασμένη με τον πραγματικό φυσικό κόσμο αλλά με τα ιδιαίτερα γλωσσικά/πολιτισμικά/κοινωνικά χαρακτηριστικά κάποιας κοινότητας τότε οι νόμοι της φύσης δεν είναι τίποτε περισσότερο από αυτό που η συγκεκριμένη κοινότητα υποστηρίζει κάθε χρονική περίοδο.
Η επιστημονική γνώση ανακαλύπτεται για να εξηγήσει τις παρατηρήσεις οι οποίες είναι οι ίδιες θεωρητικά καθοδηγούμενες. Δεν υπάρχει κάποιο βιβλίο της φύσης το οποίο μπορούμε να συμβουλευτούμε  για να ελέγξουμε αν τα μοντέλα ή οι θεωρίες αντιστοιχούν σε μια πραγματικότητα ανεξάρτητη από τον παρατηρητή. Αυτή η μονομερής προσπάθεια επιβολής ενός κοινωνικού χαρακτήρα στο φυσικό γίγνεσθαι οδηγεί αναπόφευκτα σε μια μορφή ακραίου σχετικισμού.
Η προσέγγιση της επιστήμης ως κοινωνικής κατασκευής θεωρήθηκε ότι υπονομεύει το Διαφωτιστικό Υπόδειγμα δηλαδή την αξίωση για οικουμενικότητα και αντικειμενικότητα του ορθού λόγου δημιουργώντας ρήγματα και αντιπαραθέσεις στις κοινότητες των φυσικών επιστημόνων.

Προσπάθεια για μια νέα σύνθεση

Το εγχείρημα για μια νέα σύνθεση, για μια νέα συγκρότηση (ή ανασυγκρότηση) της επιστήμης της Οικολογίας η οποία θα αποφεύγει τις συμπληγάδες του αναγωγισμού και του σχετικισμού και η οποία θα παρέχει μια ολοκληρωμένη προσέγγιση της ενότητας της φυσικής και κοινωνικής πραγματικότητας βασίζεται στους εξής άξονες:

1. Διεπιστημονικότητα

Η διαδικασία συγκρότησης του αντικειμένου και των άλλων στοιχείων μιας επιστήμης καθιστά το αντικείμενο αυτής της επιστήμης σχετικά αυτόνομο, τόσο ως προς τα αντικείμενα των άλλων επιστημών, όσο και ως προς τις άλλες θεωρητικές κατασκευές. Ταυτόχρονα η διαδικασία συγκρότησης του εννοιολογικού συστήματος μιας επιστήμης αποδίδει στις έννοιες που το αποτελούν μια ιδιάζουσα «αυτονομία νοήματος». Η Διεπιστημονικότητα δηλαδή τα περιθώρια επικοινωνίας ανάμεσα στις επιστήμες καθορίζονται από τις δύο παραπάνω αυτονομίες: την αυτονομία του αντικειμένου κάθε επιστήμης και την αυτονομία του νοήματος του εννοιολογικού της συστήματος. Τα σύνορα όμως που περιγράφουν το επιστημονικό αντικείμενο δεν είναι σταθερά αλλά μετακινούνται και μετασχηματίζονται αδιάκοπα.
Η δυναμική της ανάπτυξης κάθε συγκροτημένης επιστήμης διευρύνει συνεχώς το επιστημονικό αντικείμενο εντάσσοντας σε αυτό νέα φαινόμενα και επεκτείνοντας αντίστοιχα τα σύνορά του ενώ η ίδια αυτή δυναμική οδηγεί κατά καιρούς σε θεωρητικές επαναστάσεις που παράγουν νέες θεωρίες, οι οποίες αναδιατάσσουν συνολικά το αντικείμενο και ανασυντάσσουν τα σύνορά του. Τα σύνορα που περιορίζουν το επιστημονικό αντικείμενο δεν είναι μόνο ασταθή ως προς τα φαινόμενα που περικλείουν, είναι συγχρόνως και ασαφή ως προς τις επιστήμες που διαχωρίζουν. Αυτή η δυναμική είναι που ορίζει τη βασική κατηγορία των διεπιστημονικών σχέσεων. Αυτή η επικοινωνία ανάμεσα στις επιστήμες επιτυγχάνεται χωρίς να διαλύεται το κοινωνικό στο φυσικό (όπως κάνει πχ. η Κοινωνιοβιολογία) και χωρίς η φύση να αποκτά μυστικιστικές ιδιότητες που την τοποθετούν πέρα από την προσέγγιση της ανθρώπινης κατανόησης και της έλλογης ενόρασης. Η Διεπιστημονική προσέγγιση ριζοσπαστικοποιεί την κατανόηση των φυσικών φαινομένων αμφισβητώντας τη μονομερή (μονοδιάστατη) εικόνα της φύσης.

2. Πολυπλοκότητα

Χαρακτηριστικό του οικοσυστήματος όπως και κάθε ανοιχτού συστήματος είναι η πολυπλοκότητα. Η πολυπλοκότητα είναι ο δυνητικός απεριόριστος συνδυασμός απλών στοιχείων και αυτά τα απλά στοιχεία είναι ταυτόχρονα όμοια και διαφορετικά. Η κατηγορία της πολυπλοκότητας η οποία αντικαθιστά τον γραμμικό εξελικτικισμό και τον αναγωγιστικό ντετερμινισμό είναι θεμελιωμένη ουσιαστικά σε τρεις εννοιολογικές βάσεις:
Η πρώτη είναι η αναγνώριση του μη αναγώγιμου χαρακτήρα των διαφορετικών επιπέδων οργάνωσης της πραγματικότητας.
Η δεύτερη είναι η αναγνώριση ότι η ιστορία δεν ανάγεται σε δομικές ιδιότητες (πχ για τα βιολογικά φαινόμενα δεν υπάρχουν άλλες δυνατές εξηγήσεις πέραν από τη διαδικασία εξέλιξης).
Η τρίτη είναι η αναγκαία συμπαρουσία του τυχαίου συμβάντος σε κάθε σύστημα που είναι ικανό για αυτό-οργάνωση.
Θα πρέπει ωστόσο να τονιστεί ότι δεν μιλάμε για ένα και μοναδικό παράδειγμα πολυπλοκότητας. Ο κάθε ξεχωριστός γνωστικός κλάδος έχει το δικό του τεχνικό ορισμό αυτού του όρου και θα ήταν επιζήμιο να προσπαθήσουμε να ενοποιήσουμε τις επιστημονικές γλώσσες με ένα και μοναδικό τυπικό και εννοιολογικό σχήμα. Αυτό θα ισοδυναμούσε με ένα νέο αναγωγισμό ανάλογο με εκείνο που θεωρούσε για πολύ καιρό τη νευτώνεια φυσική πρότυπο για τις άλλες επιστήμες.

3. Κοινωνικο-Πολιτισμική Προσέγγιση και Ιστορικότητα

Με τον όρο Κοινωνικο-Πολιτισμικές Προσεγγίσεις της Επιστημονικής Γνώσης περιγράφονται οι διερευνήσεις των διαφόρων πρακτικών μέσα από τις οποίες η επιστημονική γνώση αρθρώνεται και αναπτύσσεται σε συγκεκριμένα κοινωνικά και πολιτισμικά πλαίσια ή μεταφέρεται και διαχέεται σε νέα. Σύμφωνα με την παραπάνω προσέγγιση, η επιστήμη συγκροτείται ως πολιτισμικός χώρος με συγκεκριμένες κοινωνικές πρακτικές, γλωσσικές παραδόσεις, εγκαθίδρυση ταυτοτήτων και κοινοτήτων. Κύριο χαρακτηριστικό της επιστημονικής γνώσης αλλά και κάθε γνωστικού συστήματος είναι η τοπικότητα και η νομιμότητα της πολλαπλότητας των διαφορετικών γνωστικών συστημάτων. Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει όλες τις πεποιθήσεις ισότιμα, ανεξάρτητα από το αν μια πεποίθηση θεωρείται ορθολογική ή ανορθόλογη. Ανοίγει δηλαδή το δρόμο για μια διαπολιτισμική προσέγγιση της επιστημονικής γνώσης.
Η Κοινωνική-Πολιτισμική προσέγγιση τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα σε ένα γενικό φυσικό πλαίσιο, το οποίο διερευνά με τους όρους της ίδιας της φυσικής του ιστορίας έτσι ώστε οι βίαιοι διαχωρισμοί μεταξύ υποκειμένου και αντικειμένου, κοινωνίας και φύσης να υπερπηδηθούν. Με τη μέθοδό της ξεπερνά τους παραδοσιακούς δυϊσμούς μιας τυπικής φορμαλιστικής λογικής κυρίαρχης στη δυτική σκέψη και κουλτούρα. Ανασυγκροτείται έτσι μια διαδικασία, μέσα στην οποία άνθρωπος και φύση μεταβάλλονται παράλληλα, και η αντιπαράθεση μεταξύ ιστορικού ανθρώπου και ανιστόρητης φύσης χάνει τη σημασία της. Ο άνθρωπος δημιουργεί τη δική του ιστορία, ταυτόχρονα όμως μέσω της αλληλεπίδρασης του γράφει και την ιστορία της φύσης, δίνει στη φύση ιστορική διάσταση.

4. Κριτική του Οικοριζοσπαστικού κινήματος στην Επιστημονική πρακτική 

Η επιστήμη της Οικολογίας είναι μία ιδιότυπη επιστήμη η οποία αντλεί τα επιχειρήματά της όχι μόνο από το επιστημονικό πεδίο αλλά και από το λόγο του Οικοριζοσπαστικού κινήματος το οποίο προσεγγίζει την επιστημονική πρακτική με ένα κριτικό τρόπο: Η επιστήμη ως μορφή κοινωνικής πρακτικής εξελίχθηκε ιστορικά σε αλληλεπίδραση με τον κοινωνικό σχηματισμό. Ο μύθος της καθαρής επιστήμης (που εκφράζεται από το δόγμα: επιστήμη για την επιστήμη) είναι παράγωγο των αντινομιών ανάμεσα στην επιστημονική γνώση (θεωρούμενης ως διαδικασία ιδιοποίησης της πραγματικότητας) και στην ιδιοποίηση (την «κοινωνική χρήση») των επιστημονικών επιτευγμάτων και καινοτομιών από το συγκεκριμένο κοινωνικό σχηματισμό. Στο στάδιο της σημερινής τρίτης επιστημονικοτεχνικής επανάστασης, η επιστημονική δραστηριότητα εντάσσεται στο συγκεκριμένο τρόπο παραγωγής ως μορφή παραγωγικής δύναμης.
Στις απαρχές του 21ου αιώνα η παραδοσιακή σχέση αλληλεπίδρασης επιστήμης-κοινωνίας μετατρέπεται βαθμιαία σε μια σχέση υποταγής της επιστημονικής δραστηριότητας στον ανταγωνισμό των δυνάμεων της αγοράς με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον και τον χαρακτήρα της ανθρώπινης γνώσης. Η ριζοσπαστική κριτική όμως, παρακινούμενη συχνά από μια ρομαντική προδιάθεση κριτικής της βιομηχανικής κοινωνίας, αποδίδει την περιβαλλοντική καταστροφή του πλανήτη στην ίδια την επιστημονική πρακτική και κατ' επέκταση στην όλη προσπάθεια οργάνωσης ενός κόσμου βασισμένου στις αρχές του Ορθού Λόγου. Η απόρριψη όμως του Διαφωτιστικού Υποδείγματος, κύριο χαρακτηριστικό του οποίου αποτελεί η άποψη για την οικουμενικότητα του Ορθού Λόγου, οδηγεί αναπόφευκτα σε μια ανθρωποκεντρική οικολογία, σε μια οικολογία με βάση τη διαφορετικότητα και όχι τη συλλογικότητα.

Επίλογος

Οι άξονες τους οποίους περιγράψαμε θα έμεναν κενή τυπολογία αν έλλειπε το αξιακό στοιχείο το οποίο εμπεριέχεται στο λόγο του οικοριζοσπαστικού κινήματος: Στα πλαίσια μιας συνθετικής επιστήμης όπως η οικολογία, η φύση δεν μπορεί παρά να αποτελεί ένα κόσμο συμμετοχής και αλληλεπίδρασης των μορφών ζωής, που οι πλέον ξεχωριστές ιδιότητές του είναι η γονιμότητα, η δημιουργικότητα, η συμπληρωματικότητα και όχι ο ανταγωνισμός και ταυτόχρονα να αποτελέσει το υπόβαθρο για μια νέα ηθική της ελευθερίας.

Σημειώσεις

[1] Μετά την επινόηση του όρου «Οικολογία» από τον Haeckel, ο Warming είναι ο πρώτος που το 1895 εμφάνισε τη λέξη Οικολογία στη Γεωβοτανική πραγματεία του. Καθηγητής Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης θεωρείται παραδοσιακά ως «πατέρας» της Οικολογίας, ως ο δημιουργός μιας νέας επιστήμης. Σχεδόν καθόρισε το περιεχόμενό της αφού μίλησε για οικολογικούς παράγοντες  (ατμοσφαιρικούς, εδαφικούς, βιοτικούς), για συγκατοίκηση, για ομάδες συνεργασιών οργανισμών, για πάλη μεταξύ των φυτικών κοινοτήτων και τέλος για την καταγραφή των ειδών.

[2] Το 1805 ονόμασε ως «γεωγραφία των φυτών» την επιστήμη που εξετάζει τους τοπικούς συνδυασμούς της βλάστησης στα διάφορα κλίματα.

[3] Δεκάξι αιώνες μετά τον Πλίνιο (τον 18ο αιώνα), η «Φυσική οικονομία» του Λιναίου αναφέρεται στην πολύ σοφή διάταξη των φυσικών όντων, που πραγματοποίησε ο Υπέρτατος Δημιουργός έτσι ώστε να εξυπηρετούν κοινούς σκοπούς και να έχουν αλληλοεξαρτώμενες λειτουργίες. Ο Λιναίος αναλύει τις εκάστοτε υπάρχουσες σχέσεις μεταξύ εμβίων όντων και περιβάλλοντος θεωρώντας πάντοτε ότι η κατανομή και εξισορρόπησή τους πάνω στην επιφάνεια της Γης προέρχεται από τη θεία πρόνοια. Ο Λιναίος εισαγάγει στη μελέτη των λειτουργιών της Φύσης το θείο μιλώντας για σύστημα με θεϊκή προέλευση και θεϊκό τελικό σκοπό. Δεν μίλησε για σχέση εμβίων όντων με το αβιοτικό περιβάλλον.

[4]Επινοήθηκε το 1935 από τον A. G. Tansley και περιλαμβάνει εκτός από τις βιοκοινότητες και τους αβιοτικούς παράγοντες του περιβάλλοντος και τις πολύπλοκες σχέσεις ανάμεσα στο ανόργανο περιβάλλον και την κοινότητα σε χημικό και φυσικό επίπεδο. Το 1942 ο R. L. Lindeman καθιέρωσε το οικοσύστημα ως την θεμελιώδη οικολογική μονάδα, υποστηρίζοντας ότι: «οι αναλύσεις των κύκλων των τροφικών σχέσεων μας δίνουν ενδείξεις ότι μια βιοτική κοινότητα δεν μπορεί να διαφοροποιηθεί καθαρά από το αβιοτικό της περιβάλλον.  Η θεμελιώδης διαδικασία της δυναμικής των τροφικών σχέσεων είναι η μεταφορά ενέργειας από ένα τμήμα του οικοσυστήματος σε κάποιο άλλο» και συνεχίζει, «ένα μέρος της ηλιακής ενέργειας μετατρέπεται με τη διαδικασία της φωτοσύνθεσης, σε δομές ζωντανών οργανισμών μέσα στο οικοσύστημα».  Ο Tansley θεωρεί το οικοσύστημα ως ένα σύνολο αποτελούμενο από μια βιοκοινότητα και ένα βιότοπο, ενώ ο Lindeman το θεωρεί ως μια ολότητα όπου ολοκληρώνεται ο τροφικός κύκλος.